Μνήμη Αριστόβουλου Μάνεση

Του Γιώργου Σωτηρέλη

Συμπληρώθηκαν ήδη 100 χρόνια από την γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση και 20 χρόνια από τον θάνατό του. Ωστόσο, όσο περνάει ο καιρός τόσο ενισχύεται η πεποίθησή μου ότι ο Αριστόβουλος Μάνεσης ανήκει στις σπάνιες εκείνες περιπτώσεις για τις οποίες δεν ισχύει το «ουδείς αναντικατάστατος». Και τούτο διότι σφράγισε, τόσο με την ζωή του όσο και με το έργο του, μια ολόκληρη εποχή. Θα προσπαθήσω να αιτιολογήσω αυτήν την θέση, εστιάζοντας ιδίως σε εκείνα τα σημεία, που μας βοηθούν να κατανοήσουμε τόσο την προσωπικότητα όσο και το έργο του.

Α. Ξεκινώ από το γενικότερο κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε, όχι μόνον ως επιστήμονας αλλά και ως διανοούμενος. Αναφέρομαι στο περιβάλλον της μεταπολεμικής περιόδου, η οποία δυστυχώς καθόρισε αρνητικά την πορεία της χώρας μας. Ενώ στην (δυτική) Ευρώπη πνέει εκείνη την εποχή αέρας αισιοδοξίας, καθώς ο δημοκρατικός συνταγματισμός θριαμβεύει, στην Ελλάδα επικρατεί πλήρως η διχαστική ιδεολογία και ο ανελέητος εκδικητισμός των νικητών του εμφυλίου. Το αποτέλεσμα ήταν να ψηφισθεί, μόλις το 1952, ένα Σύνταγμα απαρχαιωμένο, με εγγενώς υπονομευμένα (λόγω του «παρασυντάγματος») τα ατομικά δικαιώματα, με εικονικά εν πολλοίς –λόγω βίας, νοθείας και μεθοδευμένων εκλογικών συστημάτων– πολιτικά δικαιώματα αλλά και χωρίς ίχνος κοινωνικών δικαιωμάτων και ρητρών κοινωνικής προστασίας (σε πλήρη αντίθεση με όλα τα άλλα δυτικοευρωπαϊκά Συντάγματα). Σε αυτό το ζοφερό κλίμα της μετεμφυλιακής υστερίας και της «καχεκτικής δημοκρατίας», στο οποίο κυριαρχούσε, σαν όαση νηφαλιότητας, αντίστασης αλλά και εθνικής συμφιλίωσης, η φωτεινή μορφή του Αλέξανδρου Σβώλου, θα κάνει τα πρώτα του επιστημονικά βήματα ο Αριστόβουλος Μάνεσης, προτάσσοντας εύλογα, παντός άλλου, την εγγυητική λειτουργία του Συντάγματος και αφιερώνοντας μόνο περιορισμένες ή/και υπαινικτικές σκέψεις για άλλα θεωρητικά θέματα, που είναι φανερό ότι τον απασχολούν ιδιαίτερα. Η επιλογή του αυτή καθίσταται πρόδηλη ευθύς εξ αρχής, με την διατριβή του, με τίτλο «Περί αναγκαστικών νόμων. Αι εξαιρετικαί νομοθετικαί αρμοδιότητες της εκτελεστικής εξουσίας», που εκδόθηκε το 1953. Στην συνέχεια δε αποτυπώνεται πλήρως –όχι μόνο στην θεματική αλλά και στον τίτλο– στο εμβληματικό έργο του «Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος» (που ξεκίνησε το 1956 και ολοκληρώθηκε το 1965). Επαναλαμβάνεται δε –με κάποιες αποχρώσεις– στο επίσης εμβληματικό εναρκτήριο μάθημά του στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, το 1962, με τίτλο: «Το Συνταγματικόν Δίκαιον ως τεχνική της πολιτικής ελευθερίας», καθώς επίσης και στις ειδικότερες μελέτες του αλλά και στο διδακτικό του εγχειρίδιο, το 1967.

