ΜΜΕ: Μια συνεχής κατρακύλα…

Του Γιάννη Παντελάκη

Στην τελευταία έρευνα που αφορά στην ελευθερία του Τύπου διεθνώς, η χώρα μας κατρακύλησε στην 108η θέση σε σύνολο 180 χωρών. Οι πιθανότητες να πάει πιο κάτω δεν είναι καθόλου μικρές…

Στις 22 Αυγούστου της περασμένης χρονιάς συνέβη κάτι εντυπωσιακό. Και τρομακτικό συνάμα. Τα ξημερώματα εκείνης της ημέρας εκατοντάδες ασθενείς από το νοσοκομείο της Αλεξανδρούπολης μεταφερόντουσαν με κάθε τρόπο σε ένα πλοίο γιατί οι φλόγες πλησίαζαν το κτίριο του νοσοκομείου, οι κάτοικοι της πόλης πανικόβλητοι έτρεχαν να σωθούν για να προστατεύσουν τις ζωές τους και τις περιουσίες τους ενώ τις ίδιες ώρες αντίστοιχες εικόνες υπήρχαν σε δεκάδες ακόμα περιοχές της χώρας. Ροδόπη, Εύβοια, Κύθνος, Δίστομο, Καβάλα, Βοιωτία, σχεδόν η μισή χώρα καιγόταν, άνθρωποι έχαναν τις ζωές τους και τους καρπούς πολύχρονων κόπων τους. Η μισή χώρα βρισκόταν μέσα στις φλόγες.

Εκείνο το κολασμένο βράδυ του Αυγούστου εκατομμύρια Έλληνες πολίτες αλλά και ξένοι επισκέπτες, αναζητούσαν δικαιολογημένα με αγωνία πληροφόρηση, ήθελαν να μάθουν τι συμβαίνει στη χώρα, ποιες περιοχές βρίσκονται σε κίνδυνο, αν κάποιοι δικοί τους άνθρωποι δοκιμάζονται από τις πρωτόγνωρες πυρκαγιές, αν υπάρχουν νεκροί, ποια είναι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί. Άνοιγαν τις τηλεοράσεις τους, τα πολλά (περισσότερα από κάθε άλλη χώρα αναλογικά με τον πληθυσμό) κανάλια για να μάθουν τι συμβαίνει. Και δεν συνέβαινε απολύτως τίποτα. Αμέριμνοι, οι τηλεοπτικοί σταθμοί μετέδιδαν βαρετές εκπομπές σε επανάληψη, πολυκαιρισμένες ταινίες και παλιές σειρές. Κάποιος που δεν γνώριζε τι συμβαίνει στη χώρα θα είχε την βεβαιότητα ότι δεν συμβαίνει κάτι ιδιαίτερο. Έμοιαζε με ένα συνηθισμένο βράδυ.

Η εικόνα αυτή αντικατοπτρίζει το μεγάλο πρόβλημα των Ελληνικών Μέσων Ενημέρωσης, για την ακρίβεια μια μεγάλη πτυχή των Μέσων. Οι τηλεοράσεις-δημόσια και ιδιωτικές-εξακολουθούν να αποτελούν μια βασική πηγή πληροφόρησης. Και η αλήθεια είναι ότι δεν το κάνουν συχνά με τον τρόπο που πρέπει. Το συγκεκριμένο παράδειγμα συμπεριφοράς των τηλεοπτικών σταθμών είναι προφανώς ακραίο αλλά δεν είναι σπάνια ανάλογα φαινόμενα. Δεν είναι άγνωστη η μονομέρειά τους, ούτε η στήριξη συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων.

Η συμπεριφορά αυτή δεν συνδέεται μόνο με την βούληση των ιδιοκτητών τους να μην προβάλουν γεγονότα που είναι αρνητικά για την κυβέρνηση με την οποία διατηρούν άριστες σχέσεις (κάτι που είναι αμοιβαίο), είναι γενικότερα η αντίληψή τους ότι η δημοσιογραφία που παράγουν δεν είναι απαραίτητο να καταγράφει όσα θέματα χρειάζονται έρευνα, αποστολές και άλλα τέτοια ζητήματα που απαιτούν αφενός επιπλέον χρήματα, αφετέρου και κυρίως ανεξαρτησία.

