«Νόμος Θεοδωρικάκου»;

Tου Πέτρου Μηλιαράκη*

            Λόγω των εξελίξεων που αφορούν στην αναθεώρηση του Συντάγματος και στα του «εκλογικού Νόμου», ίσως έχουν ενδιαφέρον για το πολιτικό μας σύστημα, τα εξής:      

            Στη μεταπολιτευτική πολιτική ιστορία, και αναφορικώς με το νομοθετικό έργο, ελάχιστοι νόμοι (παρά την αφόρητη πολυνομία) «φέρουν το όνομα» του εμπνευστή του Νομοσχεδίου που τελικώς εγκρίθηκε από τη Βουλή.

            Η συνήθης αναφορά με το όνομα του Νομοθέτη τυπικού κανονιστικού κανόνα οφείλεται στο κύρος του συγκεκριμένου κανόνα και στην τομή του ως προς την πολιτική, κοινωνική και οικονομική ζωή. Έτσι, για παράδειγμα, στην εκφορά του καθημερινού λόγου, ο κανόνας δεν αναφέρεται με τον αριθμό δημοσίευσής του στο οικείο ΦΕΚ, αλλά αναφέρεται, κατά περίσταση, με το όνομα του εισηγητή του Νόμου, π.χ. ως «Νόμος Τρίτση», «Νόμος Πεπονή», «Νόμος Κατσέλη» και προσφάτως (αλλά δεν προβλέπεται να έχει βάθος χρόνου) ακούγεται και ο «Νόμος Κατρούγκαλου».

            Υπό την έννοια αυτή για τον σημερινό Υπουργό Εσωτερικών κ.Τάκη Θεοδωρικάκο, αφορά πρόκληση όχι μόνο νομική, αλλά και ιστορική εάν ο εκλογικός Νόμος που θα εισηγηθεί στη Βουλή θα είναι ένα προσχηματικό Νομοσχέδιο μιας ευκαιριακής διαχείρισης των πολιτικών πραγμάτων ή εάν θα παραμείνει στην ιστορία με το όνομά του. Υπ’ όψιν δε ότι οι προαναφερόμενοι Νόμοι που συνδέθηκαν με συγκεκριμένα ονόματα πολιτικών, δεν θα είχαν ποτέ τυποποιηθεί-θεσπισθεί ως κανόνες δικαίου χωρίς την έγκριση του Αρχηγού της πλειοψηφίας, του Αρχηγού του Κόμματος. Ωστόσο, επικράτησε το όνομα του Υπουργού και όχι του Πρωθυπουργού.

            Επίσης, αρχικώς θα πρέπει να τονισθούν και τα παρακάτω τρία (3) κρίσιμα ζητήματα:

            α) ότι ο μεταπολιτευτικός Συντακτικός Νομοθέτης περιέλαβε για πρώτη φορά στην ελληνική συνταγματική ιστορία ειδική διάταξη για τα πολιτικά κόμματα, τα οποία όμως λόγω και του πρωθυπουργοκεντρικού συστήματος εξελίσσονται σε «αρχηγικά κόμματα», με κυρίως αναφορά στη «δεξιά»

            β) ότι κατά τη συνταγματική τάξη το ανώτατο όργανο της πολιτείας είναι συλλογικό και αφορά στο Εκλογικό Σώμα, όπου ο κάθε πολίτης είναι φορέας του αυτού ποσοστού κυριαρχίας και

            γ) ότι λόγω του ισχύοντος (με αναθεώρηση) συνταγματικού κανόνα, ο εκλογικός νόμος ισχύει για τις μεταπροσεχείς εκλογές, εκτός και εάν λάβει αυξημένη πλειοψηφία των 200 ψήφων.

            Ενταύθα θα πρέπει να επισημειωθεί ότι η επιχειρούμενη συνταγματική αναθεώρηση που αφορά στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρο 54, κρίθηκε αναθεωρητέα από την απελθούσα Βουλή, με σχετική πλειοψηφία. Έτσι, το ακριβές περιεχόμενο της διάταξης θα αποφασισθεί από την παρούσα Αναθεωρητική Βουλή με πλειοψηφία όμως των 180 ψήφων –και άνω, οπότε θα αποφασισθεί εάν ο νέος εκλογικός Νόμος θα αφορά στις αμέσως επόμενες εκλογές ή στις μεθεπόμενες.

  • το εκλογικό σύστημα και η αντιπροσωπευτική δημοκρατία

Ο παρών εκλογικός Νόμος κατ’ ουσίαν αφορά Κοινοβούλιο 250 εδρών. Οι «χαριστικές» 50 επιπλέον έδρες στο πρώτο κόμμα, που κατά τη γνώμη του γράφοντος αφορά «οιονεί Βουλευτές», είναι έμπνευση ενός διπολικού συστήματος το οποίο αφού παραβιάζει τη λαϊκή κυριαρχία στον πυρήνα της, (καθόσον αρνείται ουσιαστικώς την απλή αναλογική), ιδρύει χαριστικώς πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο, έτσι ώστε, πράγματι, να υφίσταται «παθογένεια» του συστήματος της εν Ελλάδι αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας.

            Υπ’ όψιν δε ότι στο σύγχρονο Συνταγματικό Δίκαιο του λεγόμενου δημοκρατικού δυτικού πολιτισμού, τα κράτη (σύμφωνα με όσους παρακολουθούν την γαλλική, αγγλοσαξωνική και αμερικανική βιβλιογραφία) κατατάσσονται αναλόγως του πολιτικού τους συστήματος. Έτσι, γίνεται λόγος ακόμη και για «αυταρχικά καθεστώτα» που «υποδύονται τη δημοκρατία». Η κατάταξη δε των κρατών στο πλαίσιο του δυτικού δημοκρατικού πολιτισμού και της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας δεν έχει σχέση με τη συνταγματική καθιέρωση των κομμάτων ως Θεσμών του πολιτεύματος, αλλά με την ευθέως συναρτώμενη προς το εκλογικό σύστημα διαμόρφωση της πολιτικής πραγματικότητας. 

            Υπό το πρίσμα αυτό η Ελλάδα κατατάσσεται στις χώρες με πολυκομματικό μεν σύστημα, αλλά με διπολική (κυρίως) λειτουργία, εφόσον τα εναλλασσόμενα στην εξουσία κόμματα ή άλλως οι εναλλασσόμενες στην εξουσία «παραδοσιακές παρατάξεις» είναι δύο. Και τούτο γιατί τα μεσολαβήσαντα μικρά διαστήματα πολυκομματικής διακυβέρνησης δεν μπορούν να μεταβάλουν το χαρακτηρισμό αυτό.

(Παρενθετικώς: αντί πολλών παραπέμπω για την εν Ελλάδι βιβλιογραφία στο Συνταγματικό Δίκαιο του Καθηγητή Κώστα Μαυριά (1) –ο οποίος, άλλωστε, είναι και ο επικεφαλής του Επιστημονικού Συμβουλίου της Βουλής,  και ο οποίος σε δύο εκδόσεις αναφέρεται στο σχετικό θέμα).

  • η δημοκρατία και το «δίλημμα Θεοδωρικάκου»

            Συνεπώς προς τα προαναφερόμενα η δημοκρατία μας συναρτάται ευθέως με το εκλογικό σύστημα. Ο διπολικός δε χαρακτήρας του εν Ελλάδι πολιτικού συστήματος οφείλεται παγίως και στην έλλειψη συναινέσεων των πολιτικών κομμάτων –αναφέρομαι πάντοτε στα κόμματα του δημοκρατικού τόξου.

            Το διπολικό δε αυτό χαρακτήρα προσδιορίζουν τρία (3)  δεδομένα: α) το πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, β) η «αξιοποίηση» του εκλογικού Νόμου προς όφελος του διπολικού συστήματος και της εναλλαγής στην εξουσία δύο ευρύτερων παρατάξεων, ήτοι: της λεγόμενης «κεντροαριστεράς» και της λεγόμενης «κεντροδεξιάς» και γ) η έλλειψη (δυστυχώς) εθνικής στρατηγικής.

            Έτσι, το σύστημα αυτό από «τη φύση του»  δεν επέτρεψε ευρύτερες συναινέσεις, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Συνεπώς τίθεται κυρίαρχο ζήτημα, εάν και κατά πόσον, και λόγω των προκλήσεων που αντιμετωπίζει η χώρα, θα υπάρξουν ευρύτερες συναινέσεις μέσω εκλογικού συστήματος που θα εξασφαλίζει πολυκομματικές συνεργασίες. Αυτό θα αφορά πράγματι νέο πολιτικό πολιτισμό.

            Η πρόκληση δε για τον κ.Τάκη Θεοδωρικάκο θα είναι εάν θα εξασφαλίσει ευρύτερη συναίνεση σε εκλογικό σύστημα που κατ’ αρχήν και κατ’ αρχάς θα σέβεται την απλή αναλογική και την εξασφάλιση αρραγούς ενότητας του πολιτικού μας συστήματος σε περίοδο κρίσης.

  • «το ΠΑΣΟΚ είναι εδώ»!

            Ένα άλλο «κεντρικό ζήτημα» είναι και εκείνο που αφορά στον τρόπο της ψηφοφορίας. Σύμφωνα με το Συνταγματικό Δίκαιο άμεση είναι η ψήφος όταν δεν μεσολαβεί άλλη βούληση μεταξύ του εκλογέα και του αποτελέσματος της σκοπούμενης εκλογής. Τούτο αφορά τόσο στον κομματικό φορέα –πολιτικό υποκείμενο, όσο και στο πρόσωπο το οποίο επιδιώκεται δια της ψήφου να συγκροτήσει τη σύνθεση της εθνικής αντιπροσωπείας.

            Επίσης, η μυστικότητα της ψήφου, η οποία κατοχυρώνεται από το Σύνταγμα, αφορά και ως προς την εκλογή των βουλευτών. Οι προαναφερόμενες προϋποθέσεις επιβάλλουν την ελεύθερη βούληση του εκλογέα και ως προς τον φορέα –πολιτικό υποκείμενο και ως προς το πρόσωπο του/της υποψήφιου/ας βουλευτή. Η καθιέρωση προαποφασισμένης σειράς επιλογής, αντιβαίνει τις προαναφερόμενες πρόνοιες.

            Η «λίστα» αφορά ευθέως στο ΠΑΣΟΚ. Όσοι γνωρίζουν το πολιτικό παρασκήνιο της πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου, ειδικότερα της περιόδου 1977-1981, στο τότε ΠΑΣΟΚ εξυφαινόταν μια τάση, ότι: οι εκλογές του 1981 θα ήταν οι τελευταίες εκλογές που θα ελάμβαναν χώρα με σταυρό προτίμησης.

            Η επιλογή αυτή, της λεγόμενης «λίστας» είχε προαποφασιστεί καθόσον είχε εκτιμηθεί ότι η νοοτροπία της δεξιάς παράταξης θα υποστεί πλήγμα ως «εκλογικός μηχανισμός» με την κατάργηση της σταυροδοσίας.

            Στη διαδικασία αυτή ήταν αντίθετος ο Απόστολος Λάζαρης, που ήταν επικεφαλής της «Επιτροπής Ανάλυσης και Προγραμματισμού» για το κυβερνητικό πρόγραμμα, πλην όμως στην Επιτροπή αυτή δεν είχε ανατεθεί η «επεξεργασία» αυτού του «ζητήματος».

            Ωστόσο η «λίστα» καθιερώθηκε. Βεβαίως στη συνέχεια αποδείχθηκε ότι ο «μηχανισμός αυτός» δεν θα μπορούσε να είναι χρήσιμος και για το ίδιο το ΠΑΣΟΚ. Όμως οι αλλεπάλληλες εκλογές του 1989 έθεσαν επί τάπητος και πάλι το ζήτημα της «λίστας» λόγω της οικονομικής επιβάρυνσης των υποψηφίων βουλευτών. Έτσι, επανήλθε  η «λίστα» με την πρόβλεψη ότι θα ισχύει ακόμη και για ενάμιση έτος(!) από τις τελευταίες εκλογές!..

