Ο «πολιτικός» Μάριος Τόκας: Ένας αγωνιστής συνθέτης

Του Αντώνη Ρηγόπουλου

Αν και «έφυγε» πολύ νωρίς, ο Μάριος Τόκας, ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους συνθέτες, κατάφερε να αφήσει ανεξήτιλο το σημάδι του στην ελληνική μουσική. 

Μέσα στις λίγες δεκαετίες που έμελλε να μεγαλουργήσει, συνέδεσε το όνομά του κάποιες από τις πιο διαχρονικές λαϊκές επιτυχίες, οι οποίες μπόρεσαν να συνδέσουν περισσότερες από τρεις γενιές και γεφύρωσαν τα μουσικά χάσματα ανάμεσα στα μουσικά είδη που μέχρι κάποια εποχή παρέμεναν «αεροστεγώς» κλειστά. 

Με αφορμή τα 13 χρόνια από τον αδόκητο θάνατο του Μάριου Τόκα, το koutipandoras.gr δημοσίευσε χθες την πρώτη συνέντευξη της κόρης του, Χαράς, στον Αντώνη Μποσκοΐτη, όπου σκιαγραφείται η προσωπικότητα του μεγάλου συνθέτη, αλλά και καταγράφεται η μουσική του πορεία. Μια πορεία που, αν και έχει αναγνωριστεί πλατιά, δεν έχει εκτιμηθεί όσο θα άξιζε στο σύνολό της.

Σε αυτό το πλαίσιο, μετά την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνέντευξη της Χαράς Τόκα, το koutipandoras.gr τιμά τον Μάριο Τόκα με ένα αφιέρωμα στον άγνωστο «πολιτικό» Τόκα: την έντονη πολιτική του δράση, ιδιαίτερα στο κίνημα της Κύπρου και τον τρόπο που αυτή εκφράστηκε μέσα από το μουσικό του έργο.

Ο πολιτικός Τόκας

Πριν δούμε την εξέλιξη του Μάριου Τόκα στο πολιτικό τραγούδι, αξίζει να γίνει μια αναφορά στον τρόπο που αντιλαμβανόταν ο ίδιος την έννοια του πολιτικού τραγουδιού, του αγώνα και του ρόλου της μουσικής, καθώς, η άποψή του δεν ήταν ιδιαιτέρως συμβατική ως προς αυτούς τους διαχωρισμούς, παρά το ότι τέτοια «μουσικά σύνορα» συναντώνται συχνά στην ελληνική σκηνή.

Στη χθεσινή συνέντευξη της Χαράς Τόκα στο koutipandoras.gr, απαντώντας σε σχετική ερώτηση του Αντώνη Μποσκοΐτη για το πολιτικό τραγούδι, σημειώνει: «Δεν θεωρούσε ότι γράφει πολιτικά, λαϊκά, ερωτικά ή έντεχνα τραγούδια. Θεωρούσε ότι απλά γράφει τραγούδια με μόνο στόχο αυτά να’ναι καλά. Τραγούδια, επίσης, που θα συνοδεύουν τις στιγμές της ζωής των ανθρώπων και θα’χουν κάτι να τους πούνε, από έναν έρωτα μέχρι μια πολιτική διεκδίκηση».

Ακόμη πιο συγκεκριμένα το θέτει, άλλωστε, ο ίδιος ο Μάριος Τόκας σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Πρώτη, το 1987: «Παρόλα τα δεινά ενός λαού και τις καταστροφές, μαζί με τον αγώνα, πιστεύω ότι οι νύχτες μας εξακολουθούν να “μυρίζουν γιασεμί” (είναι ένα τραγούδι μου) και ο απλός άνθρωπος εξακολουθεί να ερωτεύεται και να τραγουδά. Ο έρωτας και ο αγώνας δε νομίζω ότι είναι δύο “εχθρικές” έννοιες».

Πηγή: Αρχείο οικογένειας Τόκα

Μη αντιλαμβανόμενος, λοιπόν, τον έρωτα και τον αγώνα ως έννοιες «εχθρικές», ο Τόκας κατάφερε να τις ενώσει, σε τέτοιο βαθμό που ο διαχωρισμός τους να είναι όχι μόνο δύσκολος, αλλά ενίοτε και άστοχος. 