Δυστυχώς οι πολιτικές εξελίξεις έδειξαν ότι τελικά οι εγγυήσεις του Συντάγματος δεν αποδείχθηκαν επαρκείς. Αφού μεσολάβησε η σύντομη «χαμένη άνοιξη» του 1964-1965, στην οποία ο Μάνεσης πρωταγωνίστησε υπερασπιζόμενος δημόσια –απέναντι στον μονάρχη– τον κοινοβουλευτικό και σε τελευταία ανάλυση τον δημοκρατικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, η «καχεκτική δημοκρατία» βρέθηκε στην δίνη της «αποστασίας» και τελικά έδωσε την θέση της στην στυγνή δικτατορία των συνταγματαρχών. Τουλάχιστον ο Μάνεσης πρόλαβε, με το περίφημο «Τελευταίο Μάθημα», να αποχαιρετήσει διά ζώσης τους φοιτητές του, σε αντίθεση με τον Σβώλο, που είχε αναγκασθεί να στείλει αποχαιρετιστήρια επιστολή… Ακολούθησε η εκτόπιση, έως ότου η χούντα υπέκυψε στις διεθνείς πιέσεις και του επέτρεψε να φύγει για να διδάξει στη Γαλλία, από όπου επέστρεψε μόνο μετά την πτώση της.

Β. Στην μεταπολίτευση, όπως είναι γνωστό, κυριαρχούσε ένα κλίμα ενθουσιασμού και μεγάλων προσδοκιών, καθώς η χώρα άρχισε να αντιστοιχείται ξανά –με καθυστέρηση τριάντα χρόνων– με τις συνταγματικές εξελίξεις των άλλων (δυτικο)ευρωπαϊκών χωρών, που είχαν ήδη σηματοδοτήσει, από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, την ολοκληρωμένη επικράτηση του δημοκρατικού συνταγματισμού. Τις βασικές λοιπόν αρχές αυτού του συνταγματισμού, και μάλιστα στην πιο προωθημένη εκδοχή τους, έρχεται πλέον να εκφράσει ο Αριστόβουλος Μάνεσης κατά την διάρκεια της συζήτησης για το Σύνταγμα του 1975. Εν πρώτοις, πρωτοστάτησε στην διατύπωση ρηξικέλευθων προτάσεων «για ένα δημοκρατικό Σύνταγμα» από Ομάδα Επιστημόνων. Επιπλέον, δε, άσκησε δριμεία νομικοπολιτική κριτική στην υστερόβουλη και μεθοδευμένη –από τον τότε πρωθυπουργό Κ. Καραμανλή– υπερενίσχυση του ρόλου του Προέδρου της Δημοκρατίας, με το μαχητικό έργο του «Η νομικοπολιτική θέση του Προέδρου της Δημοκρατίας κατά το κυβερνητικό σχέδιο Συντάγματος» (1975). Παρότι δε και στις παρεμβάσεις αυτές ο εγγυητισμός παραμένει σημαντική παράμετρος των παρεμβάσεών του, είναι φανερό ότι ο Μάνεσης αισθάνεται απελευθερωμένος πλέον ως προς το να προβεί σε ευρύτερες νομικοπολιτικές προσεγγίσεις, οι οποίες αρχικά αποτυπώνονται ιδίως στα δύο διδακτικά του εγχειρίδια (τις Ατομικές Ελευθερίες, το 1979, και το Συνταγματικό Δίκαιο, το 1980). Ο εγγυητισμός, πάντως, επανεμφανίζεται έντονος με την διεισδυτική κριτική που ασκεί ο Μάνεσης στην επίσης υστερόβουλη και μεθοδευμένη –αυτή την φορά από τον Ανδρέα Παπανδρέου– αναθεώρηση του 1986, με το έργο του «Η συνταγματική αναθεώρηση του 1986. Μια κριτική αποτίμηση της νομικοπολιτικής σημαίας της». Παράλληλα όμως αναπτύσσει και έναν ευρύτερο προβληματισμό, με αποκορύφωμα τα τελευταία διορατικά –σχεδόν προφητικά, θα έλεγα– έργα του, δηλαδή την βαθυστόχαστη ομιλία «Το Σύνταγμα στο κατώφλι του 21ου αιώνα», που εκφώνησε για την επίσημη υποδοχή στην Ακαδημία Αθηνών, το 1993, και το κύκνειο άσμα του «Όψεις και αντιμετώπιση του Ρατσισμού», που δημοσιεύθηκε λόγο πριν από τον θάνατό του, το 2000.

