Συνταγματική νομιμότητα και τηλεοπτική ασυδοσία: από τον Καραμανλή και τον Τσίπρα στον Μητσοτάκη – Μια συζήτηση που πρέπει να επανέλθει

Του Γ. Λακόπουλου

Τις προάλλες κλήθηκε στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής ένας αξιοπρεπής άνθρωπος, πρώην δικαστικός. Ο πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης  Αθανάσιος Κουτρουμάνος.

Εκεί η αξιωματική αντιπολίτευση του δήλωσε ότι δεν έχει την εμπιστοσύνη της και οφείλει να παραιτηθεί. Επειδή δεν κάνει καλά τη δουλειά του:  αδράνεια  και απροθυμία του να παρέμβει στο ραδιοτηλεοπτικό σύστημα για να εφαρμοστεί η νομιμότητα και να εξασφαλιστεί η πολυφωνία.

Η δικαστική ευσυνειδησία και η δικαστική αξιοπρέπεια πήγαν περίπατο. Δεν παραιτείται ούτε για την άρνηση της κυβέρνησης να του διαθέσει προσωπικό και υποδομές.

 Να σημειωθεί ότι οι εντάσεις της αντιπολίτευσης -όπως τις διατύπωσε  η τομεάρχης του ΣΥΡΙΖΑ Νατάσα Γκαρά- ήταν μισές: δεν τον εγκάλεσε για την αδιαφορία του στο δημοκοπικό όργιο. Ούτε μια φορά το ΕΣΡ δεν άσκησε την αρμοδιότητα ελέγχου των εταιριών ερευνών που του αναθέτει ο νόμος 3003/07.

Το περίεργο είναι ότι ο επικεφαλής της συγκεκριμένης ανεξάρτητης αρχής δεν αρνήθηκε ότι η ΝΔ έχει στην τηλεόραση δυσανάλογη προβολή. Πώς μπορούσε άλλωστε με το ενημερωτικό όργιο που βλέπουν καθημερινά οι τηλεθεατές.

Όπως δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τη συσχέτιση του φαινομένου με τις κυβερνητικές ενέργειες εξαγορά αυτής της μεταχείρισης: από τις διευκολύνσεις στους καναλάρχες, τη λίστα Πέτσα και άλλες κρατικές εύνοιες.

Αυτή είναι η μια πλευρά μιας υπόθεσης. Η άλλη είναι ότι από την επόμενη μπήκε μπροστά η φάμπρικα της παραπληροφόρησης με τον γενικό τίτλο: δεν είναι δουλειά των κομμάτων να ασχολούνται με την τηλεόραση. 

Εμμέσως ο ισχυρισμός είναι ότι δεν είναι δουλειά ούτε των πολιτών. Και αν το Σύνταγμα προβλέπει ισότιμη προβολή τόσο το χειρότερο για το Σύνταγμα.  Αφού δεν αλλάζει, παραβιάζεται και σε όποιον αρέσει.

Τους γελάσανε. Ακριβώς αυτή είναι η δουλειά τον κομμάτων. Να περιφρουρούν τις συχνότητες, ως δημόσια περιουσία. 

Όσοι εκπέμπουν τις έχουν ενοικιάσει για ένα διάστημα. Με συγκεκριμένους όρους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η αναλογική πρόσβαση των κομμάτων στην ενημέρωση που κάνουν.

 Η πλάκα είναι ότι λένε πως δεν είναι δουλειά των κομμάτων η ενημέρωση εκείνοι που όταν ο Ψυχάρης επιχείρησε να πουλήσει τις εφημερίδες του  σε όποιον ήθελε, του μαχαίρωσαν πισώπλατα. 

Τον εξοβέλισαν με επικεφαλής τον Μητσοτάκη που έφερε  στη Βουλή το ενδεχόμενο να αλλάξει γραμμή ο ΔΟΛ. Σα να μην ήταν δικαίωμα του. Κάποιοι μπαρουφολόγοι μάλιστα ανακάλυψαν ότι αν το Συγκρότημα επιστρέψει στο φυσικό του χώρο κλείνοντας την εκτροπή στην Δεξιά θα κινδυνεύσει το… αστικό  καθεστώς.

 Τώρα που η παντοκρατορία Μητσοτάκη στα ΜΜΕ τρίζει δίνουν τον υπέρ πάντων. Μόνο που έχουν χάσει και τα αυτά και τα καλάθια.

Στην Ελλάδα η ενημέρωση είναι ελεύθερη. Όποιος θέλει εκδίδει μια  εφημερίδα ή πλέον μια ιστοσελίδα- και υποστηρίζει όποιον θέλει, γράφει ό,τι θέλει χωρίς καμία παρέμβαση. Υποχρεούται απλώς να τηρεί τον ποινικό νόμο.

Για τη ραδιοτηλεόραση τα πράγματα αλλάζουν όμως. Η Πολιτεία διαθέτει προς ενοικίαση την περιουσία της με κανόνες. Άσχετα αν κάποιοι για τρεις δεκαετίες τις είχαν ξέφραγο αμπέλι.  Για να χειραγωγούν το πολιτικό σύστημα και να λυμαίνονται τις κρατικές προμήθειες.

Αυτοί οι κανόνες είναι σαφείς, καταγεγραμμένοι και υποχρεωτικοί για όλους. Η νομιμότητα στο τηλεοπτικό πεδίο είναι ένα από τα επιτεύγματα της πρωθυπουργίας Τσίπρα.  Άσχετα αν και οι δικοί  του κατάφεραν να παραδώσουν τις συχνότητες «σε όσους έχουν γερό πορτοφόλι» και να τον αφήσουν χωρίς τηλεοπτική κάλυψη.

Όσοι «συσκευάζουν» τον Τύπο με την Τηλεόραση το κάνουν εκ του πονηρού. Προσπαθούν να θολώσουν τα νερά για να παραβιάσουν το Σύνταγμα και το νόμο και να συνεχίσουν την δυσοσμία στην ενημέρωση. Να ενημερώνουν με κριτήριο όχι την επαρκή πληροφόρηση του κοινού τους, αλλά τα επιχειρηματικά τους συμφέροντα σε άλλους τομείς.

Είναι μια από τις μαύρες σελίδες της Μεταπολίτευσης που κορυφώθηκε όταν ο Κ. Καραμανλής ως πρωθυπουργός αντιστάθηκε στη λεηλασία και τη χειραγώγηση: επιχείρησε να κόψει το δεσμό ανάμεσα στα συμφέροντα και την τηλεόραση, με νόμο για τον «βασικό μέτοχο» .

Οι «νταβατζήδες»- κατά την ιστορική  έκφρασή του- στράφηκαν εναντίον του και τον νίκησαν -αθέμιτα- όπως και τον  Γ. Παπανδρέου, με το Μνημόνιο και τις άλλες συνέπειες.

Νίκησαν στη συνέχεια και τον Τσίπρα. Αλλά έμεινε η νομιμότητα που  καθιέρωσε στην τηλεόραση. Την οποία παραβιάζουν για τον Μητσοτάκη και υπέρ των συμφερόντων τους.

Ότι αυτή η συζήτηση έρχεται πάλι στο προσκήνιο είναι καλό. Αρκεί η αξιωματική αντιπολίτευση που είχε κάθε λόγο, κάθε έννομο συμφέρον και αρμοδιότητα- και ας ωρύονται οι γελωτοποιοί του βασιλέως για το αντίθετο- να την κλιμακώσει.