Προστασία της πρώτης κατοικίας και για τους επιχειρηματίες

Του Γιώργου Καρανίκα

Με ιδιαίτερη αγωνία παρακολουθούμε το τελευταίο διάστημα τις διαβουλεύσεις για την αντικατάσταση του νόμου Κατσέλη. Δυστυχώς, στην κοινή γνώμη έχει περάσει λανθασμένα η εντύπωση ότι η προστασία της πρώτης κατοικίας πρέπει να αφορά μόνο όσους έχουν πάρει στεγαστικά δάνεια και λόγω της οικονομικής κρίσης είναι σε δυσχερή θέση, με αποτέλεσμα να κινδυνεύσουν να χάσουν το σπίτι τους.

Θέλω λοιπόν να διευκρινίσω ότι το πρόβλημα είναι πιο σύνθετο και αφορά άμεσα χιλιάδες μικρούς και μεσαίους επιχειρηματίες που αναγκάστηκαν να πάρουν ένα δάνειο προκειμένου να αναπτύξουν ή να διασώσουν την επιχείρηση τους, βάζοντας υποθήκη το σπίτι τους. Μόνο που για αυτούς τους ανθρώπους δεν έχουμε δει να γίνεται λόγος.

Για να καταλάβουμε το μέγεθος του προβλήματος, σήμερα τα «κόκκινα» επιχειρηματικά δάνεια με προσημείωση κύριας κατοικίας ως 100.000 ευρώ αντιστοιχούν σε περίπου 40.000 επιτηδευματίες, ενώ το «βάρος» τους υπολογίζεται σε κάτι λιγότερο από 1,5 δισ ευρώ. Δηλαδή δεκάδες χιλιάδες συνάδελφοι μου ζουν καθημερινά με το φόβο της απώλειας του σπιτιού τους, καθώς με τα μέχρι τώρα δεδομένα δεν μπορούσαν να τύχουν προστασίας επειδή έχουν πτωχευτική ικανότητα.

Θεωρώ ότι είναι ένα πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί άμεσα.

Δεν είναι μόνο οι κοινωνικές διαστάσεις που πρέπει να μας απασχολούν αλλά και οι καθαρά οικονομικές. Ένα «κραχ» σε αυτή την κατηγορία των οφειλετών είναι δεδομένο ότι θα «βυθίσει» ακόμα περισσότερο την αγορά, η οποία -να θυμίσουμε- προσπαθεί να ανακάμψει. ‘Αρα μία αρνητική εξέλιξη σε αυτό το τόσο σοβαρό θέμα δεν θέτει σε κίνδυνο μόνο την περιουσία των οφειλετών επιχειρηματιών αλλά θα προκαλέσει «τριγμούς» σε όλο το επιχειρείν αλλά και στην απασχόληση. Η κυβέρνηση -η οποία ήδη βρίσκεται σε συζητήσεις με τους εκπροσώπους των τραπεζών- οφείλει να βρει μία συνολική λύση στο πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων επιχειρηματικών δανείων. Εμείς τονίζουμε και αυτή τη διάσταση, δηλαδή μικρά επιχειρηματικά δάνεια που δόθηκαν με προσημείωση της κύριας κατοικίας. Και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όμως οφείλουν να δουν αυτή την παράμετρο, δεν είναι δυνατόν όλα να εξετάζονται μόνο με λογιστική προσέγγιση.

Πίσω από τους αριθμούς υπάρχουν άνθρωποι. Και είναι οι ίδιοι άνθρωποι που μέχρι σήμερα έχουν σηκώσει το μεγαλύτερο βάρος των συνεπειών της κρίσης και προσπαθούν με κάθε τρόπο να κρατήσουν ανοιχτές τις επιχειρήσεις τους και τους εργαζόμενους στις εργασίες τους, υπό συνθήκες εξαιρετικά αντίξοες. Η υπερφορολόγηση, οι υψηλές ασφαλιστικές εισφορές, η έλλειψη ρευστότητας σε συνδυασμό με τη μείωση της κατανάλωσης και την αναδιανομή του τζίρου προς όφελος των μεγάλων επιχειρήσεων, η καθυστέρηση της εφαρμογής του ακατάσχετου λογαριασμού, η αδυναμία ουσιαστικής εφαρμογής του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών είναι ορισμένοι μόνο από τους παράγοντες που προκαλούν «ασφυξία» στην αγορά.

Μάλιστα προστέθηκε ακόμα ένα σοβαρό θέμα που καλούμαστε να διαχειριστούμε και δεν είναι άλλο από την αύξηση του κατώτατου μισθού χωρίς την αντίστοιχη μείωση του μη μισθολογικού κόστους. Με δύο λόγια, η μικρομεσαία επιχειρηματικότητα συνεχίζει να βρίσκεται στο «μάτι του κυκλώνα». Είναι κάτι που πρέπει να αλλάξει αν θέλουμε να ελπίζουμε βάσιμα στην αντιστροφή της εικόνας της οικονομίας μας και στη χάραξη μίας αναπτυξιακής πορείας που θα στηριχθεί στην υγιή επιχειρηματικότητα.

*Προέδρου της Ελληνικής Συνομοσπονδίας Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας

ΑΠΕ ΜΠΕ