(Παρενθετικώς: η κατάργηση της «λίστας» στις ευρωεκλογές καταργεί την έννοια της ισότητας του πολιτικού προσωπικού, ως προς την αντιμετώπιση των προεκλογικών δαπανών. Και τούτο διότι ο υποψήφιος ευρωβουλευτής μετά την κατάργηση της «λίστας» είναι ταυτοχρόνως εν δυνάμει υποψήφιος για όλες τις εκλογικές περιφέρειες της Επικράτειας.)

  • παρεμπιπτόντως

Αποτελεί μύθο ότι η «λίστα» ενισχύει αποφασιστικώς τον Αρχηγό του κόμματος, αν και μάλλον προβλήματα του δημιουργεί Άλλωστε, ο Αρχηγός δύναται να αποκλείσει από τα ψηφοδέλτια τον/την οιοδήποτε/οιαδήποτε, ενώ η διαδικασία αυτή απωθεί νέο πολιτικό προσωπικό να ενταχθεί στην εκλογική διαδικασία. Κυρίως δε αποθαρρύνει τους νέους με δεξιότητες της μεταμοντέρνας εποχής που διανύουμε, να ενταχθούν σε ψηφοδέλτια προαποφασισμένης εκλογής. Συνεπώς η «λίστα» βάλλει και κατά της επιβαλλόμενης ανανέωσης, ενώ συναρτάται και με την έννοια μιας δημοσιοϋπαλληλικής αντίληψης για το έργο και την αποστολή του βουλευτή. Συνεπώς η «λίστα» δεν είναι εκσυχρονισμός. Και τούτο διότι κινείται ολοταχώς όπισθεν…

            Συνεπώς προς τα προαναφερόμενα, το επόμενο «ζήτημα» που πρέπει να επιλύσει ο κ.Τάκης Θεοδωρικάκος είναι εάν και κατά πόσον θα εμμείνει στην ύπαρξη «λίστας» καθόσον: α) αφορά καθιέρωση αντιδημοκρατικού μέτρου που παραβιάζει συνταγματικές πρόνοιες για την αμεσότητα και τη μυστικότητα της ψηφοφορίας, β) αφορά εμμονή σε αντίληψη που καταλύει τη σχέση του πολίτη ψηφοφόρου της βάσης και του υποψήφιου βουλευτή και γ) αφορά «σύστημα» στη λογική του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», όπως θα υποστήριζε και το ΚΚΕ, στην εκλογική τακτική του οποίου προσιδιάζει η «λίστα»

  • ως κατακλείδα: η «αρά» της «λίστας»

Για την κατακλείδα του παρόντος κειμένου μου, ανακαλώ στη μνήμη μου «ιδιότυπη» έκφραση εμπειρότατου πολιτικού παράγοντα της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος σε ελεύθερη συζήτηση μαζί μου, παρατήρησε ότι οι κρίσιμες αναμετρήσεις του 1985 και του 2015 ήταν οι σημαντικότερες ιστορικές ήττες για τη Νέα Δημοκρατία και σε μεγάλο βαθμό αυτό οφειλόταν στην «αρά της λίστας»!..

            Οι προκλήσεις με τον κ.Τάκη Θεοδωρικάκο είναι ενεστώσες!..

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ

Βλ. Κ.Γ. Μαυριάς, Συνταγματικό Δίκαιο Ι, εκδόσεις ΑΝΤ.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ 2000 και εκδόσεις ΔΙΚΑΙΟ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ Π.Ν.ΣΑΚΚΟΥΛΑΣ, Πέμπτη έκδοση 2014

——————————————–

 * Ο Πέτρος Μηλιαράκης δικηγορεί στα Ανώτατα Ακυρωτικά Δικαστήρια της Ελλάδας και στα Ευρωπαϊκά Δικαστήρια του Στρασβούργου και του Λουξεμβούργου (ECHR και GC- EU).