Οι προκλήσεις μετά την 20η Αυγούστου

Του Xαράλαμπου Γκότση *

Καθώς πλησιάζει η 20ή Αυγούστου, ο πυρήνας της οικονομικής πολιτικής μετατίθεται από την έξοδο από τα μνημόνια στην επεξεργασία των στόχων και των μέσων που θα οδηγήσουν την οικονομία μας σε τροχιά επιταχυνόμενης και σταθερής ανάπτυξης. Υπό την προϋπόθεση ότι η τέταρτη αξιολόγηση θα κλείσει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα και η λύση για την ελάφρυνση του χρέους -με ή χωρίς τη συμμετοχή του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου- θα παρέχει τα εχέγγυα για την εξυπηρετησιμότητά του μέχρι το 2030, η ολοκληρωτική επάνοδος στις αγορές -καθαρή έξοδος- μπορεί να θεωρείται σε μεγάλο βαθμό δεδομένη.

Οι όποιες διακυμάνσεις θα παρουσιάζονται στις αποδόσεις των δεκαετών κρατικών ομολόγων μας θα είναι αποτέλεσμα δυσμενών εξελίξεων ή πολιτικών γεγονότων εκτός συνόρων, όπως, π.χ., η αβεβαιότητα στον προσανατολισμό της οικονομικής πολιτικής της υπό σχηματισμό ιταλικής κυβέρνησης ή οι αιφνιδιασμοί του Προέδρου Τραμπ με την υιοθέτηση μέτρων προστατευτικής πολιτικής στις εμπορικές συναλλαγές της μεγάλης χώρας.

Κατά τ’ άλλα, αν η χώρα μας ακολουθήσει μια συνετή οικονομική πολιτική με θετική αναπτυξιακή προοπτική, τότε και οι αξιολογήσεις των τεσσάρων οίκων θα βελτιώνονται και τα επιτόκια δανεισμού θα αποκλιμακώνονται.

Οι προοπτικές που διαφαίνονται όμως δείχνουν να είναι θετικές, όχι μόνο επειδή αυξάνονται οι καταθέσεις, αλλά και επειδή με την έξοδο του Δημοσίου στις αγορές θα ακολουθήσουν και οι τράπεζες, ώστε να αντλήσουν κεφάλαια για να καλύψουν τις ανάγκες των επιχειρήσεων.

Συμπέρασμα: όλα εξαρτώνται από την ανασύνταξη των δυνάμεων με στόχο την ανάπτυξη. Συνεπώς, η ανάπτυξη αποτελεί πλέον τον κεντρικό στόχο άσκησης οικονομικής πολιτικής για τα επόμενα χρόνια, ανεξάρτητα από τον βαθμό αυτονομίας που θα αποκτήσει η χώρα, πάντα σε σχέση με τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει.

Ετσι, από εδώ και στο εξής απαιτείται μια διαρκής προσπάθεια για να αντιμετωπιστούν με επιτυχία οι παρακάτω βασικές προκλήσεις:

1. Ο σταδιακός μετασχηματισμός του παραγωγικού μοντέλου της χώρας με σκοπό την αναδιάταξη στη συμμετοχή των επιμέρους τομέων στον σχηματισμό του εθνικού εισοδήματος. Είναι ανάγκη στην οικονομική δραστηριότητα να κυριαρχήσει το τρίπτυχο «έρευνα – καινοτομία – εξωστρέφεια» σε κάθε επιχειρηματικό πρόγραμμα.

Ηδη οι περισσότερες επιχειρήσεις μας έχουν βελτιώσει τις εξαγωγικές τους επιδόσεις, καλύπτοντας έτσι το κενό που άφησε η μεγάλη μείωση της εσωτερικής ζήτησης και κατανάλωσης. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι θα πρέπει να εγκαταλειφθούν οι παραδοσιακοί τομείς, ο τουρισμός, ο αγροτικός τομέας κ.ά., θα πρέπει να στραφούμε και προς τις πολλά υποσχόμενες νέες ψηφιακές τεχνολογίες, που είναι σε θέση να βελτιώσουν τις οικονομικές επιδόσεις μας. Είναι λυπηρό να διαπιστώνει κανείς ότι, παρά το υψηλού επιπέδου επιστημονικό προσωπικό που διαθέτουμε, η συμμετοχή της προηγμένης τεχνολογίας στο παραγόμενο προϊόν είναι ασήμαντη.

Οι τομείς που κυριαρχούν στην προσπάθεια για εξωστρέφεια είναι, εκτός από τον τουρισμό και τα τρόφιμα, όπου σταδιακά αποκαθίσταται η ισορροπία με τις εισαγωγές, η μεταποίηση, η ενέργεια, οι υποδομές, τα μέταλλα, τα logistics, τα καλλυντικά και άλλες επιμέρους δραστηριότητες που είναι ικανές να αναδείξουν τους νέους εθνικούς πρωταθλητές του αύριο. Αυτοί οι παραγωγικοί κλάδοι είναι επόμενο, επειδή υπόσχονται και καλύτερες αποδόσεις, να συγκεντρώσουν και τις περισσότερες επενδύσεις, τώρα, μάλιστα, που η χώρα σταδιακά αποκτά σύγχρονες βασικές υποδομές.

 2. Θα πρέπει να συνεχιστεί η προσπάθεια για μεταρρυθμίσεις, κυρίως του δημόσιου τομέα -και όχι μόνο-, καθώς και για την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Παρά τις βελτιώσεις που έχουν γίνει στη λειτουργία του κράτους, θέματα όπως το κτηματολόγιο, η αργή απονομή δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η πολυνομία, η αστάθεια του φορολογικού μας συστήματος, οι αγκυλώσεις και καθυστερήσεις στη λήψη αποφάσεων από υπηρεσίες όπως η αρχαιολογική ή τα δασαρχεία λειτουργούν αποτρεπτικά στη προσέλκυση επενδύσεων.

Η υλοποίηση αρκετών από τις παραπάνω μεταρρυθμίσεις είναι αναγκαία για να ξεμπλοκάρουν και θέματα που σχετίζονται με την αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας. Η ιστορία της επένδυσης του Ελληνικού μπορεί να αποτελέσει μιας πρώτης τάξεως case study για να βγάλει κανείς τα αναγκαία συμπεράσματα και να αναζητήσει λύσεις.

3. Η σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης του κοινού στις τράπεζές μας – αναγκαία συνιστώσα όχι μόνο για την ανάταξη της οικονομίας, αλλά και για τη διασφάλιση διατηρήσιμης ανάπτυξης. Είναι γεγονός ότι οι τράπεζες προχώρησαν στην αναγκαία απομόχλευση και στη μείωση της έκθεσής τους σε μια σειρά από επιχειρήσεις, η βιωσιμότητα των οποίων στα χρόνια της κρίσης απειλήθηκε.

Τα προβλήματα στις επιχειρήσεις μεταφέρθηκαν σταδιακά στους ισολογισμούς των τραπεζών με τη μορφή των μη εξυπηρετούμενων δανείων, με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να παρέχουν επαρκή ρευστότητα ακόμη και σε υγιείς επιχειρήσεις. Οι προοπτικές που διαφαίνονται όμως δείχνουν να είναι θετικές, όχι μόνο επειδή αυξάνονται οι καταθέσεις, αλλά και επειδή με την έξοδο του Δημοσίου στις αγορές θα ακολουθήσουν και οι τράπεζες, ώστε να αντλήσουν κεφάλαια για να καλύψουν τις ανάγκες των επιχειρήσεων. Αξιοσημείωτος είναι, εξάλλου, και ο ρόλος της νέας αγοράς εταιρικών ομολόγων, η οποία αναπτύσσεται με γοργό ρυθμό και η οποία θα αποτελέσει μια συμπληρωματική δεξαμενή ρευστότητας για -εισηγμένες και μη- υγιείς επιχειρήσεις.

4. Η αλλαγή κουλτούρας στην επιχειρηματικότητα. Το μοντέλο της επιχείρησης που κυριάρχησε πριν από την κρίση, με την κρατική προστασία, τις δουλειές με το κράτος, τις επιδοτήσεις, τα επιδοτούμενα ευρωπαϊκά προγράμματα, τις πελατειακές σχέσεις, τον εναγκαλισμό με τις εκάστοτε πολιτικές ηγεσίες, τη φοροδιαφυγή, τη συντήρηση μονοπωλιακών θέσεων και του αποκλεισμού υποψήφιων επενδυτών – ανταγωνιστών, θα πρέπει να δώσει τη θέση του στην υγιή επιχειρηματικότητα που άντεξε και επένδυσε στην κρίση.

Με το παράδειγμα τέτοιων σύγχρονων ανταγωνιστικών επιχειρήσεων, με πρωτοπόρους επιχειρηματίες και σύγχρονο management, που να εφαρμόζει σωστές μεθόδους εταιρικής διακυβέρνησης και να σέβεται τους μετόχους και τους χρηματοδότες του θα πρέπει να πορευτούμε τις επόμενες δεκαετίες, αν θέλουμε να συμμετέχουμε στον διεθνή καταμερισμό εργασίας και να διεκδικήσουμε το κομμάτι που μας ανήκει, όχι επειδή είμαστε ένας ιστορικός λαός, αλλά επειδή με αυστηρούς όρους ανταγωνιστικότητας το αξίζουμε.

Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς

Πηγή: Νέα Σελίδα