Μίκης Θεοδωράκης: τι θα κάναμε χωρίς αυτόν;

ΑΜΠΕ-ΜΠΕ/ΟΡΕΣΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

Του Γ. Λακόπουλου

Ήταν Φεβρουάριος του 1999. Στην Ελλάδα -με Πρωθυπουργό τον Κ. Σημίτη  και υπουργό Εξωτερικών τον Θ. Πάγκαλο -διαπράχθηκε ένα ουμανιστικό ατόπημα: διωκώμενος παραδόθηκε στους διώκτες του.

Οι ευαισθητοποιημένοι άνθρωποι, όπου γης, ανατρίχιασαν. Η εγχώρια πολιτική σκηνή συγκλονίσθηκε. Δυο συνεργάτιδες  του ηγέτη των  Κούρδων Α. Οτσαλάν- γι’ αυτόν μιλάμε-  έδωσαν συνέντευξη τύπου και κατήγγειλαν την ελληνική κυβέρνηση που κρεμόταν πλέον  από μια κλωστή.

Και τότε ακούστηκε η φωνή του Μίκη. Κάλεσε στο σπίτι του τον φίλο του Σάκη Τόδουλο και αφού συζήτησαν την κατάσταση φώναξε την τηλεόραση. Στον κυβερνητικό μηχανισμό τρέμουν. Αλλά δεν ήταν γι’ αυτό που τους φόβιζε. Ο Μίκη  δεν κατάγγειλε την κυβέρνηση, αλλά τις κυρίες που μιλούσαν εκ μέρους του Οτσαλάν: ποιες είστε εσείς που θα μιλήσετε απαξιωτικά για την κυβέρνηση της πατρίδας μου;

Αμέσως το κλίμα άλλαξε. Η κυβέρνηση αναθάρρησε. Οι πολίτες είδαν αυτή την πλευρά των γεγονότων που είχε χαθεί μέσα στον ορυμαγδό των εξελίξεων. Το αίσθημα του πατριωτισμού υπερίσχυσε όσων λαθών έκανε η κυβέρνηση, μπροστά στην προσβολή που δέχθηκε η χώρα από τρίτους -όποιοι και αν ήταν-που ανέδειξε ο Μίκης.

Ποτέ άλλοτε μια συνέντευξη δεν άλλαξε τόσο καταλυτικά και άμεσα την ατμόσφαιρα και τα πολιτικά δεδομένα.

Αυτός είναι ο Μίκης Θεοδωράκης.  Σαν μουσουργός κατέκτησε τα πάντα και εγκαταστάθηκε αιώνια στο θρόνο των μεγάλων της τέχνης του. Σαν πολιτικός και σαν άνθρωπος,  δεν έπαψε ποτέ να είναι μαχόμενος, πατριώτης, δίκαιος, παρορμητικός . Ενίοτε αντιφατικός, αλλά αυθεντικός, ειλικρινής και έντιμος.

Μπορεί να έκανε λάθη στις εκτιμήσεις και τις επιλογές του στο δημόσιο χώρο. Αλλά στο πεδίο του πατριωτισμού, των πανανθρώπινων ιδεών, της αλήθειας και της αυτοθυσίας είχε πάντα την πρώτη θέση. Και ας το πλήρωνε.

Η φωνή του ήταν πάντα το αποκούμπι που είχε η ευρύτερη Αριστερά, η δημοκρατική παράταξη, οι προοδευτικοί άνθρωποι, η νεολαία, οι σκεπτόμενοι πολίτες- και όχι  μόνο στην Ελλάδα. Χωρίς αυτόν θα μας έλειπαν πολλά.

Ο Μίκης  έστειλε μια επιστολή στην εφημερίδα τα ΝΕΑ , για να καταδικάσει την αντικομουνιστική υστερία των ημερών. Είναι μια συγκλονιστική κραυγή  διαμαρτυρίας που διαπερνά  όσα συνέβησαν τις οκτώ τελευταίες  δεκαετίες στη χώρα. Από τον πόλεμο μέχρι σήμερα.

Ο παλλαϊκός ηρωισμός της Αντίστασης στους ναζί εισβολείς που εξελίχθηκε στο  εθνικό δράμα  του εμφυλίου και στο πολιτικό δράμα των ηττημένων εν συνεχεία -με ελεεινή παράθεση τη μεταβάπτιση του δοσιλογισμού και της συνεργασίας με τους κατακτητές σε εθνικοφροσύνη-  τέμνει την ιστορία του νεώτερου ελληνικού κράτους και του δημόσιου βίου του.

Το σύνδρομο των νικητών, που αποτέλεσε το όχημα προ τη δικτατορία και τη βάση εδραίωσης της, δεν έλλειψε ποτέ και αναπαράγεται με κάθε ευκαιρία. Σαν αυτή που ανέκυψε με τις εσθονικές  πρωτοβουλίες  που προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν την κοινοτική προεδρία,  δίνοντας το έναυσμα για ένα διχαστικό παραλήρημα που επιδίωκε να εξισώσει τον κομμουνισμό και τους κομμουνιστές -με  αφορμή την αιμοσταγή την περίοδο του Σταλινισμού στη Σοβιετική Ένωση, την οποία αποκήρυξαν οι ίδιοι οι σοβιετικοί  στη συνέχεια- με τον ναζισμό και τον Χίτλερ.

Με το οξύ αισθητήριό του ο Μίκης  διέκρινε το δηλητήριο που ρίχνει αυτή η θεώρηση της ιστορίας στις ψυχές της ελληνικής νεολαίας. Την οδύνη που φέρνει στις μνήμες και των δυο αντιμαχόμενων της αδελφοκτόνου εποχής.  Τον κίνδυνο να επικρατήσει η  επιπέδου Εύας Καϊλή ανάγνωση του εμφυλίου και να αρχίσουν οι αντιμαχόμενοι να ανταλλάσσουν νεκρούς για σημερινή  ευτελή πολιτική χρήση.

Είδε που μπορεί να οδηγήσει η μετατροπή των γεγονότων του παρελθόντος από υλικό των ιστορικών σε ύλη για τρέχουσες πολιτικές αναμετρήσεις.  Με  μια κραυγή αγωνίας, με πόνο, αλλά και με ορθή κρίση, έβαλε τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση από την πλευρά των ηττημένων στους οποίους συγκαταλέγεται.

-Νικήσατε, τι άλλο θέλετε;  Χύσαμε το αίμα μας στην αντίσταση, πατήσαμε στον εμφύλιο και τα πήρατε όλα. Δεν φτάνει;

Τα ΝΕΑ, που στη μακρά διαδρομή τους στήριξαν τη Αριστερά, του κομμουνιστές και τους αγώνες τους,  δημοσίευσαν την επιστολή- χωρίς σχολιασμό. Αλλά δεν είναι εκεί το θέμα. Μακάρι η παρέμβαση του “μεγαλύτερου Έλληνα”, όπως λέει ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, να δώσει φώτιση σε κάποιους αρθρογράφους και σχολιαστές της  γενικότερης μιντιακής ασέλγειας σε γεγονότα, βιώματα, ιδέες και οράματα. Να αλλάξει τα συμφραζόμενα της συγκυρίας σ’ αυτό το θεμα,  όπως και στην περίπτωση Οτσαλάν.

Κατά πάσα πιθανότητα όχι… Κάποιοι μάλλον θα περιμένουν τη στιγμή για να του την πέσουν- παλιά  τους τέχνη κόσκινο. Πόση σημασία όμως έχουν όλα αυτά;

Ο συνθέτης  της Ρωμιοσύνης, έδωσε ένα δείγμα του μεγαλείου του -που τον οδηγεί επί δεκαετίες , όταν δεν δημιουργεί, να μάχεται, να αμφισβητεί, να συγκρούεται  και να σπαράζει… Αυτό φτάνει. Εμείς θα έχουμε πάντα τον Μίκη…