Γ. Όπως προαναφέρθηκε, αλλά και όπως προκύπτει ήδη, σε ένα πρώτο επίπεδο, από την σύντομη περιδιάβαση που προηγήθηκε, το έργο του Μάνεση έχει τρεις βασικές σταθερές:

α. Η πρώτη σταθερά είναι, αναμφίβολα, η βαθύτατη πεποίθησή του για την σημασία και την αξία του δημοκρατικού πολιτεύματος, ως ιστορικής κατάκτησης που άλλαξε την εικόνα του σύγχρονου κόσμου. Ο νεαρός Μάνεσης γοητεύεται από την ακτινοβολία της προσωπικότητας του Σβώλου και υιοθετεί ανεπιφύλακτα την δική του εκλεκτικιστική, αδογμάτιστη και ολόπλευρη προσέγγιση της Δημοκρατίας. Ως εκ τούτου θα εστιάσει, ευθύς εξ αρχής, στην ανάδειξη της εγγυητικής λειτουργίας του Συντάγματος, όχι ως αυτοσκοπού αλλά ως προϋπόθεσης τόσο για την ουσιαστική κατοχύρωση όσο και για την επιβίωση της πολιτικής δημοκρατίας.
Αυτός ο εγγυητισμός, ο οποίος αποδείχθηκε εν τέλει, εκ των πραγμάτων, η πρώτη μεγάλη θεωρητική του προτεραιότητα, έχει δύο βασικούς άξονες: πρώτον, την αναζήτηση ασφαλιστικών δικλείδων για την θωράκιση των δημοκρατικών αντιπροσωπευτικών θεσμών και των ατομικών δικαιωμάτων, έναντι κάθε εξουσιαστικής επιβολής ή υπονόμευσης, και δεύτερον την προβληματική των «θεσμικών αντιβάρων», προκειμένου να αποτραπούν οι όποιες αυταρχικές παρεκτροπές σε βάρος των πάσης φύσεως «μειοψηφιών» ή/και μειονοτήτων. Πρόκειται λοιπόν για έναν πλήρως επεξεργασμένο εγγυητισμό, ο οποίος ταυτίζεται με μια συγκεκριμένη θεώρηση για το Συνταγματικό Δίκαιο ως «τεχνική της πολιτικής ελευθερίας» αλλά και συνδέεται με προωθημένες απόψεις για έναν προσεκτικό και λελογισμένο εμπλουτισμό της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με θεσμούς άμεσης δημοκρατικής συμμετοχής.
Πρέπει να παρατηρηθεί, μάλιστα, ότι το έργο του Μάνεση έχει μια σαφώς αντιεξουσιαστική χροιά, η οποία εξακολουθεί να το χαρακτηρίζει ακόμη και μετά την πτώση της χούντας, παρότι επικράτησαν, κατά τα προεκτεθέντα, νέα πολιτικά δεδομένα. Με άλλα λόγια, όπως είχα την ευκαιρία να επισημάνω σε παλαιότερη ομιλία μου σε Συμπόσιο προς τιμήν του, «Αν κάτι χαρακτηρίζει συνολικά και διαχρονικά τον Αριστόβουλο Μάνεση, αυτό είναι ο αδιάκοπος, έντονος και θαρραλέος αντίλογός του απέναντι στον λόγο της εξουσίας».

β. Η δεύτερη σταθερά του Μάνεση δεν αφορά πλέον την άμυνα αλλά την ουσιαστική (μέσω της εισαγωγής του «κοινωνικού στοιχείου») ολοκλήρωση της πολιτικής δημοκρατίας. Αποκρυσταλλώνεται δε στο πρόταγμα της «κοινωνικής δημοκρατίας», ως διαλεκτικής υπέρβασης της πολιτικής δημοκρατίας, στο πλαίσιο μιας ρηξικέλευθης θεώρησης τον για ολόπλευρο δημοκρατικό μετασχηματισμό του κράτους και της κοινωνίας.
Η πρώτη φορά που ο Μάνεσης θα μιλήσει ανοιχτά είναι στο πολιτικοεπιστημονικό μνημόσυνο του Σβώλου, το 1966, όπου και θα αναπτύξει με σαφήνεια και πληρότητα την θέση που θα επαναλάβει πολλές φορές έκτοτε, παραφράζοντας το Ευαγγέλιο: ότι η «κοινωνική δημοκρατία», «δεν έρχεται καταλύσαι αλλά πληρώσαι» την πολιτική δημοκρατία.
Στην μεταπολίτευση ο Μάνεσης θα εμπλουτίσει τις θέσεις του Σβώλου περί «κοινωνικής δημοκρατίας», με βάση τα νέα κοινωνικοπολιτικά δεδομένα και τις πλούσιες ιδεολογικές αναζητήσεις της δεκαετίας του ’60 (με προεξάρχουσες, για τον ίδιο, αυτές του Νίκου Πουλαντζά). Υπό αυτό το πρίσμα, στις δικές του πλέον πολιτειολογικές προσεγγίσεις και ιδίως στο έργο «Η εξέλιξη των πολιτικών θεσμών στην Ελλάδα», θα εμμείνει μεν στην ανάγκη ριζοσπαστικών θεσμικών μετασχηματισμών προς την κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης, εμπλουτίζοντάς τες όμως με ιδέες του Μάη του 68, ως προς τον ρόλο των κοινωνικών κινημάτων και την ανάγκη αυτοδιαχειριστικών προσανατολισμών. Αξίζει δε γενικότερα να επισημάνουμε ότι μια προσεκτική ματιά στο έργο του Μάνεση δείχνει ότι η θέση του για την «κοινωνική δημοκρατία» υπερακοντίζει κατά πολύ τα σημερινά «κοινωνικά κεκτημένα» της σοσιαλδημοκρατίας, καθώς συνδέεται με σαφώς ριζοσπαστικότερες θέσεις ως προς την έκταση και το βάθος των προτεινόμενων κοινωνικών και πολιτικών μετασχηματισμών, στην κατεύθυνση της καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων.

γ. Υπάρχει όμως και μια τρίτη σταθερά, η οποία δεν αφορά πλέον τις θεωρητικές αλλά τις μεθοδολογικές προσεγγίσεις του. Στο σημείο αυτό μια προσεκτική –και αποστασιοποιημένη από υποκειμενισμούς– ματιά δεν αφήνει νομίζω καμία αμφιβολία ότι ο Μάνεσης ανήκει, επί της αρχής, στην σχολή του νομικού θετικισμού. Ωστόσο, στο σημείο αυτό πρέπει να γίνουν κάποιες απαραίτητες διευκρινίσεις:
Εν πρώτοις ο θετικισμός του τελεί υπό έναν απαρέγκλιτο όρο: δεν αφορά οποιοδήποτε Σύνταγμα αλλά μόνο ένα Σύνταγμα με δημοκρατική νομιμοποίηση και δημοκρατικό περιεχόμενο, δηλαδή, με άλλα λόγια, το Σύνταγμα ενός δημοκρατικού κράτους. Ως εκ τούτου, η ερμηνεία οποιουδήποτε άλλου κειμένου, που δεν πληροί τις προϋποθέσεις ενός δημοκρατικού Συντάγματος, απλώς δεν νοείται. Έτσι εξουδετερώνεται εξ υπαρχής –και εξ ορισμού– ένα από τα βασικότερα μειονεκτήματα του παραδοσιακού και νομικοπολιτικά στεγανοποιημένου θετικισμού.
Κατά δεύτερον, και κατ’επέκτασιν, ο θετικισμός του δεν σημαίνει μια τυποκρατική και αποστειρωμένη από τις κοινωνικές επιδράσεις ερμηνεία. Αντίθετα ο Μάνεσης εντάσσει τις ερμηνευτικές του προσεγγίσεις στο πλαίσιο μιας ευρύτερης «κριτικής-διαλεκτικής» μεθόδου, το κύριο χαρακτηριστικό της οποίας είναι ο θεωρητικός εκλεκτικισμός και οι πλούσιες αναγωγές στην κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα.
Ωστόσο στο σημείο αυτό απαιτείται μια σημαντική επισήμανση, προς αποφυγήν παρανοήσεων. Αυτές οι –εξωνομικές– αναγωγές, ιστορικής, κοινωνιολογικής, πολιτειολογικής ή ακόμη και πολιτικής φύσεως, δεν χρησιμοποιούνται σαν συστατικά στοιχεία της ερμηνείας. Οι περισσότερες από αυτές χρησιμοποιούνται απλώς σαν προλεγόμενα, που αξιοποιούνται ιδίως για να φωτίσουν ολόπλευρα τις ιστορικές καταβολές και τις κοινωνικοπολιτικές ορίζουσες του Συντάγματος. Ορισμένες όμως διαδραματίζουν και έναν επιπρόσθετο ρόλο: παρέχουν τις δυνατότητες για μια ολοκληρωμένη κριτική αξιολόγηση του συνταγματικού κανόνα, ώστε να μπορέσει ο θεωρητικός του συνταγματικού δικαίου όχι μόνον να τον ερμηνεύσει αλλά και να προτείνει τυχόν πρόσφορη τροποποίησή του, υπό την οπτική γωνία της συνταγματικής πολιτικής.

Με βάση τα ανωτέρω, ο Μάνεσης έχει κάνει πλουσιότατες θεωρητικά αναλύσεις και εμβριθείς παρατηρήσεις για τις ιστορικές καταβολές την δομή, την οργάνωση και την λειτουργία του σύγχρονου ελληνικού κράτους, για τις σχέσεις κράτους και κοινωνίας, για τις παθογένειες της πολιτικής ζωής και γενικότερα για οτιδήποτε συνδέεται με τον συνταγματικά οργανωμένο πολιτικό και κοινωνικό βίο και με τις συγκρούσεις που διεξάγονται στο εσωτερικό τους. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι θεωρείται από τους πλέον βαθυστόχαστους διανοουμένους του περασμένου αιώνα. Ωστόσο, όταν καλείται να αποκαλύψει το νόημα μιας συνταγματικής διάταξης, γνωρίζει πολύ καλά, ως επιστήμονας του συνταγματικού δικαίου, να διαχωρίζει την πολιτική άποψη από την νομική τοποθέτηση, η οποία δεν νοείται να υποτάσσεται στην λογική του όπερ έδει δείξαι.

Παρότι λοιπόν αναπτύσσει έντονα αμφισβητησιακούς κοινωνικοπολιτικούς προβληματισμούς, με κοινό παρονομαστή την ουσιαστική διεύρυνση της Δημοκρατίας, το πρώτο του μέλημα, διαχρονικά, είναι να μην πληγεί η πεμπτουσία του Συντάγματος, που δεν είναι άλλη από την ασφάλεια δικαίου. Ως εκ τούτου, δεν είναι διόλου συμπτωματικό το ότι, υπό το πρίσμα μιας τέτοιας προσέγγισης, δεν προσχώρησε ποτέ ούτε στον συνταγματικό λαϊκισμό, που αναγορεύει σε κριτήριο συνταγματικότητας το «λαϊκό αίσθημα», ούτε στον συνταγματικό ελιτισμό, που αρκείται, απλώς, στην «αυθεντία» του ερμηνευτή.

Κλείνοντας, θα έλεγα ότι ο Αριστόβουλος Μάνεσης συνδύασε, με τρόπο υποδειγματικό την ανθρωπιά, το δημοκρατικό ήθος, την επιστημοσύνη και την στάση ζωής. Ίσως όμως το μεγαλύτερο προσόν του, αυτό που τον έκανε τόσο ξεχωριστό, ήταν η απαρέγκλιτη συνέπεια λόγων και έργων. Το ότι δηλαδή δεν υπήρξε ποτέ στον βίο του «δάσκαλος που δίδασκε…».

* Το κείμενο αυτό είναι επεξεργασμένη μορφή της ομιλίας που εκφώνησε ο γράφων, ως πρόεδρος του Ομίλου «Αριστόβουλος Μάνεσης», σε τιμητική εκδήλωση που οργάνωσε στις 20.6.2022 η Ένωση Κεφαλλήνων και Ιθακησίων Κηφισιάς και Βορείων Προαστίων, υπό την αιγίδα του Δήμου Κηφισιάς, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 100 ετών από τη γέννηση του Αριστόβουλου Μάνεση. Δημοσιεύθηκε στο News 24/7, 27.6.2022 και στο Constitutionalism.gr, 29.6.2022.