Με άλλα λόγια, ο πολιτικός Τόκας δεν είναι άλλος από τον ερωτικό Τόκα, τον λαϊκό Τόκα, τον «έντεχνο», ή ακόμη και τον… παιδικό Τόκα, και αυτό δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί μια μεγάλη επιτυχία, ή καλύτερα κατάκτηση του μοναδικού αυτού συνθέτη. 

«Καταλύτης» η τραγωδία της Κύπρου

Ο Μάριος Τόκας, από τα πρώτα ακόμη βήματα της μουσικής του πορείας συνδέει το όνομά του με τον κυπριακό αγώνα. Οι εμπειρίες από το πραξικόπημα, τη διπλή τουρκική εισβολή και τελικά τον διαχωρισμό της Κύπρου, είναι αυτές που θα τον καθορίσουν ως πολίτη, ως αγωνιστή και ως καλλιτέχνη.

Σταθμός στην πορεία του Τόκα ήταν οι τέσσερις συναυλίες στις ελεύθερες πόλεις της Κύπρου, αμέσως μετά την εισβολή, τον Νοέμβριο του 1974. Ο Μάριος Τόκας ήταν μάλιστα στρατιώτης εκείνη την περίοδο, και χρειάστηκε την άδεια του ΓΕΦ προκειμένου να πάρει μέρος στις συναυλίες όπου ακούστηκαν 16 τραγούδια σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, του Γιάννη Λεφάκη, του Πέτρου Σόφα, του Κύπρου Τόκα του Ανδρέα Νοεφυτίδη και του Ανδρέα Ανδρέου.

Όπως αναφέρουν άνθρωποι που έζησαν τον Μάριο Τόκα εκείνη την εποχή, ένιωθε πολύ άσχημα επειδή η ευαισθησία του δεν τον άφηνε να ξεχάσει ό,τι έζησε με το πραξικόπημα και τις δύο αποβάσεις των Τούρκων. Ιδιαίτερα η ΣΜΕΦ στην οποία ανήκε οργανικά ο Τόκας, είχε δει από κοντά όλες τις θλιβερές τελετές και κυρίως την ταφή πολλών νεκρών του Ιουλίου-Αυγούστου 1974.

Αυτός φαίνεται πως ήταν και ο λόγος που τον ώθησε, όντας ακόμη στρατιώτης, να οργανώσει με δική του πρωτοβουλία τέσσερις συναυλίες υπό την αιγίδα της, νεοϊδρυθείσας τότε, Παγκύπριας Επιτροπής Προσφύγων, για να δώσει στις συνθήκες της εποχής όση βοήθεια γινόταν στους ανθρώπους που εν μία νυκτί βρέθηκαν «πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα».

Προοδευτική ΚΚΦ: Το «σπίτι» του Τόκα

Τελειώνοντας τον στρατό, το 1975, αφήνει την Κύπρο για την Αθήνα, για σπουδές στην Φιλοσοφική Σχολή και στο Εθνικό Ωδείο. Όντας βαθιά πολιτικοποιημένος, καθ’ όλη τη διάρκεια παραμονής του στην Αθήνα συμμετέχει ενεργά στην πολιτιστική δράση της Προοδευτικής Κ.Κ.Φ.Α, τραγουδώντας μάλιστα στις μπουάτ της παράταξης. Όπως διαβάζουμε στην ιστοσελίδα της ΕΔΟΝ, την ίδια περίοδο ο Μάριος Τόκας, αντιλαμβανόμενος την μαχητικότητα των στελεχών της Προοδευτικής και τους στόχους της παράταξης, σύνθεσε τον ύμνο της Προοδευτικής.

Καθ’ όλη τη διάρκεια της παραμονής του στην Αθήνα, συμμετέχει ενεργά στο πολιτιστικό κίνημα του δημοκρατικού φοιτητικού κινήματος. Η μπουάτ στην Πλάκα, όπου τραγουδούσε ο Τζαβέλλας τα «Αντάρτικα», ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει το Μάριο και τα τραγούδια του. Εδώ πρωτοτραγούδησε τα πρώτα πολιτικά τραγούδια του: «Η δική μου η πατρίδα» και «Αδελφέ μου Οσμάν».

Εκτός από τις μπουάτ ο μουσικοσυνθέτης συμμετέχει σε σημαντικές εκδηλώσεις της Προοδευτικής όπως: τον Απρίλη του 1977 στη μεγάλη εκδήλωση προς τιμή των ηρωομαρτύρων Μισιαούλη και Καβάζογλου και τον Απρίλη του 1978 σε μια μεγάλη συναυλία του που συνδιοργάνωσε η Προοδευτική και η Αναγέννηση παρουσιάζει τα μεγάλα του έργα: μελοποιημένη ποιήση του Ναζίμ Χικμέτ, του Ρίτσου, του Πιερίδη και του Γεφτουσένκο.

Επιπλέον, ο Μάριος Τόκας εκπροσώπησε την ΕΔΟΝ σε διεθνείς διοργανώσεις όπως το 1976 και το 1983 στο Διεθνές Φεστιβάλ πολιτικού τραγουδιού «Κόκκινη Παπαρούνα» στη Μιλακοέβγκραντ της Λ.Δ. Βουλγαρίας και το 1977 σε αντίστοιχο Φεστιβάλ στο Βερολίνο. Πήρε επίσης μέρος σε τρία Φεστιβάλ Πολιτικού Τραγουδιού της ΕΔΟΝ και σε Παγκύπρια Φεστιβάλ της Οργάνωσης.

Πηγή: Αρχείο οικογένειας Τόκα

Ο Τόκας, μαζί με άλλους γνωστούς καλλιτέχνες όπως η Μαρία Δημητριάδη, ο Γιάννης Κούτρας και ο Κώστας Θωμαϊδης, συμμετείχαν στην ιστορική εκδήλωση που διοργάνωσε η Προοδευτική στο αμφιθέατρο της ΑΣΟΕΕ, το Φλεβάρη του 1979. Ήταν μια εκδήλωση αλληλεγγύης και συλλογής χρημάτων για τους τριακόσιους Τουρκοκύπριους φοιτητές της Κωνσταντινούπολης, που είχαν εκδιωχθεί από τις φοιτητικές εστίες μετά από απαίτηση του Ντενκτάς, επειδή διαδήλωσαν υπέρ της ανεξαρτησίας της Κύπρου και της λύσης του κυπριακού στη βάση των αποφάσεων του ΟΗΕ.

Πηγή: Αρχείο οικογένειας Τόκα

Πικραμένη μου γενιά: Το κεφάλαιο «Ρίτσος»

Σε μικρή σχετικά ηλικία, ο Μάριος Τόκας έρχεται σε επαφή με τον Γιάννη Ρίτσο. Όπως αποκαλύπτει η κόρη του Χαρά, η γνωριμία των δύο ανδρών έγινε μέσω του τραγουδιστή Λάκη Χαλκιά. Από αυτή τη γνωριμία θα προκύψει ο ιστορικός δίσκος του Τόκα «Πικραμένη μου γενιά», σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου, ο οποίος είχε την τόλμη να εμπιστευτεί τα ποιήματά του σε έναν νεαρό, πλην πολλά υποσχόμενο, συνθέτη. Μάλιστα στον δίσκο ο ίδιος ο Ρίτσος απαγγέλλει το ποίημα «Ο Λαός».

«Μιλούσε με μεγάλη αγάπη για τον Ρίτσο και θεωρούσε τη συνάντηση τους μια απ’ τις πιο ευτυχισμένες στιγμές και στη ζωή του και στο έργο του», σημειώνει στη χθεσινή της συνέντευξη η Χαρά Τόκα.

Ο δίσκος «Πικραμένη μου γενιά», κυκλοφόρησε το 1981 και αποτελεί ένα από τα πρώτα δισκογραφικά βήματα του Τόκα. «Κυκλοφόρησε όταν ήδη το πολιτικό τραγούδι, όπως το είχαμε γνωρίσει μετά τη μεταπολίτευση, είχε ήδη αρχίσει να φθίνει. Και πέρασε στα “ψιλά”, αν και περιέχει μερικές πολύ ιδιαίτερες στιγμές, όπως το “Δεν κλαίω γι’ αυτά που μου ’χεις πάρει”, τραγούδι που έγινε ευρύτερα γνωστά, μέσα από την επανεκτέλεση του Αντώνη Καλογιάννη στο δίσκο “Μικρά ερωτικά” το 1984», σημειώνει για τον δίσκο ο Θανάσης Γιώγλου στο ogdoo.gr.

