Συναίνεση στην πολιτική λιτότητας;

Του Γιάννη Μπράχου

Συναίνεση σε αυτή την αδιέξοδη πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει και αν τεχνητά υπάρξει θα αποσταθεροποιήσει την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα ενισχύοντας τον ακροδεξιό λαϊκισμό.

Η Έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής αναφέρει: «…η έντονη πολιτική πόλωση που επικρατεί δεν ενθαρρύνει τη δημοσιονομική υπευθυνότητα. Η δημοσιονομική ασφάλεια της χώρας απαιτεί μια ελάχιστη πολιτική συναίνεση πάνω στους κύριους άξονες στρατηγικής …»

Η ανωτέρω διατύπωση θεωρεί ότι η κυβέρνηση ασκεί υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική και η πολιτική πόλωση αποτελεί κίνδυνο. Υπό αυτή την έννοια η προτροπή συνιστά μεν θέση δημοσιονομικής υπευθυνότητας καλεί δε σε συναίνεση στην πολιτική λιτότητας στις αδύναμες οικονομικά κατηγορίες και συνέχιση της ένδοξης λειτουργίας του πελατειακού κράτους. Καθώς δεν είναι σαφείς οι κύριοι άξονες οικονομικής στρατηγικής είναι ορθό συμπέρασμα ότι η αναφορά παραπέμπει σε συμμόρφωση στο σχεδιαζόμενο δημοσιονομικό πλαίσιο εκ Βρυξελλών ορμώμενο.

Η μεγέθυνση της οικονομίας το 2021 οφείλεται στο πρωτοφανές δημοσιονομικό έλλειμμα του προϋπολογισμού και όχι στην βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας, καθώς κανένα μέτρο δεν πάρθηκε σε αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα πάρθηκαν μέτρα με στόχο την άμεση ή έμμεση μείωση της αμοιβής της εργασίας. Η λιτότητα για την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας έχει εξαντλήσει τα όρια της και πλέον δημιουργεί αντιαναπτυξιακά ελλείμματα και νέο δημόσιο χρέος.

Η ρήτρα διαφυγής και η ποσοτική χαλάρωση χρησιμοποιήθηκαν στην επαναφορά του πάρτι στην ελληνική οικονομία, με φούσκες και εις βάρος των ασθενέστερων οικονομικά πολιτών. Η ευρωπαϊκή παράδοση της συναίνεσης στην οικονομία αφορά συντεταγμένη πολιτική και κοινωνική συμφωνία στην βελτίωση της ανταγωνιστικής θέσης της χώρας και στη διανομή του εισοδήματος. Η Ελλάδα απέχει παρασάγγας από το ευρωπαϊκό μοντέλο, καθώς επί 13 χρόνια το βάρος της κρίσης έχει άνισα πλήξει τα ασθενέστερα και μεσαία οικονομικά στρώματα.

Υπό αυτή την έννοια η επίτευξη πολιτικής συναίνεσης στην συνέχιση της ίδιας πολιτικής λιτότητας, προκειμένου να αποκατασταθεί η μεγαλύτερη κερδοφορία του κεφαλαίου με μειώσεις της αμοιβής της εργασίας, ευελπιστώντας σε επενδύσεις, οι οποίες μονίμως αναμένονται, συνιστά φενάκη.

Η εφαρμογή των περιβόητων trickle-down economics οδηγούν μάλλον σε cashout από την ελληνική οικονομία (βλέπε Viva Wallet και ΑΝΤ1), καθώς η μείωση της φορολογίας του κεφαλαίου έχει ως αποτέλεσμα την ρευστοποίηση και τοποθέτηση των φορολογικών ελαφρύνσεων σε ασφαλείς οικονομικά προορισμούς, χωρίς διάχυση των ωφελειών στην ελληνική οικονομία.

Η κυβέρνηση επιμένει σε αυτή την άδικη πολιτική όπως για παράδειγμα με τις προτάσεις για τον ΕΝΦΙΑ, την κατάργηση της εισφοράς αλληλεγγύης στον ιδιωτικό τομέα χωρίς εισοδηματικό κριτήριο, με αποτέλεσμα τα στελέχη με αμοιβές 1.000€ την ημέρα να μην καταβάλουν εισφορά, ενώ καταβάλουν δημόσιοι υπάλληλοι με αμοιβές 1300€ τον μήνα.

