Κυριάκος Μητσοτάκης: Αφού μπορεί και αλλιώς, γιατί το κάνει έτσι;

Γ. Λακόπουλου

Δυο αναφορές σε τρέχουσες δραστηριότητες του Κυριάκου Μητσοτάκη. Η πρώτη αφορά τη συνάντηση με τον σύνδεσμο διεμφυλικών (τράνσέξουαλ) δηλώνοντας την υποστήριξή του στο νομοσχέδιο για τη νομική αναγνώριση της ταυτότητας φύλου. Γνωρίζοντας ότι θα υπάρχουν σοκαριστικές συνέπειες στο κόμμα του και αντιδράσεις από φορείς με τους οποίους παραδοσιακά συνδέεται η ΝΔ προχώρησε με παρρησία , σπάζοντας ταμπού της συντηρητικής παράταξης.

Ήταν μια αξιέπαινη πρωτοβουλία που υποδηλώνει σύγχρονες ευρωπαϊκές αντιλήψεις. Η δεύτερη αφορά την τοποθέτησή του για τις εξελίξεις στο Κυπριακό κατά τη συζήτηση των πολιτικών αρχείων στη Βουλή. Ο λόγος του ήταν μεστός και υπεύθυνος σε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα προσφέροντας στήριξη στην κυβέρνηση με κριτικής αναφορές όπου έπρεπε.

Ακριβώς ο λόγος που πρέπει να διακρίνει κάποιον που φιλοδοξεί να αναλάβει την διακυβέρνηση κάποια στιγμή.
Αυτές οι δυο περιπτώσεις δείχνουν ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπορεί να είναι και διαφορετικός. Για την ακρίβεια να είναι όπως ξεκίνησε. Σαν ένας σύγχρονος πολιτικός που μπορεί να κινήσει μπροστά τα πράγματα πριν από όλα στην πρόταξη του και αν του δοθεί η ευκαιρία και στη χώρα. Γι’ αυτό άλλωστε τον προτίμησαν στις κομματικές αρχαιρεσίες και άνθρωποι εκτός του κομματικού ιστού της ΝΔ.

Τι είναι αυτό που τον κάνει να βγάζει αυτό το παλτό και να τριγυρίζει με το ζωνάρι λυμένο για καυγά εκεί που δεν χρειάζεται ή ακόμη και εκεί που δεν τον παίρνει; Γιατί έσπευσε να ταυτιστεί με κακόφημα κέντρα της διαπλοκής ζητώντας άκαιρα εκλογές που δεν μπούστε να επιβάλει; Γιατί ακόμη και στη συζήτηση για την Κύπρο στη Βουλή που ήταν ο καλός αυτός του, στο τέλος το γύρισε στο… καλαματιανό ανακαλύπτοντας πρόβλημα…δεδηλωμένης για τη κυβέρνηση;

Γιατί την ίδια περίοδο που μπορεί να κάνει τολμηρές συναντήσεις με κοινωνικές ομάδες που βρίσκονται στο περιθώριο, ανέχεται στο το κόμμα του κάποιους που δένε ξέρουν τι λέει το στόμα τους;

Γιατί σε τελευταία ανάλυση ενώ έχει ως αντιπρόεδρο έναν σύγχρονο πολιτικό, με ευρωπαϊκή κουλτούρα σαν τον Χατζηγάκη επιτρέπει να τον καπελώνει ο λαϊκιστής και προβληματικός από πλευράς ύφους δημοσίας παρουσίας Γεωργιάδης;

Γιατί πάει να κάνει τον δημεγέρτη ενώ δεν τόχει και ούτε χρειάζεται; Γιατί καλλιεργεί την πόλωση ενώ το προφίλ του γράφει καλύτερα σε περιβάλλον διαλόγου;

Είναι ερωτήματα χωρίς απαντήσεις για έναν πολιτικό που γι’ αλλού ξεκίνησε και αλλού τον πάνε. Αντί να ανανεώσει τον πολιτικό λόγο της ΝΔ απαγγέλλει κείμενα ξεπερασμένων λογογράφων οπισθοδρομικής νοοτροπίας και ακροδεξιών αποχρώσεων, με καφενειακές απλοϊκότητες, και εξισώνεται με τα πιο και στοιχεία της Δεξιάς. Την ίδια στιγμή που έχει τις προϋποθέσεις να φρεσκάρει τη ρητορική του και να προασφαλίσει το ακροατήριό του σε ευρωπαϊκά πρότυπα αντιλήψεων και πολιτικής, διολισθαίνει στη ρηχότητα του Σαμαρά.

Αντί να αναδείξει τα φυσικά του πλεονεκτήματα που αφορούν τις σπουδές κάτι η γνώση του, εμπλέκεται σε αντιπαραθέσεις από τις οποίες βγαίνει χαμένος καθώς δεν του πάνε.

Αντί θα κινηθεί με το λιτό τρόπο ενός συγχρόνου πολιτικού, δέχεται να τον σέρνουν σε σκηνοθετημένες καταστάσεις. Πότε να πίνει το καφεδάκι του με γέροντες στην Καλλιθέα -σαν να γεννήθηκε εκεί- κάθετα, πότε να αγοράζει το το καρβέλι της ημέρες στο φούρνο, πότε να σερβίρει σφηνάκια σε μπαρ που δεν τον παίρνει η ηλικία του πια να πάει και ποτέ να μιλάει σαν….πλασιέ σε αγρότες που έχουν βάλει να καίγονται σε μπάλες άχυρο, σαν να ήταν μοντέλα για διαφήμιση ρούχων.

Δεν υπάρχει δίπλα του ένας χριστιανός να του εξηγήσει ότι όσα έκανε ως τώρα απέτυχαν :από το πρόωρο αίτημα να γίνει πρωθυπουργός ένα μηνά μετά την εκλογή του στη ΝΔ μέχρι τις κοκορομαχίες του με τον Καμένο και τον Πολάκη, λες και κάνει τα ρεπό του Άδωνι;

Δεν υπάρχει κάποιος να τον συμβουλέψει το στυλάκι του πολιτικού που εμφανίζεται με πουκάμισο και σηκωμένα μανίκια πολυφορέθηκε; Ή ότι το ύφος πολιτευτή της ΕΡΕ στη δεκαετία του 1950 για τον … κομμουνιστικό κίνδυνο δεν πουλάει;

Είναι δυνατόν εκεί που μπορεί να βγει στη Βουλή ή στο δημόσιο χώρο και να μιλήσει με ήπιο ύφος, επιχειρήματα και ευθύνη το να πετάει ρουκέτες, κορώνες για στημένο χειροκρότημα και φτηνές ατάκες είναι αυτοκτονικό;

Μπορεί ένας μορφωμένος πολιτικός σήμερα, με επαρκή γνωστή της κατάστασης στην οποία βρίσκεται η χώρα αντί τα στηρίζει το βιογραφικό του την πορεία του, να ποντάρει στην εικόνα του καλού πατέρα, του υπάκουου γιου και του στοργικού συζύγου, με αμερικανιές της δεκαετίας της 1970.

Πώς μπορεί να περιβάλλεται από πρόσωπα με βλέμμα… αγελάδας και διαφημιστές πάσης φύσεως σε μια περίοδο που η κοινωνία αναζητά προσγειωμένους και διορατικούς πολιτικούς; Εν πάση περιπτώσει αφού μπορεί κι αλλιώς, γιατί τα κάνει μονίμως λάθος;