“Νεοφιλελεύθερη και οπισθοδρομική η νέα Δεξιά συμμαχία”

Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου

Η διάκριση Δεξιά – Αριστερά, αν και γεωγραφικός προσδιορισμός, ανέκαθεν είχε σαφή πολιτική αναφορά, καθώς παραπέμπει στη διαχωριστική γραμμή μεταξύ συντήρησης και προόδου. Η Δεξιά εξέφρασε διαχρονικά την προσπάθεια της εκάστοτε άρχουσας οικονομικής και κοινωνικής τάξης να διατηρήσει την ισορροπία των δυνάμεων (status quo), με σκοπό να συνεχίσει η ίδια ομάδα να ελέγχει, να εξουσιάζει και να πλουτίζει.

Η Αριστερά από την άλλη, αναπτύχθηκε ως αντίπαλο δέος στην προσπάθεια της άρχουσας τάξης για διατήρηση της κυριαρχίας της και γι’ αυτό εξέφρασε πάντοτε τις απελευθερωτικές και δημιουργικές δυνάμεις των λαϊκών στρωμάτων και των μη προνομιούχων κοινωνικών δυνάμεων, που συμπιέζονταν οικονομικά και καταπιέζονταν κοινωνικά από τους δεξιούς εκφραστές της συντήρησης.

Το τρίπτυχο σύνθημα του Ανδρέα Παπανδρέου «Εθνική ανεξαρτησία, λαϊκή κυριαρχία, κοινωνική απελευθέρωση» συμπύκνωσε και εξέφρασε όσο τίποτε άλλο τον αγώνα των μη προνομιούχων Ελλήνων απέναντι στον ασφυκτικό έλεγχο που ασκούσαν στον εθνικό πλούτο, τις κοινωνικές δομές και τους θεσμούς της χώρας οι ξένοι και εγχώριοι εκπρόσωποι του κεφαλαίου και της τότε άρχουσας τάξης. Με την έννοια αυτή της διαπάλης ανάμεσα στη συντήρηση και την πρόοδο, το σύνθημα αυτό οριοθέτησε με σαφήνεια, για πολλές δεκαετίες, τη διάκριση μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς. Με την Δεξιά να επιδιώκει τη διατήρηση και ενίσχυση των ξένων και εγχώριων συμφερόντων που λυμαίνονταν τον δημόσιο πλούτο και καταπίεζαν τα λαϊκά στρώματα και την Αριστερά από την άλλη να δίνει αγώνα να ανατρέψει την τότε ισορροπία των δυνάμεων υπέρ των περιθωριοποιημένων κοινωνικών στρωμάτων και των δυνάμεων της παραγωγής και της εργασίας.

Από την εποχή του Ανδρέα Παπανδρέου μέχρι σήμερα όμως, τίποτε δεν είναι το ίδιο.

Η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, με την «ελευθερία» στη μετακίνηση κεφαλαίου, προϊόντων και εργατικών χεριών, δημιούργησε μια νέα παγκόσμια πλέον αγορά και επέβαλε νέες και πρωτόγνωρες σε ένταση και σκληρότητα συνθήκες ανταγωνισμού, εισάγοντας ένα νέο, νεοφιλελεύθερο όπως ονομάστηκε, μοντέλο επιθετικής ανάπτυξης και εγκαθιστώντας μια νέα, παγκοσμιοποιημένη και μη ελεγχόμενη δημοκρατικά άρχουσα τάξη η οποία συγκέντρωσε στα χέρια της τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πλούτου.

Ο υπέρμετρος δανεισμός όσων δεν άντεξαν τον φρενήρη διεθνή ανταγωνισμό που επιβλήθηκε και η οικονομική κρίση που ακολούθησε, καθώς και η παγκόσμια κυριαρχία μιας νέας μορφής κεφαλαίου, του χρηματιστηριακού, ήταν οι κύριες οικονομικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης.

Η μεγάλη διεύρυνση των ανισοτήτων από την άλλη, με τον μισό παγκόσμιο πλούτο να συγκεντρώνεται στα χέρια μιας νέας πλουτοκρατίας που δεν ξεπερνά το 1% του παγκόσμιου πληθυσμού, την ώρα που η συντριπτική πλειοψηφία του 90% του πληθυσμού έχει να μοιραστεί για να ζήσει μόλις το 13% του παγκόσμιου πλούτου, είναι τα βασικά κοινωνικά χαρακτηριστικά της νέας τάξης πραγμάτων.

