Με ρητορική που θυμίζει Παττακό. Φοβούνται κάτι;

Toυ Τάσου Παππά

Τρεις φορές, μετά την Κατοχή, έχει τρομάξει το σύστημα από την Αριστερά. Την πρώτη φορά από την ένοπλη κομμουνιστική εκδοχή της, τον Δεκέμβρη του 1944. Κατάφερε με τη βοήθεια των Αγγλων, των δωσίλογων και του Κέντρου να νικήσει και στο πολιτικό και στο στρατιωτικό επίπεδο.

Εκμεταλλεύθηκε τη συγκυρία (συμφωνία Στάλιν – Τσόρτσιλ), τα λάθη της κομμουνιστικής ηγεσίας (προσπάθησε να κερδίσει τη μάχη της Αθήνας με τον εφεδρικό ΕΛΑΣ, επέλεξε την αποχή στις εκλογές το 1946, σύρθηκε στον Εμφύλιο) και επικράτησε είτε με κουστούμια είτε με στρατιωτικές στολές. Τη δεύτερη φορά, η σοσιαλδημοκρατική εκδοχή της Αριστεράς, δηλαδή το ΠΑΣΟΚ, ήρθε φουριόζικη, με δεσμεύσεις για ριζική αλλαγή, θριάμβευσε στις εκλογές το 1981, είχε την υποστήριξη της κομμουνιστικής Αριστεράς, υποσχέθηκε ότι θα κλειδώσει τη Δεξιά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, αλλά το σύστημα είχε πάρει τα μέτρα του. Φοβήθηκε, αλλά δεν τρόμαξε.

Η Ελλάδα ήταν στο ΝΑΤΟ, είχε ενταχθεί στην ΕΟΚ, ο αμερικανικός παράγοντας προειδοποιούσε ότι δεν θα ανεχτεί ανατροπή των ισορροπιών και ο πατριάρχης του εγχώριου αστισμού, Κωνσταντίνος Καραμανλής, ήταν Πρόεδρος της Δημοκρατίας με αυξημένες αρμοδιότητες, τις οποίες δεν χρειάστηκε να χρησιμοποιήσει, γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου δεν μπήκε στον πειρασμό να συγκρουστεί με το καθεστώς, είχε εγκαταλείψει τις πιο ριζοσπαστικές πλευρές του προγράμματός του, περιορίστηκε στον εκδημοκρατισμό του κράτους και εφάρμοσε πολιτικές που βοήθησαν τις εργαζόμενες τάξεις, αλλά δεν αμφισβήτησαν τον πυρήνα του συστήματος. Το ΠΑΣΟΚ έγινε ο ένας πόλος του συναινετικού δικομματισμού.

Η τρίτη φορά ήταν τον Γενάρη του 2015. Η ριζοσπαστική Αριστερά προέκυψε από το πουθενά. Ενα κόμμα διαμαρτυρίας, με μπόλικες φράξιες στο εσωτερικό του, βολεμένο μέχρι τότε με την περιθωριακή και ανήμπορη ριζοσπαστικότητά του, κατάφερε μέσα σε λίγα χρόνια να γίνει κόμμα εξουσίας, με πρόγραμμα που την εποχή εκείνη, αν και σοσιαλδημοκρατικό, εθεωρείτο «παράνομο» και ως τέτοιο αντιμετωπίστηκε και από τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα και από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών και από τη ναυαρχίδα της Ευρώπης, τη Γερμανία. Το σύστημα πραγματικά τρόμαξε. Αν ανατρέξετε στην περίοδο λίγο πριν από τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ, τον Γενάρη του 2015 και αμέσως μετά, στις δηλώσεις παραγόντων της ντόπιας Δεξιάς και στις παρεμβάσεις υψηλόβαθμων πολιτικών της Ευρώπης, θα το διαπιστώσετε.

