Κitsch εναντίον μνήμης

Του Νίκου Ξυδάκη

Η νεοεγκαθιδρείσα κυβέρνηση της Δεξιάς στον βραχύ χρόνο της διοίκησής της δίνει διαρκώς μάχες επί του συμβολικού, για να μη φαίνεται το υλικό: πανεπιστημιακό άσυλο, εκκενώσεις στις κατειλημμένες στέγες προσφύγων, σκούπα στα άνομα Εξάρχεια, αναγνώριση πτυχίων κολεγίων, βάπτιση των προσφύγων σε μετανάστες. Και βέβαια το υλικό: απορρύθμιση αγοράς αργοσίας, φοροελάφρυνση υψηλών εισοδημάτων κ.ο.κ.

Το σόου Τάξη – Ασφάλεια – Ξενοφοβία απευθύνεται στους φτωχούς, οι υλικότατες φοροελαφρύνσεις και οι εύκολες μπίζνες στις ελίτ των αρίστων: τυπική συνταγή της απανταχού νεοφιλελεύθερης δεξιάς.
Το συμβολικό επιστρέφει όμως υπό πολλές μορφές. Διακρίνω ήδη μια κυβερνητική σπουδή για γρήγορες και εύκολες επιτυχίες στο πεδίο των συλλογικών αναπαραστάσεων και στην επανεγγραφή εθνικού αφηγήματος.

Η ενοποίηση Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου και ΕΜΠ και ο δανεισμός των γλυπτών του Παρθενώνα εκτοξεύθηκαν σαν φωτοβολίδες τις πρώτες μέρες της διακυβέρνησης και ακαριαίως μετέπεσαν σε τεράστιες επικοινωνιακές και πολιτικές γκάφες ― ασχέτως της σιγής σύμπαντος του Τύπου. Η άλωση των αιγιαλών ήταν άλλη μια πράξη απληστίας, που μετέπεσε σε γκάφα. Η εθνική επιτροπή για τα 200 χρόνια από την Επανάσταση, που θα αναλάβει την επανανοηματοδότηση του Αγώνα, είναι επίσης κίνηση που φανερώνει επιθυμία για συμβολική ηγεμονία, για επιβολή του νέου ιστορικο – πολιτικού κανόνα, για το ποιοι ήμασταν, ποιοι είμαστε, ποιοι μονοδιάστατα οφείλουμε να είμαστε, με αξίωση φυσικού νόμου.

Είναι αναμενόμενο. Την ιδεολογική και θεσμική αντεπίθεση την είχαν προαναγγείλει από καιρό οι ακραιφνέστεροι ιδεολόγοι της ΝΔ, οι ανελθόντες από τα ακροδεξιά χουντικά υπόγεια της παραταξιακής Πολυκατοικίας ― οι οποίοι συμβαίνει να είναι και οι πιο ευπροσάρμοστοι κυνικοί της εξουσίας. Και ο κυνισμός οδηγεί απευθείας στο θεσμισμένο πολιτικό kitsch, και διαρκώς στη φάρσα, ως αντεστραμμένη πραγματικότητα.

Ας δούμε πώς έντυσε ιδεολογικά-αισθητικά το καζίνο στο Ελληνικό εις εκ των ελληνολατρών: «Το Ελληνικό ως επένδυση μεμονωμένη θα μπορούσε να είναι το σύμβολο που στο μέλλον θα συμβολίζει αυτή τη στροφή της Ελλάδος. Δηλαδή, πώς βλέπει κάποιος τον Παρθενώνα και λέει είναι η εποχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και της κλασσικής Ελλάδος, να βλέπει κατ’ αναλογία το Ελληνικό και να λέει τότε η Ελλάδα άλλαξε από την τελευταία -ξέρω ‘γω- Σοβιετική Δημοκρατία των Βαλκανίων σε μία κανονική δυτική χώρα. Αυτό είναι.» (Δεν είναι Παττακός.)

Λίγες μέρες αφότου ο υπουργός Ανάπτυξης εξεφώνησε τον νέο Επιτάφιο, κυκλοφόρησαν κάποιες μακέτες του Καζίνο – Παρθενώνα, ένας γίγας υπέρφωτος γερτός ουρανοξύστης, που μιμείται τις Καρυάτιδες και συνομιλεί με την Ακρόπολη…

Αυτό είναι μια όψη του ιδεολογικού δράματος: η κατασκευή μνήμης, η ιστορία εν τω γεννάσθαι.

Η άλλη όψη είναι η καταστροφή της ιστορικής μνήμης. Είναι το πείσμα του ίδιου του πρωθυπουργού να ξηλώσει τα σπουδαία μνημεία στον υπό κατασκευή σταθμό Βενιζέλου του μετρό Θεσσαλονίκης, το πείσμα του να απαλείψει την ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή παρουσία, να καταπλακώσει την μακραίωνη «Πομπηία». Έλλειψη ιστορικής ενσυναίσθησης, έλλειψη μακροοικονομικής και γεωπολιτικής αντίληψης, αδιαφορία ή και μίσος για τη μνήμη των τοπίων, τους τόπους μνήμης, τις ζωντανές σκιές της ιστορίας που διαμορφώνουν πόλεις, πολίτες και πολιτείες.

Στην Ελλάδα μετά την κρίση, με τους Έλληνες να αναζητούν υπαρξιακή και διανοητική επανασύνδεση με τους αγωνιστές του ‘21, άρδευση από τη ζώσα μνήμη των ερειπίων και των βουνών, η πολιτεία αφοδεύει πάνω στους τόπους μνήμης, και κατασκευάζει το νέο εθνικό αφήγημα: τα reagonomics των επενδυτών και της ανάπτυξης μέσω ολιγαρχών και συναλλαγής. Η Αθήνα ως Ντουμπάι· η Θεσσαλονίκη ως no name Ντόχα.

Τόποι φιλοσόφων και ποιητών, τόποι ιδιοφυών εμπόρων, διπλωματών και στρατιωτών· τώρα, τόποι εργολάβων, funds και constructors, μη τόποι: η έρημος της Νεβάδα περιβάλλει το Flamingo του Μπάγκσι στο Λας Βέγκας, η έρημος των Αθηνών περιβάλλει το Casino Karyatides.

Ώστε πικρά μα πεισμωμένα θα ανατρέξουμε σε όσους στοχάστηκαν την ιστορία και τη μνήμη, από τον Θουκυδίδη έως τον σοφό Πιερ Νορά των τοπίων της μνήμης: «Μιλάμε τόσο πολύ για τη μνήμη γιατί έχει μείνει τόσο λίγο απ’ αυτή». Και ψιθυριστά σαν τη Μάρω Δούκα: «Πηγές της ιστορίας δεν είναι μόνο τα αρχεία, τα ντοκουμέντα, οι μαρτυρίες. Είναι και η σιωπή.»

ΑΠΟ ΤΟ ΕΘΝΟΣ