Κύπρος και ευρωπαϊκή ασφάλεια

Του Γιαννάκη Λ. Ομήρου

Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι ασφαλώς μια υπερδύναμη σε επίπεδο οικονομικό. Πολιτικά όμως εξακολουθεί να έχει σοβαρότατες αδυναμίες. Οι δυνατότητες της να έχει σοβαρή επίδραση στο παγκόσμιο πολιτικό γίγνεσθαι είναι περιορισμένες. Ο λόγος είναι απλός.

Δεν έχει κοινή εξωτερική πολιτική ούτε κοινή άμυνα. Όμως το όραμα των ευρωπαϊκών λαών δεν μπορεί να είναι απλώς μια οικονομική και νομισματική σύγκλιση. Είναι πρώτα και πάνω απ’ όλα η πολιτική συνεργασία και η πολιτική σύγκλιση.

Οι πόλεμοι στα Βαλκάνια, στον Κόλπο, η συνεχιζόμενη κρίση στην Μέση – Ανατολή και η πρόσφατη εγκατάλειψη του Αφγανιστάν στους Ταλιμπάν έχουν επιβεβαιώσει αυτό το μείζον ευρωπαϊκό πρόβλημα.

Αν η Ευρώπη είχε συλλογική εξωτερική πολιτική και άμυνα, δεν θα είχε την απουσία που κατέγραψε. Η απουσία μιας πραγματικά κοινής εξωτερικής πολιτικής κατέστησε την Ευρώπη θεατή σε παράλογους, παράνομους και άδικους πόλεμους. Αυτή η προφανέστατη ευρωπαϊκή αδυναμία δεν αφορά, όμως, μόνο τις διεθνείς κρίσεις. Αφορά και τον ίδιο τον τρόπο εξέλιξης και ορισμένων πολιτικών προβλημάτων αλλά και την ίδια την παγκόσμια οικονομία. Σε αντίθεση με μια ευρωπαϊκή δυσκαμψία και ατολμία, οι ΗΠΑ προωθούν αναπτυξιακά και παρεμβατικά μέτρα στον οικονομικό τομέα, σφραγίζοντας τις παγκόσμιες εξελίξεις.

Αυτονόητο είναι ότι θα χρειαστεί τα επόμενα χρόνια μια γιγαντιαία προσπάθεια στην Ευρώπη, για την ανάδειξη μιας ανταγωνιστικής προς τις ΗΠΑ οικονομίας, με ισχυρή βιομηχανική βάση, που θα εκτείνεται και στον τομέα των εξοπλισμών υψηλής τεχνολογίας. Χωρίς ισχυρή κοινή άμυνα θα είναι αδύνατη η ανάπτυξη κοινής εξωτερικής πολιτικής. Θεμελιώδης προϋπόθεση για μια τέτοια εξέλιξη σε οικονομικό και πολιτικό πεδίο, μια Ευρωπαϊκή Ένωση ομοσπονδιακού χαρακτήρα, που να ελέγχεται δημοκρατικά από ένα ισχυρό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και που να μπορεί να μετέχει αποφασιστικά στο διεθνές πολιτικό γίγνεσθαι. Θα ήταν αδιανόητο να μιλούμε για μια ενοποιημένη πολιτικά Ευρώπη, στην οποία δεν θα υπήρχε η δυνατότητα διατύπωσης ισχυρών δεσμεύσεων των ευρωπαϊκών κρατών για την κατοχύρωση των εθνικών συνόρων, ως συνόρων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν δεν μπορέσει να οικοδομήσει μια τέτοια ισχυρή δέσμευση για τον εαυτό της, τότε θα δημιουργούνται δικαιολογημένα ερωτήματα για τη δυνατότητα της να διαδραματίσει ουσιαστικό διεθνή ρόλο.

Συμπέρασμα: Η Ευρώπη για να προασπίσει τα συμφέροντά της, την ειρήνη, την σταθερότητα και τη δημοκρατία στον κόσμο, οφείλει να συγκροτηθεί σε μια πραγματική πολιτική οντότητα, δηλαδή να αποκτήσει Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Άμυνας, και τα μέσα να υλοποιεί την πολιτική αυτή. Η ΚΕΠΠΑ θεσπίστηκε με τη συνθήκη του Μάαστριχτ το 1993 και βασικά εκφράζει τη βούληση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να επιβεβαιώσει την ταυτότητά της στη διεθνή σκηνή. Σύμφωνα με την ίδια συνθήκη, η ΚΕΠΠΑ περιλαμβάνει την προοδευτική διαμόρφωση κοινής αμυντικής πολιτικής, η οποία ενδέχεται να οδηγήσει σε κοινή άμυνα, εφόσον το αποφασίσει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο.

Μετά τη συνθήκη του Μάαστριχτ, η ΚΕΠΠΑ αποτελεί τον 3ο πυλώνα της Ευρωπαϊκής Ένωσης (1ος πυλώνας ιθαγένεια – ΟΝΕ και 2ος πυλώνας, εσωτερικό δίκαιο και εναρμόνιση).

