Κρίσιμες στιγμές για την Κύπρο

Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου

  Η «άτυπη πενταμερής» που θα πραγματοποιηθεί το τέλος Απριλίου είναι δεδομένο ότι θα σφραγίσει καθοριστικά την περαιτέρω πορεία του Κυπριακού. Είτε προς μια μακρά στασιμότητα και αδράνεια με τον ΟΗΕ ναι μεν να μην εγκαταλείπει τις προσπάθειες για επίτευξη λύσης αλλά με σαφείς πλέον αποστάσεις. Είτε προς νέες διαπραγματεύσεις αγνώστου βάσης και περιεχομένου.

Το βέβαιον είναι ότι ευρισκόμαστε ενώπιον καινούριων δεδομένων.

Που συντίθενται από την απροκάλυπτη πλέον θέση της Τουρκίας και της υποχείριας Τ/Κ ηγεσίας περί λύσης δύο κρατών ή συνομοσπονδίας στην «καλύτερη» περίπτωση! Με την προοπτική ακόμα και της προσάρτησης των κατεχομένων στην Τουρκία. Κι ενώ προωθούνται νέα τετελεσμένα, εις μεν το έδαφος με το άνοιγμα της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου, εις δε τη θάλασσα με την πειρατική εισβολή στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ της Κυπριακής Δημοκρατίας.

Ουδέποτε στην ιστορία του Κυπριακού μετά το 1974, δεν εκδηλώθηκε με τόσο αδίστακτο τρόπο η τουρκική αρπακτικότητα.

Τώρα είναι φανερό ότι οι κίνδυνοι μεγιστοποιούνται, καθώς για πρώτη φορά μετά τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου 1977-1979 και τα περί Κύπρου ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας, τα οποία ρητά αναφέρονται σε ομοσπονδιακή λύση με μια κυριαρχία, μία διεθνή νομική προσωπικότητα και μία ιθαγένεια, επιχειρείται η προβολή προς συζήτηση λύσης δύο κρατών ή συνομοσπονδίας, εν μέσω ενεργειών δημιουργίας νέων τετελεσμένων. Μπορεί ορθώς να προβάλλουμε τη λογική επιχειρηματολογία ότι ούτε η ευρωπαϊκή ούτε η διεθνής κοινότητα δεν θα ευνοήσουν τέτοιες εξελίξεις αφού προφανώς ανοίγουν «ασκούς του Αιόλου» σε άλλες περιοχές του κόσμου, αλλά η μέχρι τώρα αντίδραση της Γραμματείας των Ηνωμένων Εθνών εκδηλώνεται είτε ως «εύγλωττη σιωπή» είτε ως ανοχή προς νέες ιδέες. Με δικαιολογία δυστυχώς, και τις ατυχείς, κατά τον πλέον επιεική χαρακτηρισμό,  παλαιότερες δηλώσεις του Προέδρου της Δημοκρατίας για «αποκεντρωμένη ή χαλαρή ομοσπονδία»

Ενώπιον αυτών των αδήριτων δεδομένων ούτε η αμηχανία ούτε πολύ περισσότερο ο πανικός δεν δικαιολογούνται. Τα καθήκοντα μας είναι σαφή.

  1. Θα πρέπει να προτάξουμε τη δική μας αποφασιστική αντίσταση. Μακριά από κηρύγματα παράδοσης και εθελοδουλείας.
  2. Θα πρέπει επιτέλους να εφαρμόσουμε την στρατηγική που όλα αυτά τα χρόνια διακηρύττουμε. Λύση στη βάση του Διεθνούς και Ευρωπαϊκού Δικαίου.
  3. Οι πολιτικοί, διπλωματικοί και αμυντικοί μας σχεδιασμοί, οι ενέργειες και πρωτοβουλίες μας πρέπει να κινούνται στη λογική της απόκρουσης κάθε προσπάθειας προώθησης λύσης συνομοσπονδίας ή νομιμοποίησης του ψευδοκράτους, ενώ ταυτόχρονα θα προβάλλουν την ετοιμότητα μας για συνομιλίες με βάση μόνο τα ψηφίσματα και τις αποφάσεις της Γενικής Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ.
  4. Να καταθέσουμε ολοκληρωμένη πρόταση αρχών λύσης του Κυπριακού αντί να συζητούμε αμήχανα τις νέες αξιώσεις τη τουρκικής πλευράς για δύο κράτη ή συνομοσπονδία.

Να το αντιληφθούμε και κυρίως να το εμπεδώσουμε.

Αυτά τα ψηφίσματα και οι αποφάσεις του Διεθνούς Οργανισμού είναι η ασπίδα και ο θώρακας μας απέναντι στη στρεψόδικο συμπεριφορά της Τουρκίας. Και συνεπώς δεν αποτελούν «επιταγές χωρίς αντίκρυσμα» όπως διατείνονται οι διαπρύσιοι κήρυκες της άτακτης συνθηκολόγησης.  Ακόμα, οι σχεδιασμοί και οι πρωτοβουλίες μας θα πρέπει συνεχώς και αδιαλείπτως να «εμβαπτίζουν» το Κυπριακό και τις όποιες πρωτοβουλίες και διαδικασίες για τη λύση, μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο. Λαμβανομένης δε υπ’ όψιν αυτής της παραμέτρου, θα πρέπει συνεχώς να επιδιώκουμε την ολοένα και πιο ενεργό ανάμιξη της Ε.Ε. Από την αρχή και όχι στο τέλος όπως συνέβη στο Μπούργκεστονκ, το 2004 όταν ο Φερχόικεν εκλήθη την υστάτη και απεφάνθη ότι το Σχέδιο  Ανάν είναι συμβατό με το ευρωπαϊκό κεκτημένο! Γιατί όταν εξ αρχής υπάρχει ενεργός ρόλος, και όχι ρόλος παρατηρητή στην Ε.Ε., θα υπάρχει και η αυτονόητη υποχρέωση να τοποθετείται επί κάθε παραμέτρου της λύσης ως προς τη συμβατότητα της με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Το έχουμε υποδείξει επανειλημμένα. Το Κυπριακό είναι διεθνές πρόβλημα εισβολής και κατοχής και εντάσσεται στα πλαίσια του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα, όμως, είναι ένα ευρωπαϊκό πρόβλημα καθώς η συμμετοχή της Κύπρου στην ευρωπαϊκή οικογένεια καθιστά εκ των πραγμάτων υπεύθυνη την Ε.Ε. να συμβάλει θετικά στη λύση του προβλήματος.

Υπάρχει και το κεφάλαιο των ευρωτουρκικών σχέσεων και της επίδρασης τους στις εξελίξεις του Κυπριακού. Ας μην αναφερόμαστε σε ενταξιακή πορεία της Τουρκίας. Και η Τουρκία γνωρίζει κα οι Ευρωπαίοι,  από χρόνια τώρα κατανοούν ότι πρόκειται για φενάκη. Υπάρχει ωστόσο η υπόλοιπη εταιρική σχέση Τουρκίας – Ε.Ε. Τελωνειακή Ένωση, χρηματοδοτικά πρωτόκολλα, προοπτική ειδικής εταιρικής σχέσης- που παρέχει τη δυνατότητα σε Ελλάδα και Κύπρο ανάπτυξης πολιτικών και διπλωματικών πρωτοβουλιών για να τίθεται η Τουρκία προ των ευθυνών της μέσω των διαδικασιών και των μηχανισμών της Ε.Ε., που αποτελούν, παρά τις δυσχέρειες που ομολογουμένως υπάρχουν, ένα πλεονεκτικό πεδίο ανάπτυξης θετικών πολιτικών για προαγωγή των εθνικών συμφερόντων.

Θα πρέπει να γίνει κατανοητή η κρισιμότητα των στιγμών. Πρέπει με γρήγορους ρυθμούς να περάσουμε σε πολιτικές αποφάσεις, κινήσεις, βήματα και πρωτοβουλίες. Πρώτιστος στόχος, η επαναφορά του Κυπριακού στη βάση του Διεθνούς και του Ευρωπαϊκού Δικαίου. Η προβολή της Κυπριακής Δημοκρατίας ως θώρακα και ασπίδας σε κάθε δόλια προσπάθεια αμφισβήτησης και κατάργησης της.

Η αποτροπή αλλοίωσης της διαπραγματευτικής βάσης των συνομιλιών και του πλαισίου λύσης του Κυπριακού. Η αχρήστευση προώθησης συνομοσπονδιακής λύσης ή λύσης δύο κρατών που θα είναι ότι χειρότερο για τον κυπριακό λαό, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους, αφού όχι μόνο θα οδηγήσει σε μόνιμο διαχωρισμό αλλά θα εξασφαλίσει στην Τουρκία μόνιμη επικυριαρχία σε όλο τον κυπριακό χώρο.

Πρώην Προέδρου Βουλής των Αντιπροσώπων