«Καίμε τα σπαρτά» ή σχεδιάζουμε για το μέλλον;

Toυ Νίκου Χριστοδουλάκη

 Για να εξηγήσουν την μεγάλη κυβερνητική ήττα, αρκετοί επικαλούνται ότι αφενός η αποχή ήταν εκτεταμένη και αφετέρου τα προεκλογικά μέτρα με τις παροχές δεν κατανοήθηκαν επαρκώς. Μάλλον όμως το αντίθετο συνέβη: Η κυβέρνηση ηττήθηκε ακριβώς επειδή κατανοήθηκαν οι συνέπειες της τακτικής της και πολλοί έσπευσαν να την καταψηφίσουν μήπως και σταματήσει πριν οδηγήσει σε ένα ακόμα Μνημόνιο και ένα νέο κύμα εκδικητικής υπερ-φορολόγησης των μικρομεσαίων.

Το αποτέλεσμα γίνεται ακόμα πιο επώδυνο για την κυβέρνηση γιατί την ίδια στιγμή βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη ένα εναλλακτικό σχέδιο, ριζικά διαφορετικό από το ελληνικό και με εντελώς άλλη έκβαση στις εκλογές: Πάλι από κυβέρνηση αριστερών κομμάτων, πάλι μετά από Μνημόνια, αλλά σε άλλη χώρα, την Πορτογαλία. Και εκεί, όπως και στην Ελλάδα, μετά το τέλος των Μνημονίων άρχισαν οι μαζικές προσφυγές στα δικαστήρια για ακύρωση των περικοπών, καθώς και αμέτρητες διεκδικήσεις για «εδώ και τώρα» μισθολογικές αυξήσεις, νέα επιδόματα και μαζικές προσλήψεις στο Δημόσιο. Μαχητικές απεργίες και διαδηλώσεις εκπαιδευτικών, νοσοκόμων, φυλάκων, αστυνομικών και πολλών άλλων απαιτούσαν αναδρομικά και νέες αυξήσεις που θα είχαν ετήσιο κόστος γύρω στα 700 εκατ. ευρώ, (τί σύμπτωση!). Αν τα έβλεπε κανείς μεμονωμένα ίσως τα έβρισκε δίκαια, όλα μαζί όμως συνιστούσαν μια δημοσιονομική βόμβα που σύντομα `θα ξανάστελνε την Πορτογαλία στην κηδεμονία των δανειστών.

Παρά το γεγονός ότι οι Ευρωεκλογές απείχαν μόνο τρεις εβδομάδες και οι αριστεροί σύμμαχοι του τάχθηκαν με τους απεργούς κλονίζοντας την κυβερνητική πλειοψηφία, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός έκανε ένα ιστορικό διάγγελμα λέγοντας ότι αν τώρα ικανοποιήσει τα αιτήματα, θα έθετε σε κίνδυνο την ομαλή πορεία της χώρας και μια νέα αναπόφευκτη λιτότητα θα έβλαπτε πολύ χειρότερα αυτούς ακριβώς που σήμερα ζητούν αλόγιστες παροχές. Ο πρωθυπουργός δεν ενέδωσε ούτε σπιθαμή και τα αριστερά κόμματα  που τον αμφισβήτησαν έκαναν τελικά πίσω.

Με τα ελληνικά κριτήρια θα νόμιζε κανείς ότι αυτή η στάση θα οδηγούσε και τους δύο σε εκλογική συντριβή, όμως η πορτογαλική κάλπη έκρυβε άλλου είδους εκπλήξεις: Tόσο το Σοσιαλιστικό Κόμμα που κυβερνά όσο και το Αριστερό Μπλοκ που το στηρίζει, αύξησαν σημαντικά την επιρροή τους στο εκλογικό σώμα και τις έδρες τους στο Ευρωκοινοβούλιο. Αντίθετα, τα κόμματα της κεντροδεξιάς αντιπολίτευσης υπέστησαν μεγάλες απώλειες. Επιπλέον, στις εθνικές εκλογές του Οκτωβρίου η συμμαχία σοσιαλιστών-αριστερών αναμένεται να αναδειχθεί κυρίαρχη για να συνεχίσει μια πολιτική προσέλκυσης επενδύσεων, σταθερής ανάπτυξης και ήπιας δημοσιονομικής προσαρμογής, χωρίς ούτε έξαλλους φόρους ούτε επικίνδυνα ελλείμματα.

Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τι θα συνέβαινε στην Ελλάδα, αν η κυβέρνηση αντί να εξαγγέλλει κάθε μέρα παροχές, επέλεγε με σύνεση την σταδιακή ενίσχυση των αδύναμων στρωμάτων σε βάθος τριετίας. Αν στήριζε τις συνεπείς επιχειρήσεις που επενδύουν και φορολογούνται αντί για ατελείωτες διευκολύνσεις σε όσες δεν πληρώνουν φόρους, ταμεία και ΔΕΗ. Αν βοηθούσε οι νέοι να βρουν κανονική δουλειά αντί διαρκώς να συμπληρώνουν πλατφόρμες για επιδόματα και ωρομίσθια του ΟΑΕΔ. Αν αντί να προτρέπει να γίνουν τα ταξί εκλογικά κέντρα, έλεγε στους οδηγούς τους να είναι φιλικότεροι στους πελάτες και να βάζουν ταξίμετρο στους ξένους επισκέπτες. Αν αξιολογούσε καλύτερα και πιο αυστηρά τα ΤΕΙ πριν τα βαφτίσει  ομαδόν πανεπιστήμια μοιράζοντας τίτλους και μισθούς χωρίς προαπαιτούμενα. Ίσως βέβαια και πάλι η κυβέρνηση να είχε ένα αρνητικό αποτέλεσμα ως αντίδραση στο Μακεδονικό, στην εκπαιδευτική πολιτική ή σε άλλους τομείς. Δεν θα ήταν όμως τόσο ριζική η απόρριψη και η κυβέρνηση θα μπορούσε τουλάχιστον να καυχηθεί ότι προφυλάσσει την οικονομία από νέες κακοτοπιές.

