Οι ηττημένοι ήρωες του Μουρσελά

Του Νίκου Δαββέτα

Οταν το μακρινό 1989 εκδόθηκε το εμβληματικό μυθιστόρημα του Κώστα Μουρσελά «Βαμμένα κόκκινα μαλλιά», έγινε μέσα σε λίγες ημέρες το απόλυτο μπεστ σέλερ και λειτούργησε τη δεκαετία του ’90 ως ατμομηχανή για τη σύγχρονη πεζογραφία. Το γεγονός της επανέκδοσής του από τον «Πατάκη» μάς καλεί να θέσουμε και πάλι υπό δοκιμασία τις αντοχές του υλικού του και ιδιαίτερα των ηρώων του μέσα στον χρόνο.

Οι περισσότεροι κριτικοί, το 1989, επικεντρώθηκαν στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα, του περίφημου πια Λούη, ή κατά κόσμον Εμμανουήλ Ρετσίνα. Τον αποκάλεσαν «νέο Ζορμπά», «Μακρυγιαννική φυσιογνωμία», «ανδρικό πρότυπο». Η μεταφορά του βιβλίου στη μικρή οθόνη πριμοδότησε τους εν λόγω χαρακτηρισμούς υποβαθμίζοντας παράλληλα τη δράση των δευτεραγωνιστών.

Σε κανένα άλλο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα ο τόπος δεν αναδεικνύεται με τέτοια ένταση και σπαραγμό, χωρίς όμως να ωραιοποιείται ή να χάνει τις αποχρώσεις του. Γύρω από το μεγάλο λιμάνι και τις υποβαθμισμένες συνοικίες, η παρέα των εφήβων θα γνωρίσει την εμφύλια βία, τον αγοραίο έρωτα, τη ρητορική της ηττημένης Αριστεράς, τους κώδικες συμπεριφοράς του λούμπεν προλεταριάτου.

Κατ’ αρχάς το μυθιστόρημα του Μουρσελά είναι πολυπρόσωπο. Μας συστήνει, όπως και στα θεατρικά έργα, από την πρώτη σελίδα όλα τα πρόσωπα του δράματος, πρώτους και δεύτερους ρόλους, χωρίς καμιά εξαίρεση. Ο επαρκής αναγνώστης σύντομα θα αντιληφθεί ότι οι πρωταγωνιστές δεν είναι μονάχα δυο, ο Λούης και ο Κωνσταντής Μανολόπουλος, αφηγητής και alter ego του συγγραφέα, αλλά ολόκληρος ο θίασος: μια παρέα εφήβων που ανδρώνονται στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του Εμφυλίου. Πολύ μικροί για να λάβουν μέρος στις συγκρούσεις, μα και πολύ μεγάλοι για να απέχουν από κάθε παράνομη δραστηριότητα, βρίσκονται ήδη από το Γυμνάσιο στο δίλημμα με ποιους να πάνε και ποιους να αφήσουν. «Μας έφερε ο γυμνασιάρχης κάτι χαρτιά της Αστυνομίας και μας ζήτησε να γράψουμε αν ξέρουμε ποιοι από τους φίλους μας είναι κομμουνιστές. Θυμάσαι το Λούη; Πήρε το χαρτί, σηκώθηκε από το θρανίο, πήγε μπροστά στο γυμνασιάρχη και το έσκισε». Οι υπόλοιποι υπέγραψαν. Ηδη το κέλυφος της συντροφικής παρέας έχει διαρραγεί, ωστόσο τα μέλη της κινούνται ακόμη στον ίδιο προνομιακό χώρο, τον Πειραιά των πρώτων μεταπολεμικών ετών. Σε κανένα άλλο σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα ο τόπος δεν αναδεικνύεται με τέτοια ένταση και σπαραγμό, χωρίς όμως να ωραιοποιείται ή να χάνει τις αποχρώσεις του. Γύρω από το μεγάλο λιμάνι και τις υποβαθμισμένες συνοικίες, η παρέα των εφήβων θα γνωρίσει την εμφύλια βία, τον αγοραίο έρωτα, τη ρητορική της ηττημένης Αριστεράς, τους κώδικες συμπεριφοράς του λούμπεν προλεταριάτου. (Κάτι ανάλογο έχουμε ήδη παρατηρήσει και στο «10» του Καραγάτση.)

