Ο αντιδικτατορικός αγώνας του Ανδρέα Χριστοδουλίδη

Ο Ανδρέας, ο «Μάριος» και τα λευκά κελιά

Την ιστορία την γράφουν άνθρωποι ταπεινοί, με υψηλό αίσθημα αλληλεγγύης, πολύ περισσότερο όταν δρουν σε χρόνια δύσκολα. Μια τέτοια σελίδα αποθησαυρίζει ο Κύπριος δικηγόρος και πρώην βουλευτής, Ανδρέας Παναγιώτου. Το 1967, θυμάται, στο σπίτι του Ανδρέα Χριστοδουλίδη στην Λευκωσία φιλοξενήθηκε για ένα διάστημα ο Αλέκος Παναγούλης. Ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης πήγε στο σπίτι του Ανδρέα Παναγιώτου μαζί με έναν φίλο του. «Είναι ο Μάριος», είπε ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης, «ο Μάριος Ανδρέου» και ζήτησε από τον Παναγιώτου να δώσει στέγη στον «Μάριο Ανδρέου», διότι ήταν καταζητούμενος στην Ελλάδα. Ύστερα από καιρό και ενώ ο Χριστοδουλίδης είχε φύγει στο εξωτερικό, ο Παναγιώτου αντιλήφτηκε ότι η κυπριακή ΚΥΠ παρακολουθούσε το σπίτι του. Ο «Μάριος» παραδέχθηκε ότι ήταν ο Αλέκος Παναγούλης και ο Παναγιώτου τον μετέφερε στο σπίτι του ηθοποιού, Νίκου Σιαφκάλη, μέχρι που πήρε κυπριακό διαβατήριο με το όνομα «Μάριος Ανδρέου» και διέφυγε από την Κύπρο. Ο Ανδρέας Παναγιώτου είχε γνωρίσει τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη στα φοιτητικά χρόνια στην Αθήνα. Θυμάται ακόμα ότι ο Χριστοδουλίδης του είχε ζητήσει να καταρτίσουν σχέδιο φυγάδευσης και προστασίας του Ανδρέα Παπανδρέου σε περίπτωση πραξικοπήματος.

 

Ανδρέας Χριστοδουλίδης – Ένας ευπατρίδης ανιδιοτελής αγωνιστής

Στην αντιδικτατορική δράση του Ανδρέα Χριστοδουλίδη, με τον οποίον βάδισε «σε παράλληλους δρόμους», αναφέρεται ο Λούης Ηγουμενίδης, χαρακτηρίζοντάς τον «πρότυπο ανιδιοτελούς και ασυμβίβαστου αγωνιστή της Δημοκρατίας»:

«Τον γνώρισα τις πρώτες μέρες του Σεπτέμβρη του 1964, όταν έφτασα στην Αθήνα για σπουδές και αναζήτησα το φοιτητικό σύλλογο των Κυπρίων με πρόθεση να συνδεθώ με εκείνους που στέκονταν αντιμέτωποι προς τον τότε κυρίαρχο διχασμό των Κυπρίων σε μακαριακούς και γριβικούς και ο Ανδρέας, ήταν ήδη αναγνωρισμένος δημοκρατικός παράγοντας του κυπριακού φοιτητικού κινήματος. Στα επόμενα χρόνια ηγήθηκε της πλατιάς δημοκρατικής παράταξης των Κυπρίων φοιτητών καθοδηγούμενος από τη νεολαία της Ένωσης Κέντρου και συνεργαστήκαμε, αφού εγώ ηγήθηκα των Αριστερών Κυπρίων φοιτητών με κοινό στόχο την απαλλαγή της ΕΦΕΚ από τις τότε δυναστεύουσες το φοιτητικό κίνημα δυνάμεις της μακαριακής και γριβικής δεξιάς και ακροδεξιάς.

Στις αρχές του 1967, ύστερα από πολλές περιπέτειες και δυναμικές συγκρούσεις με τις προστατευόμενες από το ελληνικό φασιστικό παρακράτος παρατάξεις των εθνικιστών φοιτητών, καταφέραμε να κερδίσουμε τις εκλογές της ΕΦΕΚ και να αναδείξουμε ένα δημοκρατικό συμβούλιο, το οποίο δεν πρόλαβε να αναλάβει την εξουσία, αφού το αμφισβήτησαν ορ γανωμένοι τραμπούκοι του ελλαδικού παρακράτους μέχρι την επιβολή της δικτατορίας της 21ης Απριλίου του 1967. Ιθύνων νους και ηγέτης εκείνης της νίκης ήταν ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης.

