Πέντε ιστορίες για τον Κωστή Παπαγιώργη

Αφιέρωμα του Documento

Με αφορμή την έξοδο στις αίθουσες του βραβευμένου ντοκιμαντέρ (καλύτερη ελληνική ταινία στο πρόσφατο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης σύμφωνα με την Πανελλήνια Ένωση Κριτικών Κινηματογράφου) της Ελένης Αλεξανδράκη «Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος», ζητήσαμε από πέντε φίλους του σημαντικού Έλληνα συγγραφέα και διανοητή να μας εκμυστηρευτούν μια δική τους ιστορία γύρω από εκείνον.

 

Ζυράννα Ζατέλη (συγγραφέας)

«Δεν μπορείς να πεθάνεις αν δεν γράψεις αυτή την ιστορία»

Μια κουβέντα του Κωστή που επανέρχεται σταθερά στη σκέψη μου, κυρίως όταν τρώγομαι πάνω απ’ τα γραφτά μου, είναι αυτή: «Ζυράννα, εσύ γράφεις δέκα βιβλία μέχρι να γράψεις το κανονικό, κανόνισε λοιπόν την πορεία σου». Κι αναθαρρεύω ή απελπίζομαι, ανάλογα με το πώς μου ακούγεται κάθε φορά: Ως κολακευτική για τον πολυετή «αγώνα» με τα στοιχειά και τα στοιχεία μου; Ως φοβιστική για το τι με περιμένει ακόμα;… Πριν από αρκετά χρόνια (ήμουν στα ξεκινήματα του «Το πάθος χιλιάδες φορές») του εκμυστηρεύθηκα μια ιστορία από κείνες τις τόσο «απίστευτες» που μόνο η ζωή σκαρφίζεται, ενίοτε και μια αδάμαστη φαντασία. Είχε να κάνει με μένα κι ένα άλλο πρόσωπο, βάσταξε δέκα χρόνια και, για να προλάβω τυχόν υπόνοιες, δεν ήταν αισθηματικής φύσεως. Του Κωστή έλαμψε το μάτι του. «Αυτό είναι δικό σου» μου λέει, «αποκλείεται να συνέβη στην πραγματικότητα τέτοιο πράγμα, αυτό εσύ το έφτιαξες, εσύ το επινόησες, και μπράβο σου». Με τα πολλά τον έπεισα ότι ήταν πόνημα της ίδιας της πραγματικότητας και όχι του ευφάνταστου νου μου και τότε, όπως κι αν έχει, μου είπε πως δεν μπορώ να πεθάνω αν δεν γράψω αυτή την ιστορία! Εφρικίασα τερπνά με τον αφορισμό του και κατά βάθος συμφωνούσα –επρόκειτο όντως για σπουδαίο υλικό–, του ξεκαθάρισα ωστόσο πως ακριβώς για να τη γράψω έπρεπε πρώτα να πεθάνει το άλλο πρόσωπο. Με κοίταξε μ’ εκείνο το περιπαικτικό του μειδίαμα. «Ξεκίνα εσύ να τη γράφεις» μου λέει «και μέχρι να την τελειώσεις το πρόσωπο θα ’χει αποδημήσει δέκα φορές». Το πρόσωπο απεδήμησε όταν ήρθε η ώρα του, σε προχωρημένη ηλικία, κι ο Κωστής κατά καιρούς με ρωτούσε τι γίνεται με την επίμαχη ιστορία, το φοβερό θέμα, ανυπομονούσε να το δει σε βιβλίο, να το διαβάσει. Πλην, φευ, έφυγε κι αυτός, έτσι πρόωρα και αναπάντεχα, κι έκλεισαν ήδη τέσσερα χρόνια χωρίς να μπορώ ακόμα να το χωνέψω, να το εννοήσω. Γράφω λοιπόν ένα βιβλίο για να το διάβαζε ο Κωστής, που –τι πικρή ειρωνεία– δεν θα το διαβάσει. Κάνουμε εμείς τα σχέδιά μας, κάνει και η ζωή τα δικά της. Ο πιο ενδόμυχος από τους φίλους μου μου λείπει όσο κανείς δεν το φαντάζεται. Και συνάμα με συντροφεύει αθέατος όταν γράφω ή όταν αδυνατώ να σύρω γραμμή. Μακάρι κάπου να ξαναβρεθούμε, Κωστή, αφήσαμε στη μέση κάμποσες κουβέντες.

