Ο κυρίαρχος λαγός μίλησε

Του Διογένη Λόππα

Η καθαρή πλην προσωρινή νίκη που κατήγε το καθεστώς Μητσοτάκη, μοίρασε αλαζονικούς πανηγυρισμούς δεξιά και κατάθλιψη αριστερά.  Επιτρέψτε μου να διεξάγω μια αιρετική υπέρβαση, ώστε να καταδείξω ότι και οι μεν και οι δε, ενεργούν εν θερμώ.

Πρώτα από όλα θεωρώ ολέθριο λάθος του καθεστώτος την προκήρυξη νέων εκλογών, τη στιγμή που είχε τη μοναδική δυνατότητα στη μεταπολιτευτική ιστορία να σχηματίσει κυβέρνηση με το αδελφό ΠΑΣΟΚ και μάλιστα με πλειοψηφία άνω των 180, άρα με δυνατότητα επιβολής τετελεσμένων.

Είναι προφανές ότι εδώ ο κ. Μητσοτάκης υπέπεσε στο σύνδρομο του τζόγου, όπου ο εν στιγμή κερδισμένος μέσα σε κρίση αλαζονείας αρνείται να εξαργυρώσει τα σίγουρα κέρδη και ποντάρει τα ρέστα του σε μια ακόμα ζαριά.  Και αυτή δεν είναι η προσωπική μου εκτίμηση, αλλά η άποψη των κορυφαίων Ευρωπαίων αναλυτών, οι οποίοι δεν πιστεύουν στα μάτια τους μπροστά στη νέα αυτή γκάφα, που αν είχε αποφευχθεί, θα είχε τελειώσει οριστικά τον Τσίπρα και θα είχε σιγουρέψει μια άνετη τετραετία ανώφελης διακυβέρνησης. 

Πριν εκτιμήσω τις πιθανές συνέπειες αυτού του στρατηγικού λάθους και τις αιτίες που μαθηματικά θα τις προκαλέσουν, θα αναφέρω συνοπτικά τα αίτια πάνω στα οποία θεμελιώθηκε η υποτιθέμενη κυριαρχία Μητσοτάκη, αλλά και το πιστοποιητικό θανάτου του ΣΥΡΙΖΑ, ενός αναχρονιστικού πολιτικού σχηματισμού, που δεν θα έπρεπε καν να υπάρχει.

Νόμπελ επικοινωνιακού σχεδιασμού

Η εξαιρετική προεκλογική καμπάνια του καθεστώτος Μητσοτάκη, ίσως σε μερικά χρόνια να διδάσκεται σε σχολές πολιτικών επιστημών.  Η προώθηση του προϊόντος, αν και σάπιου, υπήρξε υποδειγματική από κάθε άποψη.  Όμως εκεί που η επικοινωνιακή ομάδα, από τις κορυφαίες παγκοσμίως, μεγαλούργησε, ήταν ο συνολικός πολιτικός σχεδιασμός σε σχέση με τους πραγματικούς πολιτικούς στόχους.

Η στρατηγική αυτή κινήθηκε σε τρία βασικά επίπεδα, πρώτον στον υπαρξιακό κίνδυνο εκ δεξιών, δεύτερον στην επιλεκτική φθορά του βασικού αντιπάλου και τρίτον στην εργαλειοποίηση κρίσιμων θεσμικών παραγόντων (Άρειος Πάγος, ΕΥΠ) για την επίτευξη των προηγούμενων στόχων.  

Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές, με φρέσκιες τις μνήμες των Τεμπών, είναι αλήθεια ότι το καθεστώς αντιμετώπιζε το φάσμα μιας οδυνηρής ήττας, πράγμα που ήταν οφθαλμοφανές από τη νευρικότητα των δημοσίων εμφανίσεων του επικεφαλής του. Ο βασικός λόγος ήταν η αφόρητη πίεση εκ δεξιών μιας ήδη ακροδεξιάς παράταξης με υπερενεργά σταγονίδια στις πρώτες γραμμές της και η εκλογική δυναμική που εμφάνιζε το κόμμα Έλληνες υπολογιζόμενη περί του 7%.

Αφού λοιπόν είχαν εξαντληθεί τα ακροδεξιά όρια στα οποία θα μπορούσε να εκτραχυνθεί μια φαινομενικώς κεντροδεξιά παράταξη, απέμεινε η λύση της συνταγματικής εκτροπής, δηλαδή η συστράτευση της πρόθυμης δικαιοσύνης ώστε να αποκλειστεί κόμμα από τις εκλογές.  Η χρονική στιγμή εξασφάλισε μια πολύτιμη ανάσα στο καθεστώς, καθώς οι άνθρωποι αυτοί εμφανώς απείχαν, περιμένοντας τις πολιτικές εξελίξεις.

Στη συνέχεια γίναμε μάρτυρες μιας εντυπωσιακής επικοινωνιακής τεχνικής, όπου συστρατεύθηκε το μιντιακό σύστημα, που πάντοτε έλεγχε το καθεστώς, ώστε να δοθεί μια άνευ προηγουμένου ενίσχυση της δημόσιας εικόνας αφενός του κ. Κουτσούμπα και αφετέρου της κ. Κωνσταντοπούλου, allias ”Ζωή”. Ο μεν για να κόψει δυναμική από το ΣΥΡΙΖΑ, η δε για να εξαφανίσει τον ενοχλητικό Βαρουφάκη, που κρίθηκε επίσης ύποπτος συνεργασίας για προοδευτική κυβέρνηση.

Έτσι ως αποτέλεσμα είχαμε έναν υπέρ επικοινωνιακό Κουτσούμπα να παριστάνει πως δεν καταλαβαίνει ότι έχει μετατραπεί σε μαριονέτα του καθεστώτος, να δίνει αντί ΣΥΡΙΖΑ σόου, λες και ήμασταν πίσω στο 2019 και κυβέρνηση ήταν η Αριστερά.  Οι 107 με τη σειρά τους έκαναν τα πάντα για να εμφανίσουν το ΚΚΕ σαν ασφαλή αντισυστημικό προορισμό  Στην πραγματικότητα ποιο συστημικός πεθαίνεις, αλλά η δύναμη της εικόνας, ”Αυτή Είναι’‘. 

Από την άλλη πλευρά, η Ζωή αναστήθηκε από τον πολιτικό της τάφο και ως γνήσιο δεξιό δεκανίκι έδωσε τον υπέρτατο αγώνα για να εξασφαλίσει τη διάσπαση της παράταξης που την ανέδειξε, να πετύχει δηλαδή εκεί που απέτυχε την πρώτη φορά.  Αυτό που (ευτυχώς) δε θα μάθουμε ποτέ, είναι αν υπήρξε συναλλαγή ή αν η ευφυΐα της επικοινωνιακής ομάδας του καθεστώτος είναι τόση, ώστε απλά μανιπουλάρισαν εντέχνως τους πρόθυμους για λίγες ώρες ηρωικής δημοσιότητας collaborators.

Όμως, η άρτια προεκλογική εκστρατεία του καθεστώτος μπορεί να ευθύνεται για την πρόσκαιρη εκτόξευση των ποσοστών της απερχόμενης κυβέρνησης, αλλά δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνη για τον πολιτικό θάνατο της αντιπολίτευσης.   Αποκλειστικά υπεύθυνος για το θάνατο είναι ο άτολμος κ. Τσίπρας, ο οποίος έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι του για να τον εξασφαλίσει, δείχνοντας ένα ανεπανάληπτο έλλειμμα ηγετικότητας και μάλιστα σε πολλαπλές κρίσεις.

Και αναφέρομαι συγκεκριμένα στην ολική του άρνηση να γκρεμίσει το αυθαίρετο (Αλέξη, ρίχτο, του γράφαμε τότε), να αποδεχθεί το Θείο δώρο της αποχώρησης Πολάκη, το δεξιό δώρο της καταδίκης Παππά, να απαλλαγεί από τα περιλάλητα ”συλλογικά όργανα” του κόμματος (ο Θεός να το κάνει) και βέβαια να εκπονήσει ένα σοβαρό πρόγραμμα διακυβέρνησης και κυρίως τα (νέα, γιατί τα παλιά απορρίφθηκαν) στελέχη τα οποία θα το εφαρμόσουν, χωρίς νέα παρδαλά δεκανίκια τύπου ΑΝΕΛ, δηλαδή Δήμητρες, Λοβέρδους, φαντασιακές ανοχές και γενικά λογικές υπερβάσεις που δεν αγοράζουν πια ούτε οι πελάτες νανογιλέκων του συμπαθούς τηλεπωλητή.  

Επιπλέον, η προεκλογική καμπάνια του μη – κόμματος υπήρξε καταθλιπτική, ιδιαίτερα σε σύγκριση με τα ντιρέκτ που έτρωγε καθημερινά από τους επαγγελματίες του Μαξίμου. Η καταγγελία των θλιβερών πεπραγμένων μιας άθλιας διακυβέρνησης, είναι δουλειά των δημοσιογράφων.  Δουλειά ενός πολιτικού φορέα είναι η προοπτική ολιστικής θετικότητας και η επεξήγηση πολιτικών θέσεων οι οποίες είναι κοντά στα θέλω της πλειοψηφίας. Με αρνητισμό και επιμονή σε ιδεοληψίες του προηγούμενου αιώνα εν είδη εκκλησιαστικού δόγματος, δεν κερδίζονται εκλογές.

Όπως έγραφα σε ανύποπτο χρόνο, και μόνο το όνομα ΣΥΡΙΖΑ λειτουργεί ως ανθρωποδιώχτης.  Εκπέμπει αναχρονισμό, ολική απαξίωση και απέχθεια.  Να θυμίσω ότι το όνομα αυτό δόθηκε ως χιουμοριστικός αυτοσαρκασμός από μια τσιπουροπαρέα που τότε διοικούσε το κόμμα (και πολύ φοβάμαι ότι ακόμα το διοικεί), καθώς αυτό φλέρταρε μονίμως με το όριο του 3%  και προέτρεπε τους λιγοστούς του ψηφοφόρους να το περάσουν σύριζα.

Το ίδιο το κόμμα λειτουργούσε πάντα και λειτουργεί ως μη – κόμμα, όχι δηλαδή ως ένας εξελισσόμενος ζωντανός οργανισμός, αλλά ως μια κλίκα αριστεροαρίστων κουλτουριάρηδων, που νομίζουν ότι οι ιδέες τους, η στάση ζωής τους και η ”διαφορετική” τους (για να το θέσω κομψά) διανόηση, επειδή ας πούμε τους αρέσει ο Μπουκόφσκι και αυνανίζονται παρακολουθώντας Κιούμπρικ, τους κάνει ανώτερους από την πλέμπα, κάτι δηλαδή σαν μια επίλεκτη κάστα ιερέων των πανανθρώπινων αξιών, που τελικά το μόνο στο οποίο διαφέρει από την αριστεία του Μητσοτάκη είναι ότι δεν κλέβει.

Έτσι, σπαταλώντας το πολύτιμο κεφάλαιο που του εμπιστεύθηκε η προοδευτική παράταξη, ο κ. Τσίπρας υποτίθεται ότι επανίδρυσε το κόμμα με την αθρόα εισροή νέων στελεχών, αλλά ξέχασε να αλλάξει τον πυρήνα, δηλαδή τα ”συλλογικά όργανα’‘, με αποτέλεσμα σήμερα να απολαμβάνει ένα χαριστικό 20%, που θα έπρεπε να είναι 5%, πράγμα που μαθηματικά θα γίνει πράξη, αν έστω και την ύστατη ώρα δεν πράξει το προφανές.  Ρίχτο.