Οι δικοί μας εδώ καλούσαν τους πολίτες να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από τις τράπεζες, για να μην τις βρουν οι κατσαπλιάδες, κινδυνολογούσαν ασυστόλως, λέγοντας ότι θα εξαφανιστεί από την Ελλάδα το χαρτί υγείας, ότι θα παίρνουμε τρόφιμα με το δελτίο, ότι οι άθεοι θα κατεβάσουν τις εικόνες από τα δημόσια κτίρια και συνέκριναν τον Τσίπρα με τον Τσαουσέσκου και τον Πολ Ποτ. Οι εταίροι μας εξέφραζαν τη λύπη τους, γιατί οι Ελληνες ψήφισαν όπως ψήφισαν, διακινούσαν σχέδια για αποβολή της χώρας από το ευρώ και διατυμπάνιζαν ότι δεν θα διαθέσουν ούτε ένα ευρώ σε μια κυβέρνηση που είναι εν μέρει κομμουνιστική. Την κατάληξη την ξέρουμε. Η κυβέρνηση ηττήθηκε, συμβιβάστηκε, εφάρμοσε μνημόνιο και το σύστημα πανηγύρισε.

Η Δεξιά, από τη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, συνέχισε τον πόλεμο κατά της Αριστεράς, έχοντας στο πλευρό της τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και τη διαπλοκή. Επρεπε το κόμμα των ιδιοκτητών της χώρας να επιστρέψει στα πράγματα -μάλλον δεν είχε φύγει ποτέ, αφού ήλεγχε τους αρμούς της εξουσίας. Ανέλαβε τη διακυβέρνηση το 2019, ωστόσο δεν μειώθηκαν οι βιτριολικές επιθέσεις της εναντίον της Αριστεράς. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι ο πολιτικός αντίπαλός της ήταν πάνω από το 30%. Το παραδέχτηκε ο ίδιος ο Κυριάκος Μητσοτάκης στη διαδικασία παράδοσης-παραλαβής, όταν είπε στον Αλ. Τσίπρα ότι δεν περίμενε ότι θα αντέξει πέντε χρόνια και ότι θα πάρει τόσο υψηλό ποσοστό στις εκλογές. Πίστεψε δηλαδή ότι η απειλή του «ακροαριστερού λαϊκισμού» δεν είχε εξουδετερωθεί.

Θα περίμενε κανείς ότι η εκλογική συντριβή του ΣΥΡΙΖΑ, το 2023, η διάσπασή του, ο κατακερματισμός της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, θα έθεταν εκτός πλαισίου τις εμμονές της Δεξιάς. Κυρίαρχη είναι, κι όμως, το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τις κινητοποιήσεις των αγροτών και των φοιτητών, βλέπουμε μια ρητορική που θυμίζει άλλες εποχές. Επαναφέρουν στην κυκλοφορία τη θεωρία περί υποκίνησης, επιμένουν ότι έχουν να κάνουν με επικίνδυνους λαϊκιστές, χαρακτηρίζουν βλαμμένους με χαλασμένα μυαλά όσους και όσες έχουν αριστερές ιδέες, κατηγορούν την Αριστερά ότι διαχρονικά τρέφεται με προβοκάτσιες.

Τι παλιομοδίτικος και χυδαίος αντικομμουνισμός είναι αυτός; Αυτό ξέρουν, αυτό κάνουν; Καμία ανανέωση; Λες και μιλάει ο Παττακός. Δεν κουράστηκαν να συκοφαντούν την Αριστερά; Δεν καταλαβαίνουν ότι ανοηταίνουν ηχηρά; Ακούραστο το μίσος τους για την Αριστερά; Μήπως έχουν λόγους να ανησυχούν; Βλέπουν κάτι να έρχεται; Δεν αισθάνονται σίγουροι για τη νίκη τους στον πόλεμο θέσεων με την Αριστερά; Αυτοί δεν μας είπαν ότι τέλος με την ιδεολογική ηγεμονία της Αριστεράς; Δεν έχουν ολοκληρωθεί οι παρεμβάσεις τους στους θεσμούς, ώστε να μην ξανακυβερνήσει η Αριστερά;

Ανάγωγα

Οι τεράστιες… μειοψηφίες των… παράνομων διαδηλώνουν, πλημμυρίζουν τις πόλεις, στήνουν μπλόκα, καταλαμβάνουν σχολές. Το σαράντα και κάτι τοις εκατό (μειοψηφία κι αυτό), που στην πραγματικότητα είναι κοντά στο είκοσι τοις εκατό (αυτό κι αν είναι μειοψηφία), έχει πέσει σε κατάθλιψη.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