Μίμης Μαρουδάς (εκπαιδευτικός)

«Τι κάνει ο φίλος σου ο καγκελάριος;»

Ήταν Κυριακή μεσημέρι, τέλος Μαΐου, με ήλιο πολύ ζεστό για την εποχή, τότε που οι αγώνες του πρωταθλήματος άρχιζαν στις τρεις και οι οπαδοί κάθε «θρησκείας» σηκώνονταν με την μπουκιά στο στόμα από το κυριακάτικο οικογενειακό τραπέζι, κάτω από το επιτιμητικό βλέμμα συζύγων, παιδιών και πεθερικών, και έφευγαν βιαστικοί, τρέχοντας σχεδόν, για τον ναό της λατρείας τους, για να μη χάσουν ούτε λεπτό από τη «θεία λειτουργία». Ετσι λοιπόν εκείνο το μεσημέρι με τον Κώστα βρεθήκαμε λαχανιασμένοι στην κερκίδα του ΟΑΚΑ στις γνώριμες θέσεις μας, είχαμε εισιτήρια διαρκείας, και ανακουφισμένοι καθίσαμε όσο καλύτερα μπορούσαμε. Ο Παναθηναϊκός, η ομάδα μας, είχε εξασφαλίσει το πρωτάθλημα, υπολείπονταν δυο τρεις αγώνες και ο συγκεκριμένος αγώνας με τον Πανιώνιο δεν είχε βαθμολογικό ενδιαφέρον. Εμείς πηγαίναμε σε όλα τα ματς γιατί εκείνη την εποχή ανήκαμε στην κατηγορία των «αρρώστων». Δεν χάναμε τίποτα! Στα μέσα του δεύτερου ημιχρόνου το σκορ ήταν ήδη 2-0 για την ομάδα μας και σε λίγο έγινε 3-0. Πέντε λεπτά πριν λήξει το παιχνίδι σήκωσα το κεφάλι μου και κοίταξα το ρολόι του σταδίου για να βεβαιωθώ για τον υπόλοιπο χρόνο. Έμεινα έκπληκτος βλέποντας τον πίνακα να γράφει 3-1. Τι γίνεται, ρε Κώστα; φώναξα. Τι γράφει εκεί; Σηκώνει κι αυτός το κεφάλι του και μένει άφωνος για λίγο. Πότε μπήκε το γκολ και δεν το πήραμε είδηση; Πού είμαστε; Κοιμόμαστε; Το γκολ είχε μπει τη στιγμή που είχαμε αρχίσει μια συζήτηση για το θέμα που θα έγραφε το βράδυ για την εφημερίδα ή το περιοδικό, δεν θυμάμαι. Συζήτηση λίγων λεπτών, τριών ή τεσσάρων. Τότε μας βάλανε το γκολ και δεν πήραμε είδηση. Για δεκαπέντε και πλέον χρόνια ειρωνευόμαστε ο ένας τον άλλο γι’ αυτή μας την αφηρημάδα. «Μα, να μπει γκολ και να μην το πάρουμε χαμπάρι! Ωραίοι φίλαθλοι είμαστε! Μην το πεις πουθενά γιατί θα γίνουμε ρεζίλι» μου έλεγε για πολύ καιρό.

Ο Κωστής αγαπούσε το ποδόσφαιρο και τον Παναθηναϊκό, τον τελευταίο σε βαθμό φανατισμού, αλλά λόγω της αγοραφοβίας του δεν μπορούσε να πάει στο γήπεδο και στενοχωριόταν πολύ γι’ αυτό. Όταν ξανασυναντηθήκαμε και κάναμε στενή οικογενειακή παρέα, ύστερα από αρκετά χρόνια αραιών συναντήσεων, ετέθη το θέμα του γηπέδου και σχεδόν εκβιαστικά τον έπεισα να με συνοδεύσει έστω και μία φορά. Η μία φορά έγινε πολλές, έγινε χρόνια και το απολάμβανε αφού μέσω της παρουσίας του μέσα στο κοχλάζον πλήθος του γηπέδου κατόρθωσε να δραπετεύσει σε μεγάλο βαθμό από την αγοραφοβία του. Αυτό μου το έλεγε συχνά: «Αν δεν ήσουν εσύ…».

Κάτι άλλο που αξίζει να αναφέρω από το γήπεδο, αστείο και χαριτωμένο, είναι και τούτο: Ο Κώστας πολλές φορές ενώ παρακολουθούσαμε ένα παιχνίδι σηκωνόταν ξαφνικά και χωρίς να μου πει κουβέντα κατέβαινε στα κάγκελα και ζούσε το ματς από κοντά, εκτονώνοντας έτσι όλο το πάθος του για μπάλα. Ύστερα από δέκα δεκαπέντε λεπτά ερχόταν και πάλι στη θέση του και συνέχιζε να φωνάζει και να βρίζει δικούς, αντιπάλους και διαιτητές. Σε μια τέτοια στιγμή ένας νεαρός ανιψιός μου, που ερχόταν πότε πότε κοντά μας από τη θέση όπου καθόταν λίγο πιο πάνω, τον ονόμασε «καγκελάριο»! Όταν λοιπόν τον συναντούσα εκτός γηπέδου με ρωτούσε πάντα με ενδιαφέρον, καθότι και φανατικός αναγνώστης του: «Τι κάνει ο φίλος σου ο καγκελάριος;».

Σημείωση: Τον Παπαγιώργη τον αποκαλούμε Κώστα όλοι οι παλιοί φίλοι. Κωστή οι νεότεροι και οι αναγνώστες του.

Ελένη Αλεξανδράκη (σκηνοθέτιδα)

«Έγραφε με έναν τρόπο που θα ζήλευε ο κάθε ποιητής»

Αυτές τις μέρες νιώθω χαρά που βγαίνει στους κινηματογράφους η ταινία μου «Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος», αλλά και κάτι σαν μελαγχολία γιατί αναγκάζομαι να μιλάω πολύ για τη φιλία μου μ’ εκείνον και ενώ δεν ένιωσα καμία ηθική αναστολή όσο έφτιαχνα την ταινία, γιατί το έκανα πραγματικά μέσα από την καρδιά μου, τώρα νιώθω κάποια μικρή ενοχή που μιλάω πολύ και για τον εαυτό μου. Σκέφτομαι την αντίθεση της τωρινής δικής μου εξωστρέφειας με τον άνθρωπο του οποίου έκανα το πορτρέτο, που ήταν ο πιο αθέατος, ο πιο κρυφός και ταυτόχρονα ο πιο φωτεινός οδηγός μας. Για να μη μιλάω πολύ λοιπόν, θα προσθέσω απλώς ένα όμορφο απόσπασμα από ένα από τα πιο αγαπημένα μου βιβλία του Κωστή, το «Λάδια ξίδια», όπου το θέμα είναι η μεταφορά: «Τι κι αν ο ήλιος δεν έχει στόμα και ο ουρανός έκφραση; Εμείς μπορούμε να μιλάμε για “σκυθρωπή μέρα” και “ήλιο με δόντια”. Η λαϊκή αντίληψη δεν δυσκολεύεται να προσωποποιήσει ένα άψυχο και να αναγνωρίσει “πόδι” στο τραπέζι και “χέρι” στο κατσαρόλι». Ο Μιχάλης Γκανάς λέει κάπου μέσα στην ταινία ότι παρόλο που ο Κωστής έλεγε ότι δεν αγαπά την ποίηση, έγραφε με έναν τρόπο που θα τον ζήλευε ο κάθε ποιητής.

Μάρω Βούλγαρη (δημοσιογράφος)

Δεν προσπάθησε ποτέ να υποδυθεί τίποτα

Από την πρώτη στιγμή που έμαθα ότι θα ερχόταν να εργαστεί μαζί μας στο «Αθηνόραμα» –ως εξωτερικός συνεργάτης– είχα μια ανήσυχη χαρά και ανυπομονησία να τον γνωρίσω. Περίμενα να δω έναν εκκεντρικό διανοούμενο, εσωστρεφή, με κλειστές παρέες και είδα έναν άνθρωπο γλυκό, που ντρεπόταν πιο πολύ από μένα όταν μας σύστησαν, που μιλούσε στους διαδρόμους για τον Παναθηναϊκό, που μας κάλεσε με φίλους στο σπίτι του στο Χαλάνδρι και μας έψησε καφέ ο γέρος πατέρας του. Είδα έναν άνθρωπο που σπούδαζε την καθημερινότητα, που σύχναζε στη λαϊκή αγορά του Χαλανδρίου προτού μετακομίσει στα Εξάρχεια, που αντλούσε από τα μικρά της ζωής, που αγαπούσε τον άνθρωπο ενώ ο ίδιος έλεγε ότι έχει περάσει από τη μισανθρωπία… Δεν θα ξεχάσω ποτέ τη βραδιά που είχε διοργανωθεί προς τιμήν του στο Αετοπούλειο, στην οποία δεν άφησε κανέναν να βγάλει λόγο για το έργο του και ζήτησε απλώς στα μεγάφωνα ν’ ακούγεται Καζαντζίδης. Ηταν τόσο ταπεινός αυτός ο σύγχρονος φιλόσοφος που δεν προσπάθησε ποτέ να υποδυθεί τίποτα. Ηταν τόσο φρέσκο το βλέμμα του επάνω στον άνθρωπο, ήταν τόσο απελευθερωτικός ο λόγος του, ήταν τόσο μαγικός ο τρόπος που τοποθετούσε στο κείμενο τις απλές καθημερινές λέξεις, ήταν τόσο καινούργιο αυτό που έφερε στη λογοτεχνία έπειτα από δεκαετίες ακαδημαϊσμού και βερμπαλισμού, που αρκούσε απλώς –και το έκανε ευτυχώς– να είναι ο εαυτός του.