Από την πρώτη μέρα της επιβολής της δικτατορίας αρχίζει και για τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη και για μένα η μεγάλη αγωνιστική πορεία αντίστασης ενάντια στη φασιστική δικτατορία των συνταγματαρχών. Λίγο καιρό μετά ο Ανδρέας, που στο μεταξύ κατέβηκε στην Κύπρο, αναγκάστηκε να φύγει για το Παρίσι αφού πληροφορήθηκε ότι η χούντα ετοίμαζε τη σύλληψή του. Εγώ έμεινα στην Αθήνα ως παράνομος και μετά τη σύλληψη, προφυλάκιση και απόλυσή μου με την πρώτη αμνηστία του Παπαδόπουλου και ύστερα από μεσολάβηση της Κύπρου, έμεινα στην Ελλάδα μέχρι το 1970, για να τελειώσω τις σπουδές, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχα στην αντιχουντική δράση του Πατριωτικού Μετώπου.

Στα τέλη του 1970 με αρχές του 1971 έφτασα στο Λονδίνο για μεταπτυχιακές σπουδές. Από τους πρώτους που συνάντησα εκεί ήταν ο Ανδρέας Χριστοδουλίδης, ο οποίος με συνέδεσε αμέσως με την αριστερή φοιτητική οργάνωση της Ένωσης Κυπρίων Φοιτητών (ΕΚΦ) της οποίας ήταν πρόεδρος και με υποστήριξε να αναλάβω γενικός γραμματέας με πρόεδρο τον Μιχάλη Παπαπέτρου. Αμέσως με πληροφόρησε ότι δραστηριοποιείται μαζί με άλλους Κυπρίους φοιτητές στον αντιδικτατορικό αγώνα, μου μίλησε για τη Δημοκρατική Άμυνα, χωρίς να μου αποκαλύψει την ιδιότητά του ως ηγετικό στέλεχος και προθυμοποιήθηκε να με φέρει σε επαφή με τους κομμουνιστές συντρόφους μου που δραστηριοποιούνταν παράλληλα.

Το πιο σημαντικό γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα την αντιστασιακή μας δράση ήταν η σύλληψη του Ανδρέα στη Γερμανία και ο εγκλεισμός του στα λευκά κελιά, όπου βρισκόταν και η ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Το 1972 συνελήφθη σε σιδηροδρομικό σταθμό της χώρας ένας Έλληνας από τη Σουηδία που μετέφερε όπλα για την ελληνική αντίσταση, με γραπτή εντολή κάποιου Ανδρέα. 

Το Σεπτέμβρη του 1972 συγκατοικήσαμε στο διώροφο της Τοριάνο Άβενιου. Μέχρι την πτώση της χούντας ζούσαμε στο ίδιο σπίτι και μοιραζόμασταν τις αγωνίες και τους αγώνες μας ενάντια στη χούντα. Εκεί μοιραστήκαμε με τη γυναίκα μου Φρόσω Ριζοπούλου όλη την καθημερινότητα μας με τον Ανδρέα, την αγαπημένη σύζυγο του Αστέρω και τον μονάκριβο γιο τους Αντώνη, που τον χάσαμε τόσο πρόωρα…. Εκεί συνεδρίαζαν και συνυπήρχαν όλες οι ελληνικές αντιστασιακές οργανώσεις των κομμουνιστών, των ακροαριστερών, των σοσιαλιστών, των δημοκρατικών και όλων ανεξαίρετα, που πάλευαν για την πτώση της δικτατορίας.

Εκεί ζήσαμε το Πολυτεχνείο, από εκεί εξορμούσαμε για τις διαδηλώσεις, τους συνδέσμους και τις φοιτητικές ενώσεις, από εκεί έφευγε και ο Ανδρέας, για να συναντήσει την υπόλοιπη ηγεσία της Δημοκρατικής Άμυνας στις διάφορες πόλεις της Γαλλίας και της Γερμανίας. Ποτέ ο Ανδρέας δεν μας έκανε συμμέτοχους των αποφάσεων και των δράσεων της Άμυνας. Μόνο μας γνώριζε με τους συντρόφους του στην ηγεσία της οργάνωσης, όπως ο Κάτρης, ο Μερκούρης και άλλοι που τον επισκέπτονταν στο «κάστρο» μας…

Το πιο σημαντικό γεγονός που σημάδεψε ανεξίτηλα την αντιστασιακή μας δράση ήταν η σύλληψη του Ανδρέα στη Γερμανία και ο εγκλεισμός του στα λευκά κελιά, όπου βρισκόταν και η ηγεσία των Ερυθρών Ταξιαρχιών. Όταν συνεδρίαζε κάπου σε μια γερμανική πόλη η ηγεσία της Δημοκρατικής Άμυνας, το 1972, αν δεν με απατά η μνήμη μου, συνελήφθη σε σιδηροδρομικό σταθμό της χώρας ένας Έλληνας από τη Σουηδία που μετέφερε όπλα για την ελληνική αντίσταση, με γραπτή εντολή κάποιου Ανδρέα. Στο δακτυλογραφημένο κείμενο που βρήκαν απάνω του υπήρχε η υπογραφή Ανδρέας, την οποία οι γερμανικές αρχές συνέδεσαν με τον Ανδρέα Χριστοδουλίδη και τον συνέλαβαν αμέσως.

Στο Λονδίνο η Σκότλαντ Γιαρτ ήρθε στο σπίτι μας, ανέκρινε την Αστέρω, και εμένα με οδήγησαν στα γραφεία της ΕΚΦ για να τους παραδώσω τη γραφομηχανή της οργάνωσης, γιατί υποψιάζονταν ότι με αυτή είχε γράψει την επίμαχη επιστολή ο Ανδρέας. Φυσικά δεν υπήρχε πουθενά η γραφομηχανή, αφού την είχαμε ήδη «θάψει» στον Τάμεση, με τη βοήθεια Κύπριου φίλου. Μετά από μερικούς μήνες ορίστηκε η δίκη του Ανδρέα στην Κολωνία και η Σκότλαντ Γιαρτ με συνόδευσε αεροπορικώς, για να παρουσιαστώ ως μάρτυρας για το αν η επίδικη επιστολή ήταν γραμμένη με τη γραφομηχανή της ΕΚΦ. Εκεί έλαβα το μήνυμα να επιμείνω στους ισχυρισμούς μου ότι δεν ήταν γραμμένη η επιστολή με τη γραφομηχανή της ΕΚΦ. Αυτό και έπραξα με απόλυτη βεβαιότητα, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του δικαστή. Εκείνος με κήρυξε ειρωνικά αναξιόπιστο μάρτυρα, αφού ήδη ο Ανδρέας είχε παραδεχθεί ότι έγραψε την επιστολή, μετά από συμφωνία με την κυβέρνηση του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η συμφωνία προνοούσε παραδοχή του Ανδρέα και καταδίκη του σε εννιά μήνες φυλάκιση, όση ήταν και η προφυλάκιση του. Λίγες μέρες μετά γιορτάσαμε την επιστροφή του Ανδρέα στο Λονδίνο.

Την επομένη της πτώσης της χούντας και με την αγωνία για την τραγωδία της Κύπρου, ο Ανδρέας με την Αστέρω επέστρεψαν οδικώς στην Αθήνα, όπου άρχιζε η νέα αγωνιστική του δράση, με την Άμυνα ενταγμένη στο ΠΑΣΟΚ.

Στην πορεία του ο Ανδρέας, την ανιδιοτέλεια, τη συνέπεια το πάθος του για τη δημοκρατία τα πλήρωσε, με συντροφικά μαχαίρια καρφωμένα στην πλάτη του. Η απόλυτη αξιοπρέπεια δεν τον εγκατέλειψε ποτέ και τον συνόδευσε ως το τάφο του κρατώντας ψηλά το ήθος την ανιδιοτελή προσφορά του και την επαγγελματική του αρτιότητα ως δημοσιογράφου».

ΑΠΟ ΤΟ ΑΠΕ ΜΠΕ