Στα περίπτερα εξακολουθούν κάθε ημέρα να κρέμονται δεκάδες εφημερίδες. Και αυτές είναι περισσότερες αναλογικά με τον πληθυσμό της χώρας. Αυτές δεν μπαίνουν όμως στα σπίτια παρά ελάχιστων ανθρώπων. Συνολικά οι εφημερίδες δεν πουλάνε περισσότερα από 50.000 φύλλα καθημερινά. Οι εποχές που οι κυκλοφορίες ήταν της τάξεως του 1 και 1.5 εκατομμυρίων φύλλων καθημερινά δεν είναι ιδιαίτερα μακρινές. Το πρόβλημα της καθίζησης των κυκλοφοριών είναι πολυπαραγοντικό. Ένα καλό ερώτημα όμως είναι πώς τόσες πολλές εφημερίδες με τόσο χαμηλές κυκλοφορίες επιβιώνουν. Η απάντηση είναι προφανής και από την απάντηση αυτή κατανοεί κάποιος ένα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα των ΜΜΕ.

Η τρίτη πηγή πληροφόρησης (εκτός από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς από τους οποίους λίγοι παραμένουν ενημερωτικοί) είναι το διαδίκτυο. Εκεί ταιριάζει η λέξη ‘’ζούγκλα’’, είναι ακριβής. Εκατοντάδες ιστοσελίδες ισχυρίζονται ότι παρέχουν πληροφόρηση, λίγες από αυτές το κάνουν τηρώντας στοιχειώδεις κανόνες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Παράλληλα, μεγάλοι ιδιοκτήτες καναλιών, εφημερίδων, ραδιοφωνικών σταθμών έχουν εισβάλει και στον χώρο αυτό και διαθέτουν και ιστοσελίδες μεγάλης επισκεψιμότητας. Και αυτό το θέμα, της συγκέντρωσης δηλαδή πολλών ΜΜΕ στα χέρια λίγων και οικονομικά ισχυρών αποφεύγουμε να το βάζουμε στον δημόσιο διάλογο. Έτσι, η Ελληνική δημοσιογραφία για να διασώσει ό,τι απομένει από την χαμένη τιμή της, επαφίεται σε ανεξάρτητες ιστοσελίδες, σε συλλογικές προσπάθειες θαρραλέων δημοσιογράφων και σε όσους προσπαθούν από τα μεγάλα κατά βάση ελεγχόμενα συστημικά ΜΜΕ να κάνουν με αξιοπρέπεια και συχνά με ηρωισμό την δουλειά τους.

Οι πολίτες, απογοητευμένοι από αυτή την εικόνα και έχοντας υπόψη τους ότι η χώρα μας κατρακυλά συνεχώς διεθνώς σε ότι αφορά την ελευθερία των ΜΜΕ, στρέφονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί αναζητούν πληροφορίες. Σύμφωνα με τις έρευνες η πλειονότητα των πολιτών στη χώρα μας χρησιμοποιεί τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ως πηγές πληροφόρησης. Αυτό δεν συμβαίνει σε καμία άλλη χώρα της Δύσης. Πρόκειται για ένα μεγάλο λάθος. Μπορεί συχνά να μαθαίνουν (ή να έχουν την εντύπωση ότι μαθαίνουν) γεγονότα που δεν βρίσκουν σε άλλες πηγές, αλλά συνήθως πέφτουν θύματα παραπληροφόρησης. Τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν τον μεγαλύτερο φορέα διακίνησης fake news διεθνώς.

Σε άλλες χώρες μεγάλα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης διαθέτουν ειδικά τμήματα με ικανούς δημοσιογράφους οι οποίοι αναζητούν την αλήθεια όσων διακινούνται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Στα δικά μας μέσα κάτι τέτοιο είναι σχεδόν άγνωστο.

Στην τελευταία έρευνα που αφορά στην ελευθερία του Τύπου διεθνώς, η χώρα μας κατρακύλησε στην 108η θέση σε σύνολο 180 χωρών. Οι πιθανότητες να πάει πιο κάτω δεν είναι καθόλου μικρές…

(Ο Γιάννης Παντελάκης είναι δημοσιογράφος- συγγραφέας)

AΠΟ ΤΟ DNEWS