Κυβέρνηση και ιερός διχασμός

Του Μελέτη Ρεντούμη

Τις τελευταίες ημέρες η κοινή γνώμη παρακολουθεί με αμηχανία αλλά και προβληματισμό, τις αγωνιώδεις προσπάθειες της κυβέρνησης, να υλοποιήσει την μεταρρύθμιση του διαχωρισμού Κράτους και Εκκλησίας, προσπαθώντας έτσι να προκαλέσει κλυδωνισμούς στο πολιτικό σύστημα.

Είναι εντυπωσιακό πως η κυβέρνηση, ενώ πρόκειται για ένα μέτρο που το χαρακτηρίζει αριστερό, για να απευθυνθεί στο δικό της σκληροπυρηνικό κυρίως ακροατήριο, το εξαγγέλλει στο τέλος ουσιαστικά της θητείας της, ενώ τα προηγούμενα έτη, εκτός κάποιων εξαιρέσεων δεν υπήρχαν ιδιαίτερα προβλήματα στις σχέσεις της με την Εκκλησία της Ελλάδος.

Αν κοιτάξει κανείς στον πυρήνα βέβαια των μέτρων που έχει ανακοινώσει ο πρωθυπουργός και συμφώνησε με τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο, θα δει ότι διαχωρισμός επί της ουσίας δεν υπάρχει, αλλά επιχειρείται όπως κάθε φορά, με μία επικοινωνιακή εκστρατεία, ένα μέτρο επιχορήγησης να ονοματιστεί διαχωρισμός, που το μόνο που πετυχαίνει τελικά, είναι να διχάσει τόσο την ιεραρχία όσο και τον ίδιο τον ελληνικό λαό.

Αξίζει να τονίσουμε, ότι ήδη η Ιερά Σύνοδος έχει απορρίψει την προσπάθεια του πρωθυπουργού να καταργήσει τους ιερωμένους από την μισθοδοσία του Δημοσίου, προσφέροντας ισόποση επιχορήγηση για να καλύπτεται η εν λόγω δαπάνη.

Εκτός αυτού, η κυβέρνηση ανακάλυψε ξαφνικά την ιδέα αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας και μάλιστα με κοινή εταιρία με την εκκλησία, ώστε να είναι δυνατή μία αμοιβαία επωφελής συμφωνία, όταν το μέτρο αυτό είχε ήδη ψηφιστεί από την προηγούμενη κυβέρνηση και αποτελεί νόμο του κράτους που δεν ενεργοποιήθηκε όμως ποτέ από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.

Ο διαχωρισμός κράτους εκκλησίας, είναι ένα σύνθετο ζήτημα που απαιτεί σοβαρό και σημαντικό διάλογο τόσο με την ιεραρχία, όσο και με τα πολιτικά κόμματα για τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της απόφασης. Είναι αδιανόητο, θέματα που απασχολούν την ελληνική πολιτεία για δεκαετίες, να προσπαθεί ένας πρωθυπουργός να τα λύσει με προσωπικές επαφές, μέσα σε μερικές εβδομάδες, μιλώντας μάλιστα για σοβαρή μεταρρύθμιση.

Είναι πασιφανές, ότι ο πρωθυπουργός ενδιαφέρεται περισσότερο στο να πυροδοτήσει επαναστατικά ένστικτα στην λεγόμενη κεντροαριστερά, ώστε να βρει συμμάχους και συμπαραστάτες, δημιουργώντας έτσι ανάχωμα στην Νέα Δημοκρατία, στον δικό της δρόμο προς την εξουσία. Το κίνητρο λοιπόν της επονομαζόμενης μεταρρύθμισης, είναι πρωτίστως εκλογικό, λιγότερο πολιτικό και ελάχιστα κοινωνικό, αφού οι όροι και οι προϋποθέσεις ήταν γενικόλογοι προκαλώντας ήδη σφοδρές αντιδράσεις εντός της ιεραρχίας και όχι μόνο.

Επίσης, ενδεικτικό της προχειρότητας και της άγνοιας των δεδομένων, είναι το ότι η κυβέρνηση δεν συνομίλησε, ούτε ενημέρωσε καν το Οικουμενικό Πατριαρχείο που είναι θεματοφύλακας του ελληνισμού, όταν γνωρίζει ότι εμπλέκεται νομικά σε μία πληθώρα ζητημάτων σχετικά με την εκκλησιαστική περιουσία στην Ελλάδα.

Αντί λοιπόν ο πρωθυπουργός να διαβουλευθεί, επιχείρησε να κάνει μία συμφωνία κυρίων με τον Αρχιεπίσκοπο, να το ονομάσει μεταρρύθμιση, σπεύδοντας να το φέρει σε ψήφιση στην Βουλή, για να δημιουργήσει τετελεσμένα και να διχάσει ακόμη περισσότερο την ελληνική κοινωνία.

Το σίγουρο είναι, ότι η παρούσα πρωτοβουλία της κυβέρνησης δεν θα είναι η μόνη, καθώς ο εκλογικός κύκλος φθάνει στο τέλος του, με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται κάθε είδους επικοινωνιακό θεσμικό πυροτέχνημα, ώστε να αποπροσανατολίσει τον ελληνικό λαό από τα φλέγοντα καθημερινά του προβλήματα.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός