Οίκος Gucci: αλληλοεξόντωση με στυλ και στο βάθος… καρχαρίες

Του Γιώργου Βαρεμένου*

Πώς μπορεί η δύναμη της δημιουργικότητας του ανθρώπου να μετατραπεί σε δύναμη του χρήματος και εξουσία με ακόρεστη επιθυμία για επιβολή και κυριαρχία, μέσω αλληλοσπαραγμών σε μία οικογενειακή επιχείρηση, που οδηγείται στα σαγόνια μεγάλου ομίλου με κατάληξη την απορρόφηση και την συγχώνευσή του; Χωρίς να λείπει το έγκλημα, που προκαλεί η υπαρξιακή κενότητα μιάς γυναίκας, που είναι απόλυτα εξαρτημένη από τα αντικείμενα και την κατανάλωσή τους, όπως και από την επίδειξη και την εξάρτηση από το επώνυμο του συζύγου: Gucci, μία επιχείρηση που ξεκίνησε από την Φλωρεντία και την αγάπη και επιδεξιότητα στην κατεργασία του δέρματος από τον ιδρυτή Guccio Gucci, που είχε δώσει ευχή και κατάρα στα παιδιά του να μην αλλοιώσουν ή ακυρώσουν ποτέ τον οικογενειακό χαρακτήρα της επιχείρησης, που εξελίχθηκε σ’ έναν μύθο στον κόσμο των ειδών πολυτελείας.

Τελικά, επικράτησε η κατάρα. Ο ικανός γιός του, ο Άλντο, γιγάντωσε την εταιρεία και την επέβαλε στην Αμερική ως ένα λαμπρό brand. Εκτός των άλλων, όμως, μετέφερε μαζί του και την συνήθεια του ευρωπαϊκού Νότου για την φοροδιαφυγή, που στην ώριμη ηλικία του τον οδήγησε για δύο χρόνια στην φυλακή. Εδώ την πλήρωσε ο Αλ Καπόνε και θα την γλύτωνε ο Άλντο από την Φλωρεντία;

Στο μεταξύ, πρόφτασε να συγκρουσθεί με τον γιό του Πάολο και να τον εξουδετερώσει, σε συμμαχία με τον ανηψιό του Μαουρίτσιο, μέσω δικαστικών μαχών, στα πλαίσια των οποίων η Gucci πλήρωνε περισσότερα για δικαστήρια παρά για την ίδια την παραγωγή.

Ο Άλντο, παρότι γίγαντας της εφευρετικότητας και του επιχειρείν, το βρήκε από τον πρώην σύμμαχο και ανηψιό του Μαουρίτσιο, ο οποίος συμμάχησε με ένα επενδυτικό fund για να τεθεί επικεφαλής του Ομίλου, ενώ το πάρτυ στα δικαστήρια συνεχιζόταν αδιάκοπα, την στιγμή που η αντιπαράθεση του Κάιν με τον Άβελ έμοιαζε με μια χοντροκομμένη και χωρίς στυλ σφαγή. Ο Μαουρίτσιο πρόλαβε να αγοράσει το σκάφος του Σταύρου Νιάρχου, ένα παληό σκαρί, το οποίο με έναν πακτωλό εκατομμυρίων μετέτρεψε στο ομορφότερο του κόσμου. Εκεί μέσα είχαν πεθάνει οι δύο γυναίκες του Έλληνα ανταγωνιστή του Ωνάση, αλλά η άπληστη σύζυγος του Μαουρίτσιο, Πατρίτσια, φρόντισε με ένα διάσημο μέντιουμ να ξορκίσει τα κακά πνεύματα. Φεύ, η ομορφιά μπορεί να σώσει τον κόσμο, δεν έσωσε όμως τον Μαουρίτσιο, ο οποίος είδε το fund που είχε συνεταιρισθεί για να εξοστρακίσει τον θείο του Άλντο, να εξοστρακίζει τον ίδιο μετά από συμμαχία και συγχώνευση από τον όμιλο του μεγιστάνα Πινώ, ο οποίος χρειάσθηκε να μονομαχήσει με τον ακόμη πιο ισχυρό Αρνώ. Η χαρά των δικηγόρων και η άφατη λύπη για τον εξοστρακισμό του Μαουρίτσιο και των Gucci από την εταιρεία τους.

Σαν να μην έφθανε αυτό, ο Μαουρίτσιο δολοφονήθηκε από πληρωμένο εκτελεστή, που προσέλαβε η πρώην, πλέον, γυναίκα του Πατρίτσια. Όπως είπε εκείνη στο δικαστήριο, την είχε αφήσει με δυό πιάτα φακή, εννοώντας κάποια περιουσιακά στοιχεία και 16.000 ευρώ τον μήνα την δεκαετία του ’90, που σήμερα μπορεί να είναι 30.000, αλλά χωρίς την δυνατότητα χρήσης του πύργου στο Σαιν Μόριτς και του γιώτ Creole.

Η γυναίκα αυτή αποφυλακίσθηκε το 2016 και μπορεί πλέον να τα χρησιμοποιεί και τα δύο, αλλά ο οίκος Gucci, που ξεκίνησε από την Φλωρεντία για να γράψει μία εποποιία εδώ και δύο δεκαετίες αναπαύεται στην κοιλιά ενός υπερομίλου με πολλές εταιρείες ειδών πολυτελείας.

Ένα δίδαγμα ότι στις μέρες των μονοπωλίων, μία επιχείρηση, ακόμη και με ανεπανάληπτα χαρακτηριστικά, είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να διατηρήσει τον οικογενειακό της χαρακτήρα. Το πολύ-πολύ για την ιστορία της να γραφτεί βιβλίο. Κάτω από την λαμπερή επιφάνεια του κόσμου της μόδας διεξάγεται ένας πόλεμος, με παράπλευρα “θύματα” και στον χώρο της πολιτικής, όπως στην περίπτωση του Νικολά Σαρκοζί και του σκανδάλου με την L’ Oreal. Άσχετα αν ο γίγαντας Σαρκοζί, μετά το σκάνδαλο, αν ήταν στην Ελλάδα, θα είχε προαχθεί. Ο πόλεμος είναι πόλεμος.

ΥΓ: Οι θαυμαστές του Σαρκοζί στην Ελλάδα δεν ξέρω αν φοράνε Gucci, αλλά εξακολουθούν να αλωνίζουν στην πολιτική σκηνή.

ΑΠΟ ΤΟ TVXS

* Ο Γ. Βαρεμένος είναι βουλευτής Αιτωλοακαρνανίας και αναπληρωτής τομεάρχης Υγείας του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.