Αυτή όμως η οδυνηρή ήττα του κ. Τσίπρα, παρουσιάζει δύο ενδιαφέρουσες παραμέτρους:

  1. Λύνει τα χέρια του για να επιβάλλει αυτό που περιγράφεται ως desperate times, desperates measures, δηλαδή την ευκαιρία να τελειώνει με ένα κόμμα που ήδη προεξοφλείται ως νεκρό και από κομματικά βαρίδια που απέδειξαν στην πράξη ότι είναι το ίδιο άχρηστα στην προοδευτική παράταξη και στους ανθρώπους τους οποίους υποτίθεται ότι εκπροσωπούν.  Δεδομένου ότι ο ίδιος δεν αμφισβητείται μέχρι τις εκλογές και ότι ο υπάρχων φορέας είναι ήδη πτώμα, δεν έχει τίποτα να χάσει, αν επιτέλους δείξει ίχνη ηγετικότητας και δημιουργήσει κάτι εντελώς καινούργιο, με τα δικά του πολιτικά χαρακτηριστικά και με την πλήρη απουσία της δημογεροντίας του νεκρού ΣΥΡΙΖΑ.
  2. Ο κ. Μητσοτάκης, μέσα στην αλαζονεία του και τη μέθη της πλήρους επικράτησης, κινδυνεύει να πάθει αυτό που έπαθε ο αντίπαλός του το 2015, τότε δηλαδή που πίστεψε άκαιρα ότι το 35% ήταν ψηφοφόροι της ”αριστεράς και της προόδου” και όχι ορφανοί νοικοκυραίοι του Ανδρέα, που είδαν στον αυθορμητισμό του μια χαραμάδα ελπίδας.  Αντίστοιχα ο κ. Μητσοτάκης φαίνεται ότι έπεσε στην ίδια παγίδα, πιστεύοντας ότι για κάποιον ανεξήγητο λόγο οι Έλληνες ερωτεύθηκαν τη γοητευτική πολιτική του προσωπικότητα και τις εθνομηδενιστικές θατσερικές πρακτικές που πρεσβεύει και δε βλέπει ούτε το είδος και τη δυναμική της αποχής που εν μέρει ο ίδιος επέβαλε, ούτε το γεγονός ότι μια διαφαινόμενη επικράτηση των ολέθριων πρακτικών του, ενδέχεται να συσπειρώσει δυνάμεις που δε βλέπει, δε θέλει να δει, ούτε να αποδεχθεί ότι υπάρχουν, ιδιαίτερα αν ένας αποναρκωμένος Τσίπρας, τους δώσει κίνητρο και φορέα για να εκφραστούν.

Η παράδοξη επικράτηση της δυστοπίας Μητσοτάκη, ξύπνησε κοιμώμενους πυρήνες, όχι μόνο στον προοδευτικό χώρο, αλλά και εντός της συντηρητικής παράταξης, που τρέμουν στην ιδέα και μόνο ότι ο συγκεκριμένος ημιπαρανοϊκός ηγέτης με τις συγκεκριμένες πρακτικές άσκησης εξουσίας, αδιανόητες για δυτική χώρα, θα καταστεί ανεξέλεγκτος και ανέλεγκτος για τα επόμενα όχι τέσσερα, αλλά δεκατέσσερα χρόνια.

Έτσι δεν θα πρέπει να εκπλαγούμε αν τον Ιούνιο δει τα ποσοστά του να πέφτουν, αντί να ανεβαίνουν, και τις έδρες του να πασχίζουν για αυτοδυναμία και όχι για επιβολή συνταγματικών εκτρωμάτων, όπως ήδη έχουν αρχίσει να ανακοινώνουν.  

Γιατί, όπως στο πασίγνωστο ανέκδοτο με το λιοντάρι, ένας μετανοημένος ”Κυρίαρχος Λαός”, μπορεί να δηλώσει, όταν τον ρωτήσουν γιατί έδωσε 40% στον Μητσοτάκη, ότι ”κάνει και καμιά μαλακία για να περνάει η ώρα” .