Η διατήρηση εξωφρενικά υψηλών έμμεσων φόρων με μειωμένους συντελεστές φορολόγησης σε υψηλά εισοδηματικά βαλάντια φυσικών και νομικών προσώπων συνιστά αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των πλουσίων.

Το αποτέλεσμα είναι η μεγαλύτερη φορολογική επιβάρυνση των ασθενέστερων και μεσαίων οικονομικών στρωμάτων, όπως προκύπτει από την Έκθεση της Βουλής. Το φορολογικό σύστημα στη χώρα παραμένει άδικο με αποτέλεσμα και οι μικρές κοινωνικές παροχές να κατανέμονται άδικα χωρίς να φθάνουν σε αυτούς που τις έχουν ανάγκη.

Η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα στηρίζεται στα ευρωπαϊκά κονδύλια και στο Ταμείο Ανάκαμψης. Ορθώς στις Βρυξέλλες ανησυχούν για την τύχη των κονδυλίων και πιθανόν προκρίνουν την επίτευξη πολιτικής συναίνεσης και κυβέρνησης ευρύτερης αποδοχής, ει δυνατόν μεγάλου συνασπισμού.

Όσο όμως η κατανομή των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης συνεχίζει έμμεσα το αντιπαραγωγικό κρατικοδίαιτο μοντέλο επιχειρηματικότητας, μέσω των τραπεζών, το δημόσιο χρέος θα αυξάνει και όπως σωστά επισημαίνει η Έκθεση «…αν η χώρα μας οδηγηθεί σε νέα αύξηση του δημόσιου χρέους, κινδυνεύει να αντιμετωπίσει δυσάρεστες δημοσιονομικές καταστάσεις.»

Όσο δεν αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα τα κόκκινα δάνεια ιδιωτών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων προκειμένου να εγγράφει πλασματικά στοιχεία το τραπεζικό σύστημα, το οποίο έχει απορροφήσει άνω των 80 δισ.€ κρατικής ενίσχυσης, τόσο η ανάπτυξη θα είναι μόνο στατιστικό στοιχείο.

Τα κόμματα εν όψει των εκλογών όποτε αυτές πραγματοποιηθούν οφείλουν να παρουσιάσουν σαφή και συνεκτικά οικονομικά προγράμματα τα οποία θα βελτιώνουν τα οικονομικά των πλέον αδυνάμων και μεσαίων στρωμάτων. Η οικονομία θα κρίνει την κυβερνητική επιλογή των πολιτών, σε μία δραματικά επιδεινούμενη καθημερινότητα των νοικοκυριών, ενώ η ανισότητα και η αβεβαιότητα υπονομεύει τη δημιουργικότητα κυρίως της νέας γενιάς.

Η Ελλάδα ως μεσαία οικονομικής δυναμικότητας χώρα δεν μπορεί να αναπαράγει πολιτικές ανεπτυγμένων οικονομιών, μπορεί όμως να αξιοποιήσει τα ευρωπαϊκά κονδύλια σε τομείς με συγκριτικό πλεονέκτημα και με πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, δίνοντας ευκαιρίες κυρίως στους νέους ανθρώπους.

Παρά την ύπαρξη αξιόλογων μελετών για την πράσινη και ψηφιακή μετάβαση της ελληνικής οικονομίας, με ανάδειξη ό δυναμικών τομέων της ελληνικής οικονομίας, παραμένουν στην πράξη στα ηλεκτρονικά συρτάρια των ιθυνόντων. Η αγορά στην ελληνική οικονομική ιδιαιτερότητα επιτείνει τα προβλήματα, ενώ το κράτος λειτουργεί υπέρ των εμπεδωμένων συμφερόντων.

Η λύση της εξίσωσης είναι πολιτική, η συνέχιση όμως της σημερινής κατάστασης με πολιτική συναίνεση, οδηγεί σε νέα αδιέξοδα τόσο στο δημοσιονομικό, όσο και στο κοινωνικό και οικονομικό πεδίο. Συναίνεση σε αυτή την αδιέξοδη πολιτική δεν μπορεί να υπάρξει και αν τεχνητά υπάρξει θα αποσταθεροποιήσει την κοινωνία και το πολιτικό σύστημα ενισχύοντας τον ακροδεξιό λαϊκισμό.

(Ο Γιάννης Μπράχος είναι Οικονομολόγος-πρώην Γενικός Γραμματέας Διεθνών Οικονομικών Σχέσεων Υπουργείου Εξωτερικών).

ΑΠΟ ΤΟ IEIDISEIS.GR