Μηρυκάζοντας

Του Ιωάννη Δαμίγου

Αναμασώντας την ίδια πολιτική τροφή, άντε με λίγες επίκαιρες διορθώσεις αλλά πάντα με σαφή υπονοούμενα απρόοπτων δυσμενών εξελίξεων, ως ασπίδα δικαιολογημένων αποκλίσεων από προεκλογικές εξαγγελίες. Πολιτικές γενικολογίες, αόριστες φιλοσοφικές δεσμεύσεις, ανεύθυνο κρυφτούλι ενήλικων σε παιχνίδι “φτου ξελευθερία”, με την αλήθεια να τα “φυλάει”. Μια κούραση.

Κονσερβοποίηση του λαού, με εκούσια συμμετοχή του, χωρίς αναγραφόμενη ημερομηνία λήξης. Μηρυκάζοντας την όποια τροφή, την όποια θεωρία, την όποια δημοκρατική επιβολή, προς ήπια πέψη της συνήθειας ανενόχλητων εριφίων. Ιερή στιγμή.Όλα κυλούν τόσο μονότονα, τόσο απελπιστικά ίδια, σαν το κοπάδι που βγαίνει για βοσκή και επιστρέφει στην στάνη για άρμεγμα, με ένα σκυλί να αναλαμβάνει το αγόγγυστο πήγαινε έλα. Μια συνήθεια.

Χωρίς μια αναγκαία έκπληξη, μια διαφοροποίηση να ταράξει λερά λιμνάζοντα νερά, έξω από τα κοινά και πρέποντα της στείρας ακολουθίας της ενοχικής συναίνεσης, από την βάσανο της απευκταίας ανάληψης ευθύνης. Αναλαμπές μόνο, εφήμερες δε, λόγο θαυμαστής πράγματι ύπαρξης ακόμα συναισθήματος, ως κολυμπήθρα του Σιλωάμ. Ξέπλυμα.

Μηρυκάζοντας και καταπίνοντας τα πάντα, πλην της προσωπικής βλάβης που αίφνης μας προσβάλει, αλλά μας βρίσκει μόνους, τραγικά μόνους και αδύναμους. Τότε και μόνο τότε, ζητούνται ανεπίκαιρα και εκπρόθεσμα οι ευθύνες της ανωνυμίας. Το μέχρι εχθές βολικό “εγώ”, δεν χώρεσε ποτέ στο άγνωστο αλλά απαιτητικό “εμείς”. Ανευθυνότητα.

Από την στιγμή που το μέλλον των παιδιών μας παίζεται, αλλοίμονο, με κανόνες πόκερ μεταξύ πολιτικών, αυτή που κερδίζει είναι η “μπάνκα”. Οι επιτήδειες μπλόφες με το ανέκφραστο ύφος, δυστυχώς ποντάρουν θρασύτατα στο απαίδευτο των πολλών, που καταλήγοντας πανί με πανί μετά το πέρας της παρτίδας και απομακρυνόμενοι από το τραπέζι, αντιλαμβάνονται ανεπίκαιρα την χαρισματική δυνατότητα των χαρτοκλεφτών. Στήσιμο.

Μηρυκάζοντας ξανά και ξανά ελπίδες και οράματα, υποσχέσεις και πρέπει, για μια άλλη σύγχρονη πατρίδα που θα ανακτήσουμε από τα χαλάσματα και την καταστροφή. Εδώ και κάποιες δεκαετίες εκλογικών τετραετιών, επικρατεί το ίδιο αυτό πρόταγμα σαδιστικά απαράλαχτο, το άπιαστο, το πάντα φευγάτο.

Μα πάντα η “μπάνκα” να τα μαζεύει όλα στο τέλος, μοιράζοντάς τα στους “ιδιοκτήτες”, στους “μπαταχτσήδες”. Οι άλλοι, οι πολλοί και οι χαμένοι, να ψάχνουν πάλι το λάθος, την παγίδα, το γέλασμα που έπεσαν. Μηρυκάζοντας άγνοια.