Το ουσιαστικό ερώτημα πλέον είναι φυσικά τι τακτική θα ακολουθήσει η κυβέρνηση στις επικείμενες εθνικές εκλογές. Αν κυριαρχήσει η άποψη περί ανεπαρκούς κατανόησης των μέτρων, θα αρχίσουν πάλι να κροταλίζουν τα δημοσιονομικά πολυβόλα με ολοένα και περισσότερες παροχές για να αποτινάξουν τον ζυγό του ΔΝΤ. Βλέποντας όμως ακόμα και το φίλιον Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής να προειδοποιεί ότι τα δημοσιονομικά περιθώρια για το 2019 ήδη εξαντλήθηκαν, αντιλαμβάνονται πλέον όλοι ότι κάτι τέτοιο απλώς θα επισωρεύσει νέα χρέη μετά τις εκλογές.  Η τακτική να «καούν τα σπαρτά» ώστε ο αντίπαλος που επελαύνει να μην βρει αποθέματα και να καταρρεύσει ανήμπορος μετά την νίκη του, ενίοτε είναι επιτυχής στην Ιστορία, με τίμημα όμως την σκληρή  δοκιμασία της ίδιας της χώρας.

Πολύ απλά, η συνέχιση των προεκλογικών παροχών θα κάνει τους δανειστές να παραμείνουν άκαμπτοι στα πρωτογενή υπερ-πλεονάσματα 3,50% του ΑΕΠ που έχουν επιβάλει μέχρι το 2022, επικαλούμενοι την ακατάπαυστη ροπή των ελληνικών κυβερνήσεων να ξοδεύουν αλόγιστα. Για να μαζεύονται, θα παραμείνουν οι υψηλοί φόροι, η ανάπτυξη θα εγκλωβιστεί σε χαμηλά επίπεδα και η οικονομία ποτέ δεν θα αποκτήσει δυναμική. Με την εμφάνιση μιας νέας διεθνούς κρίσης, η Ελλάδα πάλι θα μπλοκάρει και θα επιζητεί πρόσθετη δανειακή βοήθεια με νέους όρους και Μνημόνια. Όπως συνέβη και το 2015, θα είναι το δεύτερο αχρείαστο Μνημόνιο που κινδυνεύει να επιβληθεί στην ελληνική οικονομία, απλώς και μόνο για να εμφανιστεί η κυβέρνηση ότι ξιφουλκεί ηρωϊκά με τους δανειστές και το κατεστημένο της Ευρώπης.

Αντιθέτως, εάν η κυβέρνηση όντως θέλει να βγει η χώρα οριστικά από τα Μνημόνια πρέπει να ξεχάσει τις νέες παροχές, να ακυρώσει όσες δεν έχουν εκταμιευτεί και να καταστρώσει ένα σχέδιο σταδιακής ενίσχυσης των πιο αδύναμων και των χαμηλόμισθων του ιδιωτικού τομέα με κόστος και ορίζοντα εφαρμογής που δεν θα απειλούν την δημοσιονομική ικανότητα. Υποχρεωτικά τότε θα την ακολουθούσαν και τα άλλα κόμματα, είτε συμφωνώντας, είτε παρουσιάζοντας το δικό τους συγκεκριμένο σχέδιο (που τώρα δεν υπάρχει). Ο προεκλογικός αγώνας θα αποκτούσε έτσι πολύ συγκεκριμένο περιεχόμενο και οι πολίτες θα ψήφιζαν για κάτι που εγκρίνουν και όχι απλώς εναντίον αυτού που απορρίπτουν.

Το μεγάλο όφελος όμως θα ήταν η αξιοπιστία της χώρας, που θα έχει οριστικά αποσείσει τον κίνδυνο νέων ελλειμμάτων. Σε τέτοιες συνθήκες η νέα κυβέρνηση θα μπορούσε εύλογα να ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση για να χαμηλώσουν τα πρωτογενή πλεονάσματα στον μέσο όρο της Ευρωζώνης που σήμερα είναι λίγο πάνω από το 1% του ΑΕΠ.  Το 2% του ΑΕΠ (περίπου 4 δις. ευρώ) που θα εξοικονομηθεί μπορεί μετά να κατευθυνθεί σε επενδύσεις, προώθηση εξαγωγών και νέες υποδομές για να ξεκολλήσει οριστικά η οικονομία από την παγίδα στασιμότητας στην οποία βρίσκεται.

ΑΠΟ ΤΟ ΒΗΜΑ