Οι πληγές της Ευρώπης

Του Μελέτη Ρεντούμη

Η Ευρώπη και η ΕΕ ως μία ένωση ακόμα 28 λαών προσπαθεί με κάθε τρόπο τα τελευταία χρόνια, που υφίσταται κάποια οικονομική ανάκαμψη, να κρατήσει την ενότητά της και να οραματιστεί μία νέα Ευρώπη που θα συνδυάζει αφενός τις ευαισθησίες του κάθε λαού, με τα μακροοικονομικά δεδομένα της απασχόλησης, του ΑΕΠ, της τεχνολογίας και της ισότιμης πρόσβασης στα ευρωπαϊκά κονδύλια που μπορούν να εξασφαλίσουν σε κάποιο βαθμό ανάπτυξη και ευημερία.

Παρά τις όποιες προσπάθειες όμως, η ΕΕ συναντά διαρκώς εμπόδια, είτε μέσω εθνικών εκλογών, αλλαγών συσχετισμών ή και με τοπικά δημοψηφίσματα που ενδέχεται να μεταβάλλουν το υφιστάμενο status quo.

Ακριβώς αυτό έγινε και την περασμένη Κυριακή στην Καταλονία της Ισπανίας με την προσπάθεια της ομώνυμης περιφέρειας, να διενεργήσει ένα δημοψήφισμα υπέρ της ανεξαρτησίας της περιοχής από την Ισπανία.

Η πιθανότητα μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας από την Καταλονία, ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου για μία ακόμη φορά στην Ευρώπη, μετά το δημοψήφισμα στην Σκωτία, τις αποτυχημένες προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού αλλά και την ένταση στην Ιρλανδία μετά το Brexit για την ελεύθερη διακίνηση των ατόμων.

Από μόνο του το γεγονός του δημοψηφίσματος, φανερώνει το χάσμα που υπάρχει μεταξύ των περιοχών της Ισπανίας καθώς υπάρχουν αρκετά ριζωμένες διαφορές με το πέρας των αιώνων. Από την άλλη όμως μιλάμε για μία χώρα, την Ισπανία, που αποτελεί μία από τις ισχυρότερες της Ευρώπης και του κόσμου, με την Καταλονία να συνεισφέρει στο ισπανικό ΑΕΠ περίπου το 20%, κυρίως μέσω της Βαρκελώνης και όλης της οικονομικής δραστηριότητας γύρω από αυτή.

Η Ισπανία, μέσω της κυβέρνησης Ραχόι, έσπευσε να προλάβει τις εξελίξεις και απευθυνόμενη στο Συνταγματικό Δικαστήριο, είχε στα χέρια της μία απόφαση, που έθετε το δημοψήφισμα εκτός νόμου, καθώς έθετε σε κίνδυνο την ενότητα της χώρας.

Ήταν πραγματικά λυπηρό και τραγικό να βλέπει κανείς σε μία τόσο αναπτυγμένη δυτική χώρα, την βίαιη επέμβαση της αστυνομίας και εθνοφρουράς της Μαδρίτης εναντίον των ψηφοφόρων στην Καταλονία, αδειάζοντας και σφραγίζοντας εκλογικά τμήματα, ώστε να μην διενεργηθεί το δημοψήφισμα.

Η βία η οποία χρησιμοποιήθηκε είναι σίγουρα καταδικαστέα, από την άλλη όμως, οφείλουμε να καταδικάσουμε και την οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής συνόρων μέσα σε μία ήδη εύθραυστη ΕΕ που δεν έχει συνέλθει ακόμα και ψάχνεται στο να οριοθετήσει την μετά Brexit εποχή για τα κράτη μέλη της.

Παρά την όποια απαγόρευση βέβαια της Ισπανικής κυβέρνησης, η τοπική κυβέρνηση της Καταλονίας, στήνοντας κάλπες από σχολεία μέχρι μοναστήρια και χωρίς επί της ουσίας να πληρούνται οι προϋποθέσεις ανεξάρτητων εκλογικών καταλόγων και εφορευτικής επιτροπής, ανακοίνωσε συμμετοχή 40% και νίκη υπέρ του ΝΑΙ με το συντριπτικό ποσοστό του 90%.

Όπως αντιλαμβάνεται κανείς και μόνο η ανακοίνωση του αποτελέσματος και η πιθανότητα μονομερούς ανακήρυξης της ανεξαρτησίας από την Καταλονία, ανοίγουν τους ασκούς του Αιόλου για μία ακόμη φορά στην Ευρώπη, μετά το δημοψήφισμα στην Σκωτία, τις αποτυχημένες προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού αλλά και την ένταση στην Ιρλανδία μετά το Brexit για την ελεύθερη διακίνηση των ατόμων.

Παρά λοιπόν τις όποιες προσπάθειες οικονομικών μεταρρυθμίσεων στην Ευρώπη, με την αναβίωση που επιχειρείται του Γαλλογερμανικού άξονα, οι πληγές της Ευρώπης είναι εδώ και κάνουν διαρκώς την εμφάνισή τους, πότε με την μορφή της ακροδεξιάς ρητορικής, με την ένταση του μεταναστευτικού ή με τις αποσχιστικές τάσεις συγκεκριμένων εθνοτήτων στο εσωτερικό της Ένωσης που επιζητούν μεγαλύτερη ανεξαρτησία και ρόλο.

Θα πρέπει στο σημείο αυτό να τονίσουμε, πώς σε όποια χώρα πραγματοποιηθεί αλλαγή συνόρων, με ή χωρίς δημοψήφισμα, η αποσχισθείσα περιοχή, όπως στην περίπτωση της Καταλονίας, δεν θ’ανήκει πλέον στην ΕΕ, αλλά θα πρέπει εκ νέου αφού ορίσει κυβέρνηση και κεντρική διοίκηση, να κάνει αίτημα ένταξης τόσο στην ΕΕ όσο και στην Ευρωζώνη.

Αυτό σημαίνει ότι μόνο να ζημιωθεί μπορεί η οικονομία της ΕΕ από μία τέτοια εξέλιξη, αφού ένα μέρος του ενδοκοινοτικού εμπορίου θα χαθεί, ενώ θα διαταραχθεί και η κοινωνική συνοχή της Ένωσης καθώς κάθε τέτοια απόπειρα, ενδέχεται να βρει μιμητές σε άλλες χώρες υπό διαφορετικές πάντα συνθήκες και προϋποθέσεις.

Σε κάθε περίπτωση, η ΕΕ οφείλει να κάνει ό,τι είναι δυνατόν ώστε να διαφυλαχθεί η ενότητά της, αποδεικνύοντας στην πράξη ότι ενδιαφέρεται τόσο για κάθε κράτος μέλος ξεχωριστά όσο και για το κοινό όραμα της Ευρώπης.

Τέλος, η χώρα μας, δεν έχει καμία πολυτέλεια στο να υπερασπίζεται αυτονομιστικές κινήσεις και διασπαστικές τάσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης, έχοντας τις δικά της εθνικά θέματα ν’αντιμετωπίσει με κυριότερο το Κυπριακό αλλά και την μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης.

Ευελπιστούμε ότι μεσοπρόθεσμα θα υπάρξει σύγκλιση των απόψεων στην ΕΕ και θα υπάρξει μία συνολική υπεράσπιση του ευρωπαϊκού εγχειρήματος χωρίς άλλες παρενέργειες.

 

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός