Μια άγνωστη ομιλία της Κικής Δημουλά

Γράφει η Λώρη Κεζά

Ένα κείμενο της Κικής Δημουλά, μόλις τριάντα σελίδων, που εκφωνήθηκε στην Αρχαιολογική Εταιρεία στις 26 Ιανουαρίου 2009, αποδεικνύει ότι ο ποιητικός λόγος δεν έχει όριο φόρμας.

Είναι μια ομιλία που περισσότερο θυμίζει λυρική έκφραση παρά τους τυπικούς λόγους των τιμητικών εκδηλώσεων. Η ακαδημαϊκός παρουσιάζει συνοπτικά τις προθέσεις και τους τρόπους της, μιλάει για όσα την εμπνέουν, όσα τη δυσκολεύουν, όσα τη φέρνουν σε αμηχανία. Καθώς η ομιλία ετοιμάστηκε για συγκεκριμένο κοινό, παντρεύει σε αυτή στοιχεία που αφορούν τους ακροατές της. Λέει λίγο μετά την «καλησπέρα» της ότι έχει «συμπτώματα μέθης» από τα καλά λόγια της προσφώνησης και συμπληρώνει:

«Άρχισα να νιώθω σαν ένα σημαντικό θραύσμα της σπουδαίας προγόνου μας της αρχαιότητας, το οποίο έφερε στο φως η επιστήμων σκαπάνη και σας το παρουσιάζει». Λέει στο κοινό της ότι, όταν θέλει να γράψει και δεν μπορεί, προσεύχεται στον Παντοδύναμο να της στείλει λίγη δύναμη: «Όπως και να ΄ναι, εμμένω στην προσευχή κι ας θεωρείται πως είναι ένα αναχρονιστικό κουτί παραπόνων ξέχειλο, ξεχασμένο, μια εικόνα παραμελημένης, προαποφασισμένα αταχυδρόμητης ανάγκης».

Εξηγεί πόσο ανασταλτικά λειτουργεί στην έμπνευσή της ένας τίτλος γιατί αν, λέει, δεν έχει τίτλο, λοξοδρομεί και κατευθύνεται όπου ακούγεται τρεχούμενο νερό: «Φτάνοντας και λάθος να δω ότι έκανα και τα νερά να μην τρέχουν, ούτε σταγόνα, δεν έχει σημασία. Εγώ πάντως το μικρό σταμνάκι μου πρόφτασα καθ΄ οδόν να το γεμίσω με τον ήχο της αναβλύζουσας νοερότητας».

Για τον τίτλο της ομιλίας αναφέρει ότι προκύπτει από την αδυναμία της να επικεντρωθεί σε ένα θέμα, καθώς προτιμά τις πλαγιοδρομήσεις. Ως αφετηρία της ομιλίας της χρησιμοποίησε «μερικές ευαισθησίες, ταλαιπωρημένες από τα ταξίδια τους σε μακρινά ενδεχόμενα και κοντινές επαληθεύσεις. Τις βρήκα σ΄ ένα ημερολόγιο που κρατούσε ο φόβος, γραμμένες ανάκατα, έξω από την αράδα τους πεσμένες, άλλη μπρούμυτα, άλλη ανάσκελα, σα να τις έγραφε το χέρι μιας μεγάλης φουρτούνας».

Η Κική Δημουλά αναφέρει στην ομιλία της ετερόκλητους χαρακτήρες και δημιουργούς: ξεκινά από τον Δαρείο του Καβάφη, για να αναζητήσει τη Σταχτοπούτα (με την οποία παρομοιάζει τη γλώσσα) και την κακιά μητριά (τη σιωπή). Λίγο πιο κάτω θα επιβιβαστεί στην Κιβωτό του Νώε (που μπάζει από την πίσω πόρτα το «σκυλολόι της σκληρότητας»), συναντά τον Νερούδα, διασταυρώνεται με τον Άθω Δημουλά, τον Σαίξπηρ, τον Τσέχοφ. Στις τελευταίες σελίδες περιγράφει έναν κινέζο πλανόδιο πωλητή, που μπαίνει σε μια «όχι κοσμική ταβέρνα», «με το κινητό εμπόρευμά του έκθετο πάνω σ΄ ένα ξύλινο τελάρο κρεμασμένο με λουρί από το λαιμό του».

Διαλέγει να αγοράσει: «Εμένα μου γυάλισαν κάτι κοκκινόχρωμα ευτελή πουλάκια γύψινα». Αγοράζει τρία για να είναι βέβαιη ότι θα ακουστεί το κελάηδισμα- ώστε τις νότες «να μην τις πάρει ο σφοδρός άνεμος της νοερότητας». Όταν υπάρχει κελάισμα, υπάρχει η επιθυμία ακροατηρίου: «Γι΄ αυτό το ακροατήριο μαθαίνουμε να ψευτοτραγουδάμε ή να βουβαινόμαστε, βυθιζόμενοι αργά αργά στην άπατη λέξη: βοήθεια… βοήθεια…που ξελαρυγγιαζόμαστε να ζητάμε». Είναι δύσκολο και μάλλον άχαρο να μιλάει κάποιος για το έργο του.

Η Δημουλά διαφεύγει γιατί, ενώ φαινομενικά αναφέρεται στην περιπέτεια της σύνταξης ενός ποιήματος, διατρέχοντας ζητήματα δυνητικά βαρετά (η γλώσσα, το θέμα, ο αναγνώστης), ουσιαστικά κάνει το δικό της. Γράφει ένα εκτενές πεζο-ποίημα για όλα αυτά, εξαιρετικά ευχάριστο και πολύ διαφωτιστικό.

ΤΗΕ CALLER