Σκόνη στα μάτια και ένα δάκρυ

Του Ιωάννη Δαμίγου

Μια κούραση και μια αποστροφή για τις καθημερινές ανούσιες παρουσίες λογής πολιτευτών που κατακλύζουν τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές συχνότητες, σε συνδυασμό με αυτοαποκαλούμενους δημοσιογράφους ως ντεκόρ, έτσι για να μας θυμίζουν την επιτυχή …  επιλογή μας. Να καταναλώνουν λέξεις απλήρωτες, δωρεάν λαϊκισμό, αυθάδεια με τόκο, αγοραία ειρωνική αυταρέσκεια σε διατίμηση, διακοσμώντας το …  κενό, με προτάσεις χωρίς σημεία στίξης και νόημα, παρά μόνο προσωπική προβολή υποταγής στα κομματικά κελεύσματα που υπηρετεί αμειβόμενος. Σταθερά καμία, εκτός αυτής της στιγμιαίας συμφέρουσας, που αν απαιτήσει η ανάγκη, ανατρέπεται θρασύτατα στην επόμενη πρόταση, σαν να ήμουν άλλος και όχι εγώ, που σημειώνει εκθέτοντας ο στίχος του ποιητή.

Σκονίστηκαν όλα από βρόμικη συνήθεια, αλλά από καθαριότητα και ξεσκόνισμα, δεν γνωρίζουμε, δεν μάθαμε ποτέ.Και ο άρρωστος αέρας σηκώνει την βρόμικη σκόνη, που μπαίνει ακάλεστη ακόμα και στα κλειστά μάτια, ελευθερώνοντας το τελευταίο αμυνόμενο ευεργετικό δάκρυ, από φύση όμως, όχι από έννοια! Η βρόμικη σκόνη σωρεύτηκε και κατακάθισε στην ατημέλητη σκέψη και πράξη, με ανέμελη επιπολαιότητα, παραδομένη στις πλάνες σειρήνες του φευγαλέου, του άπιαστου, της παγίδευσης. Δάκρυσε η σκέψη αντικρύζοντας τον χαλασμό και το ξεπάτωμα της ρίζας της συνείδησης, της ίδιας της ζωής, που μετατράπηκε από ακούσια αναπνοή, σε αγωνιώδη αναζήτηση ανάσας! 

Προδώσαμε και προδοθήκαμε άπειρες φορές, πρώτα με δική μας ευθύνη, έπειτα με την ευθύνη των ταγών μας. Πάντα είχαμε βρόμικη σκόνη στον τόπο μας, από την αρχή του. Την “προκαλούσε” η ανοιχτωσιά του χώρου, της θάλασσας, του φωτός και της ελιάς, με ακριβό αντίτιμο την σκόνη, που έμπαινε στα μάτια μας και στο μυαλό μας, πάντα την πιο κρίσιμη στιγμή, αυτή της επιλογής και που το δάκρυ μας στερούσε την ξεκάθαρη όραση. Συνηθίσαμε να κοιτάζουμε, μα όχι να βλέπουμε, όχι να διακρίνουμε, μα να μπαλώνουμε πρόχειρα τρύπες και κενά με κουτοπόνηρες δικαιολογίες ανοχής και πρόσκαιρου βολέματος. 

Επειδή ενός κακού μύρια έπονται, ήρθε και η πανδημία, ήρθαν οι φωτιές και οι πλημμύρες, ήρθε η ακρίβεια, επιδείνωσε την ήδη υπάρχουσα φτώχεια, έφθασε και ο πόλεμος σαν επιστέγασμα! Ο άνεμος της ανέχειας αυξάνει τα μποφόρ του, στροβιλίζει την βρόμικη σκόνη της μαθημένης ανημπόριας και μπαίνει στο μάτι της ψυχής, προκαλώντας το δάκρυ της θλίψης και της μη αναστρέψιμης κατάντιας. Δεν υπάρχουν πλέον αντιστάσεις καθώς η τελευταία ελπίδα, αυτή της παιδείας, χάνεται στην σκόνη και στα δάκρυα, εγκαταλελειμμένη και προδομένη. Και απλά ακολουθούμε την σκονισμένη αγέλη στην σφαγή. Με ένα δάκρυ από την σκόνη, στην άκρη του μισόκλειστου ματιού….