Κάτι βράδια στην πλατεία εν μέσω πανδημίας

Του Παν. Κατσαρούπα

                        

  Με μια γρήγορη ματιά στα έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης θα διαπιστώσει κανείς τις τελευταίες ημέρες να μονοπωλεί το ενδιαφέρον το φαινόμενο της πλατείας. Αυτό κατά το οποίο άνθρωποι διαφόρων ηλικιών συγκεντρώνονται σε πάρκα και πλατείες για να μοιραστούν σκέψεις, προβληματισμούς ή απλά να περάσουν χρόνο μαζί. Πρόκειται για μια εικόνα έντονα συνδεδεμένη με τη φύση του ανθρώπου που ως κοινωνικό όν επιθυμεί και επιδιώκει την κοινωνική αλληλεπίδραση καθώς και με την ιδιοσυγκρασία του λαού μας.

Μια τάση μέχρι πρότινος λογική και αναμενόμενη αλλά στην εποχή του κορονοϊού επισφαλής και ριψοκίνδυνη. Η θέση της επιστήμης ξεκάθαρη περί των μέτρων πρόληψης της διασποράς του ιού και τη διασφάλιση της δημόσιας υγείας. Θέση που φάνηκε να γίνεται σεβαστή από τη πλειονότητα των πολιτών της χώρας μας, οι οποίοι επέδειξαν την απαραίτητη ατομική ευθύνη προκειμένου να αποφευχθούν τα άσχημα σενάρια και να μην επιβεβαιωθούν οι «Κασσάνδρες». Μέχρι τη σταδιακή άρση των μέτρων πρόληψης αυτό ήταν αδιαμφισβήτητο. Το πώς και το γιατί αυτό τις τελευταίες ημέρες τείνει να αλλάζει εγείρει προβληματισμό. Το πιο σημαντικό όμως έγκειται στο τι μπορεί να γίνει για την εκ νέου ευαισθητοποίηση των πολιτών.

Η καταστολή ή η απαγόρευση δύσκολα θα συμβάλλουν σε αυτή τη προσπάθεια. Στην ανθρώπινη ψυχολογία άλλωστε συχνά όταν κάτι από προσιτό και προσβάσιμο γίνεται ξαφνικά μη επιτρεπτό τότε καθίσταται περισσότερο ελκυστικό και επιθυμητό. Ποικίλα είναι άλλωστε τα ιστορικά παραδείγματα που συνηγορούν στη συγκεκριμένη διαπίστωση. Επί του παρόντος όταν κλείνει μια πλατεία φαίνεται αυτόματα να ανοίγει μια άλλη. Πολλώ δε μάλλον όταν η απαγόρευση αυτή συγκρινόμενη με την επαναλειτουργία των σχολείων, των εμπορικών κέντρων και άλλων χώρων συνάθροισης ενός αρκετά μεγάλου αριθμού ατόμων καταδεικνύει μια αντίφαση στο μυαλό αρκετών συμπολιτών μας. Απόψεις διατυπώνονται πολλές, πράγμα απόλυτα φυσιολογικό και υγιές βάσει των αρχών της δημοκρατίας και της ελευθερίας στη γνώμη, στη σκέψη και στην έκφραση με τις οποίες αυτή συνδέεται.

Η πιο δύσκολη διαπίστωση όμως αφορά τη σύνδεση της πανδημίας με το διχασμό και τη μισαλλοδοξία. Είναι ανησυχητικό να θεωρείται ως «επικίνδυνος» και «ανεγκέφαλος» ένας συνάνθρωπός μας που περπατά στο δρόμο, κατευθύνεται στην εργασία του ή πήγε ένα βράδυ σε μια πλατεία. Η ενσυναίσθηση οφείλει και πρέπει να υπερτερεί του φόβου. Αν δεν φορέσεις τα παπούτσια του άλλου είναι δύσκολο να ακολουθήσεις το βηματισμό του. Κάποιοι από τους ανθρώπους αυτούς βάσει ερευνών ενδέχεται να αποτελούν θύματα ενδοοικογενειακής βίας ή να βιώνουν έντονο άγχος ως συνέπεια του περιορισμού των προηγούμενων ημερών. Για κάποιους ίσως η μετακίνηση να υπαγορεύεται από ιατρικούς λόγους. Ακόμα και το δικαίωμα της ειρηνικής διαμαρτυρίας συνίσταται αναφαίρετο. Δεν μπορούμε να τους κρίνουμε ή να καταλήξουμε σε ασφαλή συμπεράσματα για αυτούς χωρίς να γνωρίζουμε την ιστορία τους.

Συνοψίζοντας εάν επαληθευθούν οι προβλέψεις για την επερχόμενη ύφεση και την αύξηση της ανεργίας τότε αντίστοιχα αυξημένος θα είναι κι ο αριθμός των καταπονημένων ψυχολογικά ατόμων στη μετά-κορονοϊού εποχή όπως συνήθως συμβαίνει σε περιόδους κρίσεων. Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να κατανοήσουμε ότι οι άνθρωποι αυτοί δεν χρήζουν «τιμωρίας» αλλά περαιτέρω ενημέρωσης και ευαισθητοποίησης ούτως ώστε να αντιληφθούν ότι η «επανάσταση» γίνεται πρωτίστως αλλάζοντας τον εαυτό μας και έπειτα τον κόσμο όπως είχε διαπιστώσει εκ αρχαιοτάτων χρόνων ο Σωκράτης. Προς αυτή τη κατεύθυνση θα συνέβαλε καλύτερα ένα στοργικό «πατρικό» πρότυπο από ότι ένα αυστηρό.


* Ψυχολόγος απόφοιτος Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Msc Εφαρμοσμένη Ψυχολογία Παιδιού και Εφήβου