Καταμεσήμερο, ακροπατώντας την σκιά μας

Του Ιωάννη Δαμίγου

Όταν καταλήξουν όλα, όπως, όταν τα πράγματα αποκτήσουν τις πραγματικές τους διαστάσεις, είτε το θελήσουν κάποιοι είτε όχι, θα εκτεθούν ακούσια στις πράξεις και στις αποφάσεις των, τις σωστές αλλά και τις λανθασμένες. Καταμεσήμερο θα μετρηθούμε, ακροπατώντας την σκιά μας, ούτε στον πρωινό ήλιο, μα ούτε και στον απογευματινό, που μακραίνουν τις σκιές, τις μεγαλώνουν.

Να πέφτει η λάμψη του ακριβώς επάνω μας, όχι από εμπρός η από πίσω, κρύβοντας παραπλανητικά όλες τις ατέλειες, προσφέροντας σκηνοθετημένες λες φιγούρες μυθιστορήματος.Θα καταλογιστούν, η ευθύνη ή οι ευθύνες, τα λάθη και θα αποδοθούν τα εύσημα σε αυτούς που καλώς έπραξαν ή προέβλεπαν αφουγκραζόμενοι και όχι ονειροβατώντας. Ποιοι καλεσμένοι και επισκεπτόμενοι θα παραμείνουν, παραμερίζοντας τις πρώτες θέσεις και περνώντας στα πίσω για να προσφέρουν εργαζόμενοι και σιωπώντας. Ποιοι θα αποχωρήσουν μη αποκτώντας τα προσδοκώμενα οφέλη και τέλος ποιοι νέοι θα αναλάβουν τις καίριες θέσεις ευθύνης για την ριζική αλλαγή του κόμματος σε βασικές αρχές καθορισμού ταυτότητας,τακτικής, στρατηγικής και στόχου. 

Καταμεσήμερο, ακροπατώντας την σκιά μας, θα μετρήσουμε το θάρρος της γνώμης, το κατατεθειμένο δημόσια και άφοβα με το κόστος της κατακραυγής και της χλεύης ανειλημμένο στο ακέραιο. Την παρότρυνση προς την σιωπή, για το ακατάλληλο της στιγμής έκφρασης αντίθετης άποψης. Αυτή η αναβολή αντιμετώπισης της αλήθειας, σαν κατάρα να επικρατεί στα πλήθη των αρνητών της, η ανεύθυνη  δικαιολογία της αναγκαίας συνέχισης στο αναπόφευκτο καταστροφικό λάθος.

Εγωισμός, πάθος, ανοησία, λατρεία, άκριτος οπαδισμός; Με εκκωφαντικές κόρνες να ξεκουφαίνουν αυτιά και σκέψη, ίσως για να καλυφτούν τα ίδια, τα χιλιοειπωμένα και μονότονα. Με την κατηγορηματικά αυστηρή ρήση του αείμνηστου ποιητή Μόντη, να ηχεί γαλήνια στα ταλαιπωρημένα αυτιά μου: “Δεν είχες τίποτα να πείς, κύριε. Γιατί ηνώχλησες τις λέξεις, γιατί τις ηνώχλησες;” Ικετεύοντας εγώ  για μια απάντηση, ανασηκώνω ανήξερα τους ώμους, με απορία και μια αβάσταχτη ντροπή. Λυπάμαι, λυπάμαι πολύ. Δεν ήξερα. Δεν άκουγα. Δεν ρώτησα. Νόμιζα πως …

Καταμεσήμερο,ακροπατώντας την σκιά μου, αφού με υπομονή και αντοχή θα περιμένω μοιραία και άβουλα το μελλούμενο να συμβεί, τότε θα έχω την μπορετή και λυτρωτική απάντηση στα χείλη μου, έτοιμη από καιρό.
Όχι για αναγνώριση, όχι. Ούτε χαιρέκακα,εκδικούμενος υπήρξα, καθώς δεν είχα ποτέ τέτοια ποταπά αισθήματα προσωπικής ικανοποίησης, έχω σε άλλα εκπαιδευόμενος ακόμα να διορθώσω, αλίμονο.

Το μόνο που ζητώ είναι το άκουσμά μου, το δικαίωμα του ακούσματος αντίθετης μα καλοπροαίρετης άλλης άποψης όποιων. Που διάολε, για τον ίδιο σκοπό κόπτονται, μα με άλλον τρόπο. Ενοχλώντας (ηνοχλώντας), το πάγιο, το ίδιο, το παλιό των πολλών, το αναχρονιστικό και το ξεπερασμένο, που στην ανημπόρια του αφανίζεται το δίκαιο. Άλλαξαν οι τρόποι, οι προσεγγίσεις και οι ίδιοι οι άνθρωποι ακόμα, μόνο εμείς “γαμπρίζουμε” σαν νεαροί, οι γέροντες στις ιδέες, απωθώντας, ωιμέ, την ίδια την νεολαία, την εκμεταλλεύσιμη από τους δυνάστες. Χωρίς καν να πλησιάσουμε το πρόβλημα των. Ακόμα και μετά το χαστούκι των, αγνοούμε το γιατί και θα πρέπει να το αναλύσουμε εν ευθέτω χρόνω και με άνεση! 

Καταμεσήμερο, ακροπατώντας την σκιά μου θα κοιτάζω εμπρός να διακρίνω χαμηλωμένα βλέμματα και επιτέλους υψηλές πράξεις.
Καταμεσήμερο, πριν το φως αρχίσει να χαμηλώνει και να χαθεί προς το δείλη, για πολύ καιρό πια από τα θολωμένα μάτια μας.