Αντώνης Αγγελικόπουλος (καθηγητής)

Ήξερε ότι ο καθένας είχε την κόκκινη αλεπού του

Όταν κανείς έχει θαμμένα πράγματα μέσα του, η μεγαλύτερη λύτρωση είναι να τα εξωτερικεύσει. Αν τα μεταπλάσσει και σε πνευματική δημιουργία, η λύτρωση παίρνει χαρακτήρα διπλό. Γίνεται κάθαρση αλλά και εξομολογητικός βατήρας επικοινωνίας. Αυτό τον διπλό στόχο αναζήτησε και πέτυχε ο Παπαγιώργης σε όλη του τη ζωή. Την ανέλιξη της καταπιεσμένης του προσωπικότητας σε επίπεδα υψηλής εκφραστικής. Και φιλοσοφικής αφήγησης. Είναι αυτός ο λόγος που τον αγαπήσαμε τόσο πολύ όλοι μας. Είμαστε βαθιά καταπιεσμένοι και ξαφνικά κάποιος από μας είπε «φτάνει πια».

Αυτές οι σπουδές, αυτές οι σχέσεις, αυτοί οι έρωτες, αυτά τα επαγγέλματα, αυτές οι συμβάσεις σπάζουν με το αυθεντικό βίωμα. Το βίωμα αυτό έχει τον αέρα της ελευθερίας που τον αισθάνεσαι γιατί σε αναζωογονεί όπως το δροσερό αεράκι σε μια καυτή μέρα του καλοκαιριού. Αυτό ήταν το μεγάλο δίδαγμα του Κωστή. Γίνε ο εαυτός σου και μετά γίνε αυτό που δεν είσαι ακόμα. Δηλαδή καλλιέργησε κι άλλο τον εαυτό σου. Πέρνα από μια ελευθερία από κάτι σε μια ελευθερία για κάτι. Μας προέτρεπε πάντα να πούμε ένα πράγμα στη ζωή μας που να είναι δικό μας και όχι χίλια ξένα. Το έλεγε συνέχεια αυτό. Ηξερε ότι ο καθένας είχε την κλίση του, την εσωτερικότητά του, την κόκκινη αλεπού του, όπως την έλεγε σε ένα του δοκίμιο, και απαιτούσε να δώσουμε τον υπέρ πάντων αγώνα για να την ανακαλύψουμε και να πορευτούμε σε αρμονία και όχι ενάντια σε αυτή.

Θυμάμαι που μου έλεγε με απορία παιδιού: «Καλά, πώς γίνεται ένας άνθρωπος που έχει χιούμορ σαν και σένα να είναι τόσο στεναχωρημένος;». Με προκαλούσε δηλαδή να χρησιμοποιήσω τα δικά μου όπλα για τη δική μου ίαση. Αυτή η ψυχοθεραπευτική προσέγγιση του άλλου με βότανα και συνταγές που μαγειρεύονταν από τόνους βιβλία αλλά κυρίως από την ενσυναίσθηση που τον διέκρινε τον μετέτρεπε σε έναν άτυπο ψυχοθεραπευτή που είχε μέσα του τις νόσους όλων μας. Μου έλεγε ότι ο συνομιλητής του του γεννούσε την ψυχολογία του μέσα του και αυτό τον τρόμαζε αλλά παράλληλα γινόταν ο καταλληλότερος εξομολογητής. Ο Αλμπέρ Καμύ στον «Επαναστατημένο άνθρωπο» μιλάει για το πιο τεντωμένο τόξο που είναι έτοιμο να στείλει το βέλος του στοχευμένα και αποτελεσματικά. Ο Κώστας ήταν για μένα το πιο τεντωμένο τόξο της γενιάς μας.

ΑΠΟ ΤΟ DOCUMENTO