Οι σχέσεις με το ΝΑΤΟ καθορίζονται στη βάση μιας «θεσμοθετημένης συνεργασίας», ενώ σημαντικό είναι να αναφερθεί ότι με πρόταση της Ελλάδας, της Σουηδίας, της Φινλανδίας και της Ιρλανδίας επιτεύχθηκε σαφής αναφορά στις αρχές του ΟΗΕ ως προς τη στρατιωτική δράση της ΚΕΠΠΑ.

Η Κύπρος έχει αποδεχθεί την προσμέτρηση στην ευρωπαϊκή στρατιωτική εξίσωση των Ενόπλων Δυνάμεων της Κυπριακής Δημοκρατίας και το συνυπολογισμό τους στο ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Κοπεγχάγης αποφάσισε τη συμμετοχή της Κύπρου και της Μάλτας σε εκείνες όμως τις επιχειρήσεις που δεν θα χρησιμοποιούν υποδομές του ΝΑΤΟ.

Η Ελλάδα και η Κύπρος, μέσα στο διεθνές περιβάλλον, αποτελούν κρίσιμους παράγοντές στη διαμόρφωση περιφερειακών συνθηκών ασφάλειας. Μέσα στα επόμενα χρόνια, Κύπρος και Ελλάδα μπορούν να αξιοποιήσουν τις μοναδικές στρατηγικές θέσεις τους, ώστε να μετατραπούν σε κεντρικούς σταθεροποιητικούς παράγοντες στο χώρο των Βαλκανίων, της Μαύρης θάλασσας και της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και σε ζωτικό σύνδεσμο της περιοχής αυτής με την Ευρώπη. Ως προς την Κύπρο θα μπορούσαμε να επισημάνουμε κάτι αισιόδοξο.

Παρά τη συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή, για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία της η γεωστρατηγική της θέση μπορεί από μειονέκτημα, δηλαδή συνεχείς κατοχές και δουλείες, να μετατραπεί σε μέγα πλεονέκτημα. Αυτό βέβαια προϋποθέτει τόλμη, θάρρος, φαντασία και δημιουργικές πρωτοβουλίες, για να αναδείξουμε το νέο ρόλο της Κύπρου στην περιοχή και τον κόσμο. Η ευρωπαϊκή μας ενσωμάτωση, η συμμετοχή μας σε ένα ευρωπαϊκό σύστημα ασφάλειας και οι φιλικές μας σχέσεις με τις χώρες της Μέσης Ανατολής είναι τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα. Ποτέ βέβαια δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τόσο η Ελλάδα όσο και η Κύπρος είναι υποχρεωμένες να αντιμετωπίζουν τις προκλήσεις ενός μεταβαλλόμενου διεθνούς περιβάλλοντος, με ταυτόχρονη αντιμετώπιση της πολιτικής της Τουρκίας, απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο. Και η προσδοκώμενη αξιοποίηση της Κύπρου ως γεωστρατηγικού κόμβου, ως ακραίου φυλακίου και ως γέφυρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς τη Μέση Ανατολή και την Αφρική προϋποθέτει την επαρκή παρουσία του Ελληνισμού στην περιοχή, την ανάπτυξη ενός δικτύου πολυεπίπεδων σχέσεων Ελλάδας και Κύπρου με τις χώρες της Μέσης Ανατολής, και βεβαίως τη διαφύλαξη του κυπριακού κράτους ως συντεταγμένης οντότητας ισχύος περιλαμβανομένης και της αμυντικής στρατιωτικής. Χωρίς αυτήν την ισχύ, η Κύπρος αυτοαναιρείται και αυτοκαταργείται, με αμφίβολη και τη δυνατότητα συμμετοχής στα μελλοντικά προγράμματα ευρωπαϊκής άμυνας και ασφάλειας.

Η ΚΕΠΠΑ μπορεί και πρέπει να προχωρήσει. Βρισκόμαστε όλοι σε ένα ιστορικό σταυροδρόμι και πρέπει να τολμήσουμε. Δεν πρέπει να επιβεβαιωθούν οι φόβοι που διατύπωσε παλαιότερα ο Λιονέλ Ζοσπέν, ότι «αν η Ευρώπη δεν προχωρήσει με τις αναγκαίες βαθιές τομές και μεταρρυθμίσεις και παραμείνει μια μόνο Οικονομική Ένωση, θα είναι καταδικασμένη να συρρικνωθεί σε μια αγορά και να διαλυθεί μέσα στην παγκοσμιοποίηση».

Μετά τη συνομολόγηση της γνωστής γεωπολιτικής συμφωνίας Ηνωμένου Βασιλείου, Ηνωμένων Πολιτειών και Αυστραλίας (AUKUS) έχουν ενεργοποιήσει, όπως ήταν φυσικό, αντιδράσεις κυρίως από τη Γαλλία. Με τη σαφή τοποθέτηση υπέρ της δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού. Πρόκειται για πολυσήμαντη εξέλιξη. Αν αυτή τη φορά η Ε.Ε δεν μείνει στα λόγια και προχωρήσει σε μια αμυντική δομή, τότε για πρώτη φορά θα αποκτήσει επιτέλους ρόλο στην διεθνή πολιτική σκηνή.

Πρώην Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων