Πολιτικά σενάρια από το μέλλον: πώς θα είναι η επόμενη Βουλή

Του Νίκου Γαλάτη

Με μια ευνοϊκή συγκυρία ο κυβερνητικός σχηματισμός έχει να περάσει τον σκόπελο της τρίτης αξιολόγησης ώστε να βγει πια στις αγορές και να φύγει από το μνημόνιο, τον Αύγουστο του 2018, χρονιά που όπως φαίνεται ο Αλέξης Τσίπρας θα φορέσει γραβάτα.

Αν όλα πάνε καλά τότε οι εκλογές θα γίνουν στο τέλος της τετραετίας με ένα πακτωλό παροχών, την αναπτυξιακή τράπεζα κι ένα σχέδιο ανάπτυξης που θα έχει αποδώσει τόσους καρπούς ώστε ο ΣΥΡΙΖΑ να αντιστρέψει το αρνητικό κλίμα που υπάρχει σήμερα και να διεκδικήσει και πάλι μια νίκη στις εκλογές, αν και αυτό φαίνεται ακατόρθωτο.

Η αρχή των συγκοινωνούντων δοχείων μας λέει πως όλα -μα όλα- κρίνονται από την πορεία των πραγμάτων στους ενδιάμεσους χώρους όπως είναι πρωτίστως ο χώρος της κεντροαριστεράς και κατά πόσο η Δημοκρατική Συμπαράταξη – ή όποιος άλλος φορέας- καταφέρει να ξεκολλήσει τα ποσοστά της και ανακτήσει τις δυνάμεις που τις «έκλεψε» ο ΣΥΡΙΖΑ.

Στην πραγματικότητα η ανατροπή αν υπάρξει θα είναι ραγδαία αφού ένα 10-15% του εκλογικού σώματος -πέρα από το ότι αποφασίζει την τελευταία στιγμή- σε μεγάλο βαθμό πριμοδοτεί το πρώτο κόμμα. Που σημαίνει πως πράγματι αν ο χώρος της κεντροαριστεράς ανασυγκροτηθεί ώστε να πιάσει διψήφια ποσοστά δεν θα μείνει σ΄αυτά, αλλά θα πάρει το μπόνους που πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν από 4-5% βρέθηκε αρχικά στο 17% και από κει στο 27% και στο 35%.

Από αυτή την πλευρά οι επόμενες εκλογές θάναι ντέρμπι για τρεις, όπως λέει η πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ που καλεί από καιρό παράγοντες και ψηφοφόρους του άλλοτε κραταιού κόμματος «να γυρίσουν σπίτι». Κάθε ποσοστό που παίρνει αυτή η νέα παράταξη θα αφαιρείται πρωτίστως από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και από τη Νέα Δημοκρατία -που βλέπει ήδη την ανασύσταση του χώρου ως απειλή για την ίδια -και κυρίως την αυτοδυναμία της.

Αν υποθέσουμε ότι η σημερινή δύναμη -όπως την εμφανίζουν οι δημοσκοπήσεις- του ΣΥΡΙΖΑ είναι κοντά στο 17%- και χαμηλότερα- η απόσταση ανάμεσα στον κεντροαριστερό φορέα και το κυβερνών κόμμα είναι η μισή από αυτή που φαίνεται, αφού κάθε ψήφος που προστίθεται στο ένα κόμμα θα αφαιρείται από το άλλο.

Το ίδιο συμβαίνει και ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ και την Νέα Δημοκρατία όπου αν η διαφορά τους είναι π.χ. 10 μονάδες αυτή εκμηδενίζεται αν ο πρώτος αποσπάσει τις μισές μονάδες. Δηλαδή, όπως πάντα, αυτό μπορεί να μεταφράζεται σε 70-100.000 ψήφους που το ένα κόμμα θα αποσπάσει από το άλλο.

Η διαπίστωση αυτή σε ό,τι αφορά τον κυβερνητικό σχηματισμό -που έχει το πλεονέκτημα των πατροπαράδοτων «παροχών»- μπορεί να οδηγήσει σε στοχευμένες «δωροδοκίες» συγκεκριμμένων εκλογικών ομάδων, όπως είναι π.χ. οι δημόσιοι υπάλληλοι και ειδικές κατηγορίες όπως οι στρατιωτικοί, οι «φτωχοί» που θα ωφεληθούν από παροχές σε ρεύμα, επιδόματα και άλλα «αγαθά», οι ωφελημένοι από την περιβόητη αναπτυξιακή τράπεζα και τα δάνειά της.

Το ερώτημα είναι αν θα προλάβει η κυβέρνηση να δείξει πως «οι θυσίες πιάσαν τόπο» κι αν το στέγνωμα της αγοράς με φοροεπιδρομές και κατασχέσεις ακόμα και λίγων ευρώ θα προκαλέσει τέτοια ασφυξία που η κοινωνική αναταραχή δεν θα τις επιτρέψει να πάει «ομαλά» σε εκλογές ή δεν εξαντλήσει, όπως θεωρείται πιθανό, την τετραετία.

Η ταχτική αυτή εφαρμόστηκε το 1985 όταν το ΠΑΣΟΚ είχε προκαλέσει μια δυσαρέσκεια στους ψηφοφόρους του, αλλά οι υπόγειες παροχές, οι συντάξεις σε αγωνιστές, οι διορισμοί, οι δανειοδοτήσεις -ακόμα και σε εταιρείες χωρίς έδρα- με στόχευση στους ψηφοφόρους της αριστεράς το ξανάφεραν στην εξουσία με 45% -κι ένα άλλο εκλογικό κοινό που βρέθηκε από του πουθενά να ισοσταθμίσει τις διαρροές του.

Το πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι πως δεν διαθέτει τον πακτωλό χρημάτων της εποχής εκείνης- το Σχέδιο  Γιούνκερ   μπορεί να φέρει επενδύσεις  μόλις 4 δισεκ.- και γι΄αυτό επείγεται να βγει στις αγορές ή να κερδίσει μια σημαντική ελάφρυνση χρέους την οποία συζητά ακόμα και η Μέρκελ.

‘Εμείς κάναμε ό,τι έπρεπε, η σειρά σας τώρα» διαμηνύει εδώ και καιρό ο Αλέξης Τσίπρας προς την Ευρώπη, εισπράττοντας επαίνους. Καμιά κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να πάρει τέτοια μέτρα -χωρίς να ανοίξει μύτη. Καμιά κυβέρνηση δεν είχε βάλει με κατασχέσεις χέρι σε λογαριασμούς ακόμα και λίγων εκατοντάδων ευρώ από καταβολής του νεοελληνικού κράτους.

Και καμιά κυβέρνηση δεν είχε μεν φθορά αλλά αντίστοιχη με αυτή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης -στις εκλογές του Σεπτέμβρη του 2015- οδηγώντας σε αδιέξοδο, να κλαίει και να οδύρεται ότι η κυβέρνηση εφαρμόζει- σχεδόν- το πρόγραμμά της, αλλά με …αριστερό «πρόσημο».

Ιστορικά έχουν κερδίσει τις εκλογές κόμματα που ήταν στην κυβέρνηση και είχαν 12% στις δημοσκοπήσεις. Οι επιδόσεις της Νέας Δημοκρατίας σ΄αυτές- με ποσοστά που την φέρνουν ως και 37%- δεν είναι καλές με δεδομένη την μεγάλη μάζα ψηφοφόρων που δεν απαντούν ή δεν λένε τι θα ψηφίσουν. Ουσιαστικά οι δημοσκοπήσεις αυτό που λένε είναι πως ναι μεν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει φθορά- που μεταφράζεται όμως σε αποχή ή ανοχή και όχι σε ψήφους στο αντίπαλο στρατόπεδο- αλλά έχει μια σοβαρή βάση- που δεν απέχει πολύ από αυτό που είχε πάντα: ένα πυρήνα του 17% που προφανώς στις εκλογές θα γίνει τουλάχιστο 27%- εκτός εάν ένας άλλος φορέας πάρει τη θέση του δεύτερου κόμματος. Αυτός ο φορέας αν κερδίσει τον ΣΥΡΙΖΑ θα μπορέσει να κερδίσει και τη Νέα Δημοκρατία -ιδιαίτερα σε κλίμα πόλωσης- και τουλάχιστο θα είναι ο ρυθμιστής των εξελίξεων.

Αν υποθέσουμε πως η Νέα Δημοκρατία εξασφαλίζει αυτοδυναμία ή σχηματίσει κυβέρνηση με δορυφόρους σε ένα μέτωπο θα βρεθεί μπροστά στις προεδρικές εκλογές αργά ή γρήγορα και σε νέες εκλογές που θα γίνουν με απλή αναλογική, αν δεν εξασφαλίσει τόσες έδρες ώστε να την αποτρέψει.

Στην πραγματικότητα ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ναρκοθετήσει το πεδίο είτε εκλογικά, είτε με μέτρα που θα πάρει η …επόμενη κυβέρνηση. Έφτιαξε ένα εκλογικό σύστημα που ευνοεί το δεύτερο κόμμα -που αν η ΝΔ δεν έχει περιθώρια συμμαχιών -ειδικά αν δεν υπάρχει στην επόμενη Βουλή το …πρόθυμο Ποτάμι.

Αν το δεύτερο κόμμα είναι ο ΣΥΡΙΖΑ -που μαζί με τον Καμμένο αυξάνει την δύναμή του -και θάναι «μαζί για πάντα» έχει όλα τα περιθώρια να κινηθεί μέσα σε ένα πλαίσιο συνεργασιών με τη λογική του «δημοκρατικού μετώπου» -που βλέπουν ως λύση τελευταία όχι μόνο πολλά στελέχη του- κι ο ίδιος ο πρωθυπουργός- αλλά και στελέχη της Κεντροαριστεράς με διάθεση να τον …συγχωρήσουν -που συνεργάστηκε με ένα δεξιό κόμμα. Το ίδιο είχαν κάνει και κείνοι.

Με δεδομένο ότι 40-50 έδρες της εκάστοτε Βουλής ανήκουν σε κόμματα εκτός τόξου- που δεν θέλουν να συνεργασθούν με οποιαδήποτε κυβέρνηση, όπως είναι η Χρυσή Αυγή και το ΚΚΕ εμφανίζεται το φαινόμενο να σχηματίζεται κυβέρνηση από το υπόλοιπο σώμα- περίπου 250 εδρών. Που σημαίνει πως για να εξασφαλίσει ένα κόμμα κυβέρνηση -αν δεν πάρει το μπόνους των περίπου 35 εδρών, στην πράξη- θα πρέπει να συνεργασθεί με κάποιο άλλο ή με περισσότερα από ένα. Αυτό σημαίνει ότι -ελλείψει «μεγάλων» ηγετών- οι επόμενες κυβερνήσεις θα είναι συμμαχικές.

Αυτό σημαίνει απανωτές εκλογές, κίνδυνο ακυβερνησίας ή κυβερνήσεις σαν αυτή των ΣΥΡΙΖΑ -ΑΝΕΛ και Σία που στηρίζονται περίπου στο 18% των εν δυνάμει ψηφοφόρων -που κατά πρωτοφανές ποσοστό απέχουν. Αυτή η διάταξη δίνει ρόλο ρυθμιστή σε ένα μικρό κόμμα που απολαμβάνει προνόμια «συνεταίρου» που ανά πάσα στιγμή μπορεί να ρίξει την κυβέρνηση.

Από αυτή την άποψη -κι αν Ποτάμι και ΑΝΕΛ δεν μπουν στην επόμενη Βουλή- ο ρόλος του «κεντροαριστερού» κόμματος είναι καθοριστικός κι ένα δέλεαρ για να φτιάξει κάποιος σαν τον Βενιζέλο ή την Διαμαντοπούλου. Δεν θα πάρει πολλές έδρες- αν καταφέρει να μπει στη Βουλή, αλλά θα έχει ήδη πριν τις εκλογές- όπως φάνηκε με τον Καμμένο- μερικά …υπουργεία.

Στην πραγματικότητα το πρώτο κόμμα όμως- ως τώρα- δεν είναι επωφελείται μόνο από το μπόνους των 50- στην πράξη λιγότερες- εδρών, αλλά κλέβει και το μεγάλο ποσοστό των εδρών των κομμάτων που δεν θα μπουν στη Βουλή, παραβιάζοντας την αρχή της ισοδυναμίας της ψήφου.

Επιπλέον -με το σύστημα των εκλογικών περιφερειών- ευνοείται και πάλι το πρώτο κόμμα. Το αποτέλεσμα είναι μια κυβέρνηση που δεν εκπροσωπεί τελικά την πλειοψηφία και στην πράξη νόμοι μειοψηφίας- που θα ανατραπούν από μια άλλη κυβέρνηση και που ποτέ δεν έχουν την ευρύτερη λαϊκή συναίνεση- την παραβίαση τελικά της λαϊκής βούλησης- της λαϊκής κυριαρχίας.