Από αριστερά: Μάριος Τόκας, Λάκης Χαλκιάς, Γιάννης Ρίτσος, Στέλιος Καζαντζίδης. Πηγή: Αρχείο οικογένειας Τόκα

Η αγάπη του Τόκα για την ποίηση και η λαχτάρα του να την προσφέρει στο ευρύ κοινό με τη μορφή τραγουδιών τον οδήγησε στη μελοποίηση πολλών ποιημάτων, αναπτύσσοντας μάλιστα μια ιδιαίτερη μέθοδο στη δύσκολη αυτή διαδικασία. 

Οι επιλογές του όμως σε μεγάλο βαθμό αποτελούσαν και αυτές μια πολιτική δήλωση, αφού εκτός από τον Ρίτσο, ο Τόκας μελοποίησε ποιήματα των Κώστα Βάρναλη, Κώστα Καρυωτάκη, Τεύκρου Ανθία, Κώστα Μόντη, Θεοδόση Πιερίδη, Μιχάλη Πασιαρδή, Κυριάκου Χαραλαμπίδη, Ναζίμ Χικμέτ, αλλά και την «Περιστερώνα» του Γεφκένι Γεφτουσένκο.

Ο «καθοδηγητής» Μίκης Θεοδωράκης

Σε αυτό το σημείο δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε και σε έναν ακόμη «παγκόσμιο» Έλληνα, η επηροή του οποίου είναι περισσότερο από εμφανής στο έργο του Μάριου Τόκα: Τον Μίκη Θεοδωράκη. Για να γίνει αυτό όμως θα χρειαστεί να κάνουμε μια χρονική αναδρομή, σχεδόν μία δεκαετία πριν την εισβολή στην Κύπρο.

«Ο πατέρας μου συνήθιζε να λέει ότι άρχισε να γράφει τραγούδια επειδή ως μαθητής πήγε κάποτε σε μια συναυλία του Θεοδωράκη στην Κύπρο. Αυτό ήθελε να κάνει! Αισθάνθηκε τόσο πλήρης στην εν λόγω συναυλία, θαύμαζε τόσο πολύ τον Θεοδωράκη που όταν έφτασε εδώ, είπε ότι αυτός ήταν και ο προορισμός του. Έτσι ξεκίνησε στην Κύπρο να γράφει τραγούδια σε στίχους ποιητών, όντας μαθητής ακόμα», αφηγείται η Χαρά Τόκα στο koutipandoras.gr. 

Όμως την ιστορία αυτή την αφηγείται με ακόμη μεγαλύτερη λεπτομέρεια ο ίδιος ο Μάριος Τόκας. «Έγραψα τα πρώτα μου τραγούδια σε ηλικία 16 ετών. Θα σας πω μια μικρή ιστορία. Το ’66 όταν εγώ ήμουν 12 χρονών περίπου, είχε έρθει στην Κύπρο ο Μίκης Θεοδωράκης και στην πόλη μου έκανε μια συναυλία, στην οποία ήμουνα. Μια συναυλία με τη Φαραντούρη, τον Μητροπάνο τότε, και τον Πουλόπουλο και την Ελένη Ροδά. Έπαιξε το Μαουτχάουζεν, έπαιξε τη Ρωμιοσύνη και κάποια απ’ τα λαϊκά του κομμάτια. Συγκλονίστηκα τόσο πολύ, στα δώδεκά μου χρόνια που, μην το θεωρήσετε υπερβολή, αυτή η συναυλία και αυτοί οι ήχοι του Μίκη, μ’ έσπρωξαν κι εμένα να γράψω τραγούδια». 

Το ενδιαφέρον είναι ότι μέσα από αυτή τη σύντομη ιστορία μπορεί κανείς να «δει» τη μετέπειτα πορεία του Μάριου Τόκα. Ένα παιδί μόλις 12 ετών, μαγεύεται από τους ήχους του Μαουτχάζουζεν, συγκλονίζεται από τις δωρικές ερμηνείες της Φαραντούρη και του Μητροπάνου και τελικά λίγα χρόνια αργότερα αρχίζει να εκφράζει τις ανησυχίες του, τους έρωτές του και την ανάγκη του για έναν καλύτερο κόσμο χωρίς εκμετάλλευση, μέσα από τη μουσική του.

Δεκαετίες αργότερα, το 1998, ο Θεοδωράκης θα υποκλινόταν στο ταλέντο του Τόκα, προλογίζοντας έναν από τους κορυφαίους του δίσκους υπό τον τίτλο «Θεογεννήτωρ Μαρία», και γράφοντας για εκείνο το 12χρονο παιδί, το οποίο είχε εμπνεύσει 32 χρόνια νωρίτερα: «Πάντα στηριγμένος στις ρίζες της μουσικής μας παράδοσης, πάντα εκτιμώντας και αναγνωρίζοντας το έργο των συναδέλφων του μουσικών -προηγούμενων και συγχρόνων- δημιούργησε και δημιουργεί έργα γνήσια ελληνικά, όπως αυτό που κρατάμε τώρα στα χέρια μας. Οι μελωδίες του, δεμένες αρμονικά με τις φωνές του Μανώλη Μητσιά και του Κ. Χατζηχριστοδούλου έχουν κάτι από τον ουρανό, τη θάλασσα, τον ίδιο το βράχο του Άθω».

Αγωνιστής… διά βίου

Ίσως ο Μάριος Τόκας να μην συμπεριληφθεί ποτέ στους «πολιτικούς» μας συνθέτες. Ίσως, όμως και να μην επιθυμούσε και ο ίδιος μια τέτοια κατηγοριοποίηση, ούτε και να την είχε ανάγκη.

Οι δημοκρατικοί και προοδευτικοί αγώνες που έδωσε για την υπόθεση της Κύπρου δίνουν από μόνοι τους πολιτικό περιεχόμενο στην πορεία του Μάριου Τόκα. 

Ταυτόχρονα, δε θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει ότι πολιτική είναι και θαρραλέα του στάση να σπάει επιδεικτικά τα μουσικά στερεότυπα της εποχής του. Να δίνει μελοποιημένα ποιήματα του Ρίτσου, σε λαϊκούς τραγουδιστές όπως ο Πασχάλης Τερζής, ή το να διοργανώνει ολόκληρη περιοδεία στην Αθήνα και την επαρχία με νέους τραγουδιστές, όπου θα παρουσιάζονταν μόνο τραγούδια «που απέρριψαν οι εταιρείες μιας και κρίθηκαν αντιεμπορικά». 

Άλλωστε, το γεγονός ότι το πολιτικό στίγμα της μουσικής του Τόκα δεν είναι πάντα εμφανές, δε σημαίνει ότι δεν είναι και πάντα παρόν μέσα στο έργο του, ακριβώς επειδή η ίδια η αφετηρία της δημιουργίας του είναι βαθιά πολιτική και την περιγράφει με αριστοτεχνικό τρόπο σε δύο φράσεις, κατά την τελετή βράβευσής του με το Μετάλλιο εξαίρετης προσφοράς της Κυπριακής Δημοκρατίας, το 2001:

«Δεν ισχυρίζομαι ότι ξόφλησα το χρέος μου, κανένας ποτέ δεν ξοφλά το χρέος του στην πατρίδα. Λέω μόνο, πως σε ό,τι έκανα, κατέθεσα ένα κομμάτι από την ψυχή μου και προσπάθησα να συνθέσω σε ήχους την ελληνική φωνή του αδικημένου νησιού μας και την ελπίδα του αδικαίωτου λαού μας […] Δεν επεζήτησα, κύριε Πρόεδρε, οποιαδήποτε τιμή γι’ αυτό που έκανα. Κι αν αποδέχομαι τώρα με πολλές ευχαριστίες τη μεγάλη τιμή που μου αποδίδετε, είναι για να αισθάνομαι πιο μεγάλη την υποχρέωση να συνεχίσω το έργο μου, να συνεχίσω με τα δικά μου όπλα, τα όπλα της μουσικής, την προσπάθεια σ’ ένα κοινό αγώνα για τη σωτηρία και τη δικαίωση της τόσο πονεμένης και τόσο αγαπημένης πατρίδας μας»

Μάριος Τόκας

ΑΠΟ ΤΟ KOYTI THΣ ΠΑΝΔΩΡΑΣ