Επιπλέον των οικονομικών και κοινωνικών συνεπειών τέλος, αν και όχι τελευταίες, οι περιβαλλοντικές συνέπειες της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, με την κλιματική αλλαγή και την εξάντληση και υποβάθμιση του φυσικού πλούτου και των φυσικών και ενεργειακών αποθεμάτων που διαχρονικά στηρίζουν την οικονομική και την κοινωνική ανάπτυξη, συμπληρώνουν την εικόνα των αλλαγών που επέφερε η νέα, νεοφιλελεύθερη και παγκοσμιοποιημένη τάξη πραγμάτων.

Μοιραία λοιπόν και η συντήρηση στη σημερινή εποχή της παγκοσμιοποίησης έχει και αυτή με τη σειρά της παγκοσμιοποιηθεί, με την έννοια ότι η προσπάθεια διατήρησης της ισορροπίας των δυνάμεων πλέον σήμερα διεξάγεται στο επίπεδο της συντήρησης και ενίσχυσης του νεοφιλελεύθερου μοντέλου ανάπτυξης και των δομών που αυτό έχει επιβάλει. Το παράδειγμα της συνεργασίας ΔΝΤ – Ευρωπαϊκών οικονομικών και τραπεζιτικών συμφερόντων για τον έλεγχο, αν όχι και την κυριαρχία στις οικονομίες των φτωχότερων χωρών του Ευρωπαϊκού νότου, με τη βίαιη, μέσω μνημονίων, νεοφιλελεύθερη μεταρρύθμιση των οικονομιών τους προς όφελος των συμφερόντων που οι διεθνείς και Ευρωπαϊκοί οικονομικοί παράγοντες εκπροσωπούν, είναι χαρακτηριστικό για τη νέα τάξη πραγμάτων.

Η σημερινή πολιτική και κοινωνική σύγκρουση και διαπάλη λοιπόν δεν γίνεται και δεν μπορεί να γίνεται στον άξονα Δεξιάς – Αριστεράς με όρους παρελθόντος. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει, όπως κάποιοι βιάζονται να συμπεράνουν, ότι ο διαχωρισμός έπαψε να ισχύει. Απλώς η Δεξιά σήμερα, δηλαδή οι δυνάμεις της συντήρησης, εκπροσωπούν τα συμφέροντα του κυρίαρχου πλέον οικονομικού νεοφιλελευθερισμού, ενώ η κοινωνική και πολιτική πρόοδος έρχεται από την πλευρά όσων αγωνίζονται για μια δίκαιη και βιώσιμη ισόρροπη οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική ανάπτυξη.

Η δικαιοσύνη της ανάπτυξης αναφέρεται στη δυνατότητα της πρόσβασης στα αγαθά της όλων των κοινωνικών στρωμάτων και δυνάμεων και όχι μόνο των λίγων που εκπροσωπούν τα μεγάλα παγκοσμιοποιημένα οικονομικά συμφέροντα.

Η βιωσιμότητα αναφέρεται στη διάρκεια της ανάπτυξης, με την έννοια της αποκατάστασης των επιθετικών ρυθμών του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που υπερθέρμαναν τον πλανήτη, άλλαξαν το κλίμα και υποβάθμισαν το φυσικό περιβάλλον, υπονομεύοντας με τον τρόπο αυτόν τη βάση της οικονομικής ανάπτυξης προς όφελος του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου και σε βάρος της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού.

Η ισορροπία τέλος του νέου μοντέλου ανάπτυξης αναφέρεται στην ισότιμη έμφαση στις οικονομικές, τις κοινωνικές και τις περιβαλλοντικές συνιστώσες, με την έννοια της αντιστροφής του μονότονα αγοραίου και έντονα κερδοσκοπικού χαρακτήρα του νεοφιλελεύθερου μοντέλου που επικρατεί σήμερα.

Το γεγονός λοιπόν ότι στη σύγχρονη Δεξιά, όπως αυτή εκπροσωπείται στη χώρα μας από τη συντηρητική παράταξη της ΝΔ και όσους κεντρογενείς διολισθαίνουν προς αυτήν, συμπίπτουν σήμερα αφενός η νεοφιλελεύθερη στροφή στην οικονομική αντίληψη και αφετέρου ο κλασσικός δεξιός πολιτικός λόγος που εναντιώνεται σε κάθε προσπάθεια κοινωνικού εκσυγχρονισμού και ενίσχυσης ατομικών δικαιωμάτων, υποστηρίζοντας αναχρονιστικές έως και σκοταδιστικές αντιλήψεις περί εξωγήινων, όπως συνέβη πρόσφατα στη Βουλή με αφορμή το νομοσχέδιο για την ταυτότητα φύλου, μόνο σύμπτωση δεν είναι…

 

ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΕ- ΜΠΕ