Οικιστικές προσαρμογές

Του Γιάννη Γουσιόπουλου

Η αστυφιλία είναι σημείο των καιρών, είναι παγκόσμιο φαινόμενο, είτε μας αρέσει είτε όχι πρέπει να αποδεχθούμε το γεγονός.

Μία από τις παρεμβάσεις που πρέπει να γίνουν αφορούν τους οικισμούς που εγκαταλείπονται, έχει να κάνει με την ποιότητα ζωής των ανθρώπων που παραμένουν.

Το θέμα είναι σοβαρό, έχει πολλές διαστάσεις, μέχρι στιγμής η πολιτεία δεν έκανε κάτι ή πρόκειται να κάνει στο προσεχές μέλλον. Είναι φανερό πως το θέμα ελάχιστα την  απασχολεί.       

Το γεγονός πρωτίστως είναι σοβαρό για κοινωνικούς λόγους.

Η πυραμίδα ηλικιών έχει  αλλοιωθεί με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή των μικρών οικισμών, κυρίως των νέων ανθρώπων. Από το γεγονός, ευθέως εγείρεται θέμα κοινωνικών δικαιωμάτων.

Είναι σοβαρό και για οικονομικούς λόγους, τόσο για τον οικισμό όσο και για το κράτος.

Από την έλλειψη των νέων ανθρώπων – αυτοί ως φορείς νέων ιδεών και ως ο ενεργός πληθυσμός –  καθίσταται αδύνατη η λειτουργία μίας, έστω ελάχιστης, οικονομικής ζωής στον μικρό οικισμό. Για το κράτος καθίσταται ασύμφορη η συντήρηση και η λειτουργία των δημοσίων υποδομών. Πόσο μάλλον η κατασκευή των νέων υποδομών που απαιτούν συνεχώς οι  νέες ανάγκες της ζωής και ακόμα περισσότερο αν ο οικισμός εγκαταλειφθεί ολοκληρωτικά κάποια στιγμή.

Η συντήρηση των υποδομών γίνεται προβληματική και από τεχνικής πλευράς.

Η εναλλαγή κατοικιών και εγκαταλειμμένων κατοικιών για τις οποίες ο δήμος δεν εφαρμόζει τους νόμους που άπτονται των υποχρεώσεων των ιδιοκτητών τους, επηρεάζει τη λειτουργία των δικτύων ύδρευσης, αποχέτευσης, σταθερής τηλεφωνίας και ηλεκτρισμού τα οποία ως έναν βαθμό παραμένουν συνδεμένα με τις εγκαταλειμμένες κατοικίες. Οι δημοτικές επιχειρήσεις και οι οργανισμοί  – εταιρίες κοινής ωφέλειας γνωρίζουν το πρόβλημα αλλά αποφεύγουν να δώσουν λύση όσο είναι νωρίς υπολογίζοντας, οι δήμοι το πολιτικό κόστος, οι άλλοι το οικονομικό.  

Πιθανόν κάποια μελέτη που τυχόν γίνει για το κόστος συντήρησης και λειτουργίας των υποδομών για μία περίοδο δεν γνωρίζω πόση, να δείξει ότι αυτό είναι μεγαλύτερο από τη μία και έξω, μεταγκατάσταση του οικισμού.

Όπως και να έχει το θέμα, οι ανάγκες που δημιούργησε ο σύγχρονος τρόπος ζωής με τίποτα δεν μπορούν να καλυφθούν στους μικρούς οικισμούς.  

Γι’ αυτό λοιπόν η πολιτεία με την ώρα της ας πάρει τη μεγάλη απόφαση μετεγκατάστασης των μικρών μη βιώσιμων οικισμών δίπλα σε μεγάλους και βιώσιμους, κάτω από νέους όρους και προϋποθέσεις.

Των μετεγκαταστάσεων να ακολουθήσει  η αποψίλωση του συνόλου των υποδομών των εγκαταλειμμένων οικισμών για περιβαλλοντικούς λόγους.

Σε  περιπτώσεις που κάτοικοι μεμονωμένα επιθυμούν να παραμείνουν, αυτό να γίνει κάτω από νέα λογική, με διαφορετική οργάνωση στην παροχή των υπηρεσιών και ύστερα από την απαραίτητη νομοθετική ρύθμιση. 

Φυσικά θα εξαιρεθούν οι οικισμοί που χαρακτηρίσθηκαν ή θα χαρακτηρισθούν διατηρητέοι μετά από δεύτερη σκέψη πριν τη μετεγκατάσταση.

Η διοικητική συνένωση των μικρών οικισμών που προηγήθηκε σε διάφορες χρονικές περιόδους και η οποία ήταν υπερβολική, δείχνει πως η πολιτεία εμμέσως πλην σαφώς, αναγνωρίζει το πρόβλημα.

Η πολιτεία έπραξε την ανέξοδη διοικητική συνένωση και από εκεί και πέρα, τίποτα περισσότερο.             

Η γενική αδράνεια της ελληνικής πολιτείας είναι χαρακτηριστική. Το κράτος παραμένει καθηλωμένο στα κοινά και τετριμμένα, ενεργοποιείται μόνον όταν τα προβλήματα οξυνθούν και οι πολίτες αντιδράσουν.

Η κυβέρνηση να πράξει τα δέοντα, καλό είναι, στα πλαίσια ενός ολοκληρωμένου  προγράμματος κοινωνικής, οικονομικής και παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής περιφέρειας. Οι λύσεις μόνον ρηξικέλευθες μπορούν να είναι καλώς ή κακώς.