Οι ήρωες του Μουρσελά βλέπουν τα πλοία που έρχονται και φεύγουν, όμως αυτοί δεν πάνε πουθενά, μένουν καρφωμένοι στις καρέκλες των γραφείων, στα εργοστάσια, στα ναυπηγεία. Πρόσφυγες οι περισσότεροι, με την αγωνία να ριζώσουν στα βράχια της Πειραϊκής, όσο καπνίζουν ακόμη τα φουγάρα, όσο ακόμη υπάρχουν δουλειές, εκεί που ανέκαθεν η ανεργία «χτυπούσε κόκκινο» και τα παιδιά τριγυρνούσαν ξυπόλητα στα νταμάρια. Οι ξέμπαρκοι ναυτικοί, οι πόρνες της Φίλωνος, οι άστεγοι που κοιμούνται στα παγκάκια, οι μεροκαματιάρηδες της ιχθυόσκαλας, και των λιπασμάτων, -«στα μάτια, στις ρυτίδες τους διαβάζεις την Ιστορία μας»- είναι ο κόσμος που αναθρέφει την παρέα των γυμνασιόπαιδων και ο κόσμος που αυτά θέλουν να αφήσουν πίσω τους. Αλλοτε με εφαλτήριο τον γάμο και το έγκλημα, άλλοτε με την προδοσία και την κρατική παρέμβαση, γρήγορα θα τα καταφέρουν. Από φτωχόπαιδα θα μεταμορφωθούν σε εργολάβους, αρχιτέκτονες, τραπεζικούς, καθηγητές, στρατιωτικούς, εφοριακούς κ.λπ., στυλοβάτες, δηλαδή, του συστήματος.

Η Ελλάδα της αντιπαροχής και της ρεμούλας, των δωσίλογων και των συνταγματαρχών θα τους δώσει πολλές ευκαιρίες κοινωνικής ανέλιξης. Τη δεκαετία του εξήντα από τα υπόγεια και τις παράγκες θα βρεθούν όλοι στα ρετιρέ των νεόχτιστων πολυκατοικιών με θέα τον Σαρωνικό. Ολοι; Οχι, ένας μονάχα θα αρνηθεί την αποκατάσταση, θα αρνηθεί να μπει στα καλούπια τους, ο Λούης. Η απροσάρμοστη συμπεριφορά του όμως δεν έχει τίποτα το ηρωικό, δεν τον κινεί κάποια ιδεολογία, δεν είναι ο θετικός πρωταγωνιστής του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Το αντίθετο, ο Λούης έχει «προικιστεί» από τον συγγραφέα με πολλά ελαττώματα, που όταν ομαλοποιείται ο δημόσιος βίος φαντάζουν ακόμη πιο ενοχλητικά στον περίγυρό του. Και εκεί ακριβώς που η εικόνα του τυχοδιώκτη Λούη θολώνει από τις θλιβερές παλινωδίες του, αίφνης προβάλλει πίσω της ολοκάθαρη η περσόνα του συγγραφέα, ο διανοούμενος Μανολόπουλος, που θα καταγράψει «την αξεπέραστη ντροπή της αυτοσυντήρησης».

Οι τελευταίες σελίδες τού ανήκουν. Καθώς αυτός και μόνο αυτός θα τολμήσει τη μικρή του επανάσταση και θα δικαιώσει στα μάτια της συμβιβασμένης παρέας τον εφηβικό ιδεαλισμό της.

Ξαναδιαβάζοντας το μυθιστόρημα είκοσι τέσσερα έτη μετά την πρώτη του έκδοση, αισθάνθηκα ότι είχε γραφτεί μόλις χθες. Ο Πειραιάς του πενήντα, με τις ουρές των ανέργων, τους παρακρατικούς και τους μετανάστες, έρχεται να «δέσει» με τον Πειραιά της κρίσης, της Χρυσής Αυγής, των νέων που βλέπουν, όπως και οι πατεράδες τους, όλες τις πόρτες κλειστές. Το παρελθόν διαρκεί πολύ.

 

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