Ο δικός μου Παύλος

Tου Ιλάν Σολομών
Μια ζωή μουσική

Άγγελο φύλακα του παιδιού της με είχε βαφτίσει η ταλαίπωρη αρχόντισσα μάνα του όταν τον έψαχνα στο πατρικό του, στην Κυψέλη. Και δεν έχανα την ευκαιρία. Κάθε φορά που γινόταν μια συναυλία που είχε και λίγα λεφτά, τον Παύλο πρότεινα. Στα φεστιβάλ του «Ρήγα», στου Στρέφη, στην Κοραή, στο Φάληρο, στο Ολυμπιακό Στάδιο.

Την πρώτη χρονιά, «Ηπείρου κι Αχαρνών», στο Κύτταρο με τον Γκαϊφύλλια και τους “Socrates”, ξεχώριζε στο σανίδι, με την κιθάρα του Δεληγιαννίδη στο ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Το βλέμμα του ήταν από τότε σκοτεινό και ονειροπόλο. Ακολούθησαν οι δυο δημιουργικές χρονιές στα «Μπουρμπούλια» με τον Τσιλογιάννη και τον Ντάλλα, οι θλιβερές συναυλίες και οι δίσκοι με τον Μαρκόπουλο, ο ωραίος «Μπάμπης ο Φλου» με τη «Σπυριδούλα», οι ταινίες του Θωμόπουλου. Μπήκε στη ανηφορική τελική ευθεία. Ανάσταση και Γολγοθά του. Την πάλεψε. Την ξόρκισε με τα τραγούδια του. Τον νίκησε.

Στον «πρεζόδρομο»

Πέφτω πάνω του στα σκοτεινά του πεζόδρομου της Τσαμαδού, επιστρέφοντας αργά απ’ τη δουλειά. «Πρεζόδρομο» τον είπανε μετά. Τον βλέπω στο φως του φαναριού να πλησιάζει, σκυφτός, πονεμένος. Σερνόταν, σε κακό χάλι. Του δίνω τα οχτώ καφετιά που είχα στην τσέπη και τον ξορκίζω: «Δε τα θέλω αυτά τα λεφτά. Αν ποτέ μου τα γυρίσεις, αυτό θα σημαίνει πως είσαι πια καλά. Πως καθάρισες απ’ αυτά. Πως ζεις για τη μουσική και όχι για την πρέζα. Αξίζεις πολλά. Σ’ αγαπάμε, ρε Παύλο!». Φεύγει αμίλητος να βρει τη δόση του. Εφήμερη λησμονιά. «Ένα φιξάκι, φίλε…»

Καιρό μετά, στο Άλσος, οι «Τρύπες» του Αγγελάκα άνοιγαν τη βραδιά γι αυτόν και τον Πουλίκα. Οι κιθάρες κουρδίζονταν, τα φώτα της πλατείας έσβηναν όταν ένα χέρι δροσερό μού έκλεισε τα μάτια. Νιώθω στη χούφτα μου κάτι, τσαλακωμένο. Ένα πεντοχίλιαρο ήταν, αυτό θυμήθηκε, δεν πειράζει. Γυρνάω και τον βλέπω να λάμπει στο σκοτάδι. «Θυμάσαι τι είπαμε, Παύλο;» – «Είμαι καλά και θα μείνω», με καθησυχάζει. Ένα χρόνο μετά, δεν θυμάμαι πια, το έμαθα από τις εφημερίδες: «O.D.»

Αναρχικός ροκάς, αχόρταγος ποιητής, πρίγκηπας

Ο δικός μας Παύλος γεννήθηκε στις 27 Ιουλίου του 1948 στην Αθήνα από μια εύπορη μεσοαστική οικογένεια που μετακόμισε στη Θεσσαλονίκη μετά τη γέννησή του. Η μητέρα του είχε συγγένεια με τον Αλέξη Ζορμπά και την πεζογράφο Έλλη Αλεξίου, τις ρίζες του ροκά και του σκεπτόμενου Σιδηρόπουλου.

Το 1967 περνάει στο Μαθηματικό του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, όπου συγκατοικεί με τον τραγουδοποιό Βαγγέλη Γερμανό. Εκεί γνωρίζεται με τον Παντελή Δεληγιαννίδη και σχηματίζουν το ντουέτο Δάμων και Φιντίας

Με τον Παύλο σε ηλικία 6 ετών η οικογένεια, με τη νεογέννητη αδερφή του τη Μελίνα, επιστρέφει στην Αθήνα. Το 1967 μπαίνει στο Μαθηματικό της Θεσσαλονίκης αλλά οι μουσικές τον είχαν ήδη κερδίσει. Εκεί συγκατοικεί με τον συμφοιτητή του Βαγγέλη Γερμανό και γνωρίζεται με τον Παντελή Δεληγιαννίδη, τον κιθαρίστα των “Olympians”. Μαζί στήνουν το ντουέτο «Δάμων και Φιντίας». Το 1970 στην Αθήνα ηχογραφούν ένα δίσκο 45 στροφών και το 1971 συμμετέχουν στη ζωντανή ηχογράφηση του «Ζωντανοί στο Κύτταρο», με την «Απογοήτευση» και τον «Γερο-Μαθιό».

Το 1972 οι «Δάμων και Φιντίας» τακιμιάζουν με τα “Μπουρμπούλια” του Σαββόπουλου. Τον μακαρίτη πια μπασίστα Βασίλη Ντάλλα και τον ντράμερ Νικόλα Τσιλογιάννη. Με αυτό το όνομα κυκλοφορούν ένα 45άρι, με τραγούδια όπως «Ο Ντάμης ο ληστής» να μπολιάζουν τους ροκ ήχους τους με δημοτικά ακούσματα.

Με τη μεταπολίτευση, η ελληνική ροκ σκηνή βουλιάζει, το πολιτικό τραγούδι κυριαρχεί. Πολλοί μουσικοί φεύγουν ή σιωπούν. Ο Παύλος δούλεψε για λίγο στη βιοτεχνία του πατέρα του, σε δημιουργική απελπισία. Ήταν τότε που δέχτηκε την πρόταση του Γιάννη Μαρκόπουλου και συνεργάστηκε μαζί του σε τρεις δίσκους και πολλές συναυλίες. «Ήταν μια εμπειρία που δεν μου πρόσφερε καμία συγκίνηση» είπε αργότερα γι’ αυτή την εποχή.

«Απροσάρμοστος»

Στα χρόνια εκείνα της αμηχανίας συναντάει τη Γιόλα, φοιτήτρια της Φιλοσοφίας στο Παρίσι και αργότερα ποιήτρια και ερασιτέχνη εικαστικό. Τη μάλλον πιο σημαντική γυναίκα της ζωής του. Η σχέση τους ήταν καταστροφική. Ήταν η μούσα του αλλά και η αιτία που έμπλεξε με την ηρωίνη. Στα τέλη του 1977 συναντά τους «Σπυριδούλα» και το 1979 κυκλοφορούν το «Φλου». Έναν από τους καλύτερους δίσκους της ελληνικής ροκ σκηνής. Διαφώνησε μαζί τους κι έφυγε. Μετά από κάποιες αμήχανες, πρόσκαιρες συνεργασίες, στις αρχές του 1980 πια, ο Παύλος έψαχνε για κάτι πιο μόνιμο. Μπαίνουν στη ζωή του ο Οδυσσέας και ο Βασίλης με τις κιθάρες τους, ο Αλέκος και ο Κυριάκος στον ρυθμό. Οι «Απροσάρμοστοι». Μαζί τους ηχογράφησε τέσσερις δίσκους-σταθμούς του ελληνικού ροκ: το “Εν λευκώ”, το “Zorba the freak”, το “Χωρίς μακιγιάζ” και το “Άντε και καλή τύχη, μάγκες” που θα κυκλοφορήσει τελικά μεταθανάτια

«Σε μια χώρα ιμιτασιόν πέθανε κάτι ορίτζιναλ» είπαν γι’ αυτόν οι φίλοι και μουσικοί σύντροφοι του στα πιο δημιουργικά χρόνια της ζωής του. Στις αρχές Δεκεμβρίου θα έπαιζαν στο ”Αν” κλαμπ της Σολωμού. Οι συναυλίες αυτές δεν έγιναν ποτέ. Στις 6 Δεκεμβρίου του 1990 θα πέσει σε κώμα και θα αφήσει την τελευταία του πνοή κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο από το σπίτι φίλης του.
Αυτός ο απροσάρμοστος πρίγκηπας, ο αναρχικός ροκάς, ο αχόρταγος ποιητής, μας άφησε στην ηλικία των 42 μόνο χρόνων.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΥΓΗ