«Πολωνοποίηση»

Του Κώστα Μποτόπουλου

Ακούστηκε τις τελευταίες ημέρες, ως κριτική στον τρόπο λειτουργίας της κυβέρνησης στην «υπόθεση Novartis», ο όρος «πολωνοποίηση». Χρήσιμο θα ήταν να ξέρουμε για τι μιλάμε, ώστε να μπορούμε να συγκρίνουμε και να κρίνουμε.

Με την επιστροφή, το 2015, του εναπομείναντος Κατσίνσκι στην εξουσία στην Πολωνία (ο δίδυμος αδελφός του, με τον οποίο είχε συγκυβερνήσει παλαιότερα, σκοτώθηκε το 2010 σε αεροπορικό δυστύχημα, που ακόμα στοιχειώνει και τον αδελφό του και τη χώρα) και τη σύμπηξη «άξονα των χωρών του Βίζεγκραντ» με την όξυνση του μεταναστευτικού ζητήματος, ένα κρίσιμο φαινόμενο εξελίσσεται εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης: η όλο και μεγαλύτερη απομάκρυνση των χωρών της Κεντρικής-Ανατολικής Ευρώπης όχι μόνο από τις κοινές πολιτικές της Ένωσης αλλά και από το κοινοτικό κεκτημένο και ιδίως από τα θεμέλια του ευρωπαϊκού Κράτους Δικαίου.

Στην Ελλάδα δεν βρισκόμαστε, αντικειμενικά, μπροστά σε παρόμοια κατάσταση. Το ότι παρατηρούνται, εξίσου αντικειμενικά, φαινόμενα κάμψης του Κράτους Δικαίου, ιδίως όσον αφορά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, θα έπρεπε να χτυπήσει ως καμπανάκι για να γλιτώσουμε τα χειρότερα και όχι για να μιμηθούμε την Ουγγαρία και την Πολωνία.

Η γενική αυτή τάση δεν θα μπορούσε να αναδειχθεί χωρίς την ενεργό συμμετοχή της μεγαλύτερης και σημαντικότερης χώρας, της Πολωνίας, το σπόρο όμως έσπειρε μια άλλη χώρα –ή μάλλον η κυριαρχία ενός ανθρώπου του Βίκτορ Όρμπαν, στη χώρα του, την Ουγγαρία.

Οι εκλογές του 2010, που ξανάφεραν, μετά από ένα διάλειμμα οκτώ ετών, τον Όρμπαν στην εξουσία, πλήρως μεταλλαγμένο από αφελή νεαρό με το μαχαίρι στα δόντια σε επικεφαλής μιας καλοδουλεμένης και αδυσώπητης μηχανής κατάκτησης και μεταμόρφωσης του κράτους και της πολιτικής, ήταν κρίσιμες για πολλούς λόγους: γιατί δεν νίκησε απλώς αλλά σάρωσε (53% των ψήφων και 263 στις 386 έδρες της Βουλής) και γιατί τέτοιας έκτασης επικράτηση τού επέτρεψε να αλλάξει το Σύνταγμα και να αλώσει τους θεσμούς. Η επόμενη εκλογική νίκη, το 2014, απλώς νομιμοποίησε τον αιρετό αυταρχισμό, την κατάργηση του κράτους δικαίου και την πολιτική «φιλοσοφία» που τις υποκινούσε και που συνέχιζε να βρίσκει απήχηση σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού. Και συνεχίζει: το 2018 είναι πάλι εκλογική χρονιά και ο Όρμπαν αναμένεται να επανεκλεγεί άνετα.

Τα χαρακτηριστικά του καθεστώτος Όρμπαν έχουν πολλά κοινά με καθεστώτα όπως της Πολωνίας μετά την επανάκαμψη του Κατσίνσκι το 2015 αλλά και της Ρωσίας και της Τουρκίας. Άλωση και διαστροφή των θεσμών με βάση την εκλογική νίκη: αλλαγή του εκλογικού νόμου και του Συντάγματος (2011), χειραγώγηση του Συνταγματικού Δικαστηρίου, μετατροπή του Γενικού Εισαγγελέα σε κομματικό Επίτροπο, διορισμός όχι απλώς φίλων αλλά πιστών σε όλες τις κρίσιμες θέσεις, υποταγή της Δικαιοσύνης στην κυβέρνηση μέσω διορισμών, παρεμβάσεων και αλλαγών στο νομικό πλαίσιο.

Φίμωση ή εκφοβισμός του Τύπου και της ελευθερίας της έκφρασης: διορισμός και των 4 μελών του Συμβουλίου Μέσων Επικοινωνίας απευθείας από την κυβέρνηση και τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, κλείσιμο του τελευταίου ανεξάρτητου τηλεοπτικού σταθμού το 2014 και της βασικής εφημερίδας της αντιπολίτευσης το 2016. Χρήση του Χριστιανισμού και του χριστιανικού ιδεώδους ως συγκολλητικού ιστού της ετερόκλητης κοινωνικής πλειοψηφίας και ως εργαλείου καταγγελίας του ξεπεσμού της Ευρώπης (και της Ευρωπαϊκής Ένωσης) και των έτοιμων να μολύνουν το χριστιανικό ιστό μεταναστών.

Πόλεμος κατά της εκπαίδευσης, που άρχισε με μειώσεις κονδυλίων, δασκάλων και μαθητών, επεμβάσεις στο διδακτικό έργο και βρήκε την παραδειγματική του εικονογράφηση στην –ανολοκλήρωτη ακόμα- προσπάθεια κλεισίματος του Πανεπιστημίου της Κεντρικής Ευρώπης που εδρεύει στη Βουδαπέστη. Κατασκευή εξωτερικών εχθρών, στην προκείμενη περίπτωση του Ουγγρικής καταγωγής επιχειρηματία Σόρος, που μπορεί να μην ήταν, όπως ο Γκιουλέν με τον Ερντογάν, πρώην συνεργάτης του Όρμπαν, αλλά έκανε το λάθος να είναι Εβραίος και κοσμοπολίτης, να έχει πολλά λεφτά και να θέλει με αυτά να βοηθήσει και τη χώρα του (χρηματοδοτώντας, μεταξύ άλλων, και το Πανεπιστήμιο Κεντρικής Ευρώπης).

Όλες αυτές οι ενέργειες ερέθιζαν κάθε τόσο, τις ευαίσθητες αντένες των αρμόδιων για τις ελευθερίες και τη Δημοκρατία στην Ένωση, αλλά όχι τόσο που να τους κάνουν να ξεκινήσουν κατά του –σύμφωνα με τη διατύπωση του ίδιου- «αντιφιλελεύθερου δημοκράτη» Όρμπαν την τύχη που επιφύλαξαν στο πιο «ιδεολογικό» καθεστώς του Κατσίνσκι.

Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής να κινήσει κατά της Πολωνίας, το Δεκέμβριο του 2017, επίσημη διαδικασία παραβίασης του κοινοτικού κεκτημένου (άρθρο 7.1 της Συνθήκης της Λισαβόνας), λόγω του τρόπου με το οποίο η πολωνική κυβέρνηση χειρίζεται, ή μάλλον διαβρώνει, τη δικαστική ανεξαρτησία, έχει μια διπλή ιστορική κρισιμότητα: αποτελεί την πρώτη χρήση, ή απειλή χρήσης, του «πυρηνικού όπλου» της Ένωσης κατά κράτους μέλους της και στρέφεται, επίσης για πρώτη φορά και διόλου τυχαία, εναντίον της γενικευμένης θεσμικής και πολιτικής αποσταθεροποίησης που επιχειρούν τα τελευταία χρόνια οι «χώρες του Βίζεγκραντ» (Πολωνία, Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία).

Η λίστα των παραβιάσεων της δικαστικής ανεξαρτησίας από την πολωνική κυβέρνηση είναι μεγάλη και σοβαρή. Δύο μέτρα και δύο σταθμά στη θητεία των μελών του Συνταγματικού Δικαστηρίου, ώστε η κυβέρνηση να μπορεί να διατηρεί όσους δικαστές είναι της αρεσκείας της. Δημιουργία δικαστικού πειθαρχικού συμβουλίου με μέλη διοριζόμενα απευθείας από την κυβέρνηση. Επιλογή και αξιολόγηση των δικαστών από Επιτροπή της Βουλής αντί από δικαστικούς σχηματισμούς. Δυνατότητα του Συνταγματικού Δικαστηρίου να «ξαναδεί» υποθέσεις για τις οποίες έχουν εκδοθεί αποφάσεις ακόμα και πριν 20 χρόνια.

Ωστόσο η διαδικασία κολασμού, που μπορεί θεωρητικά να φτάσει ως και την αφαίρεση ψήφου ή συμμετοχής σε ευρωπαϊκά κονδύλια (αλλά που δεν έχει καμία πιθανότητα ευόδωσης, καθώς απαιτείται ομοφωνία και η Ουγγαρία εκδήλωσε αμέσως την αντίθεσή της), έχει έντονο πολιτικό χαρακτήρα και δεν είναι τυχαίο ότι στρέφεται κατά της χώρας η Πρωθυπουργός της οποίας δήλωνε ότι «θα τινάξει την Ευρωπαϊκή Ένωση στον αέρα», την ίδια μέρα (10 Μαρτίου 2017) που ένας συμπατριώτης και πρώην Πρωθυπουργός της χώρας της, ο Ντόναλντ Τουσκ, επανεκλεγόταν Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου.

Γιατί το πρόβλημα με τις «χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ» είναι κυρίως πολιτικό: μπορεί στην καρδιά της Ευρώπης να επιτραπεί σε κράτη μέλη όχι μόνο να πειραματίζονται αλλά και να διαχέουν ένα είδος καθεστωτικού λαϊκισμού που καταλύει ή τραυματίζει το Κράτος Δικαίου; Η απάντηση, αν θέλουμε να διασωθεί ό,τι απέμεινε από το ευρωπαϊκό ιδεώδες, δεν μπορεί παρά να είναι ένα εμφατικό «όχι».

Στην Ελλάδα δεν βρισκόμαστε, αντικειμενικά, μπροστά σε παρόμοια κατάσταση. Το ότι παρατηρούνται, εξίσου αντικειμενικά, φαινόμενα κάμψης του Κράτους Δικαίου, ιδίως όσον αφορά την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης, θα έπρεπε να χτυπήσει ως καμπανάκι για να γλιτώσουμε τα χειρότερα και όχι για να μιμηθούμε την Ουγγαρία και την Πολωνία. Η πρωτοβουλία και το βάρος απόδειξης, όπως πάντα και παντού σε αυτές τις περιστάσεις, ανήκει στην κυβέρνηση. Το πρώτο, έστω και καθυστερημένο, βήμα θα μπορούσε να γίνει με την “υπόθεση Novartis”, στην οποία η κυβέρνηση ξεκίνησε με μια σειρά από θεσμικά φάουλ, που οφείλει στη συνέχεια να διορθώσει, αν θέλει πράγματι να λάμψει η αλήθεια.

 

Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι συνταγματολόγος, πρ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς