ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ: Τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα για τον Πρωθυπουργό

«Τα αίτια που οδήγησαν στην τραγωδία δεν θα μείνουν στο σκοτάδι. Θα διερευνηθούν από τις αρμόδιες Αρχές» τονίζει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.

Με σοβαρότητα και χωρίς κραυγές» ο ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία τις επόμενες ημέρες θα αναδείξει τις πολιτικές πτυχές της εθνικής τραγωδίας στα Τέμπη, με την Κουμουνδούρου να ξεκαθαρίζει ότι από την πρώτη στιγμή του δυστυχήματος η αξιωματική αντιπολίτευση «έχει τηρήσει στάση ευθύνης». Ο τόνος και το ύφος δόθηκαν ήδη από τον Αλέξη Τσίπρα όταν αρχικά μετέβη στα Τέμπη και στη Λάρισα, ενώ την επόμενη ημέρα συναντήθηκε με εργαζόμενους των σιδηροδρόμων στο αμαξοστάσιο του Ρέντη. Οι ισορροπίες, λοιπόν, είναι πολύ λεπτές και είναι εμφανές ότι δεν υπάρχει καμία πρόθεση ανάλωσης σε πολιτικά παιχνίδια γύρω από το ζήτημα της απόδοσης των ευθυνών σε μία τόσο δύσκολη στιγμή. Γι’ αυτόν τον λόγο βασικό επίδικο είναι, αφενός, να μην αναπαραχθούν λογικές τυμβωρυχίας πάνω στην τραγωδία και, από την άλλη, με νηφαλιότητα και ουσιαστική συζήτηση να «φωτιστούν» όλα όσα θα οδηγήσουν στην αλήθεια.

Το σίγουρο, πάντως, είναι ότι οι αιτίες του δυστυχήματος δεν γίνεται, όπως επισημαίνουν στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., «να περιορίζονται σε ανθρώπινο λάθος», παρά τον ισχυρισμό του πρωθυπουργού, όταν μάλιστα τα συστήματα ασφαλείας, βάσει όσων έχουν βγει τα τελευταία 24ωρα στη δημοσιότητα, δεν λειτουργούσαν εδώ και καιρό.

Το ιστορικό των κυβερνητικών ευθυνών

Είναι προφανές πως τόσο τα κόμματα όσο και οι πολίτες κατανοούν πλήρως ότι το τραγικό γεγονός της Τρίτης δεν μπορεί να οφείλεται μόνο σε ένα πρόσωπο, στο οποίο μάλιστα επιχειρείται να φορτωθεί το σύνολο των ευθυνών. Διαμηνύουν, λοιπόν, οι παροικούντες την Κουμουνδούρου ότι η κυβέρνηση δεν θα πετάξει από πάνω της τις ευθύνες που αφορούν τη λειτουργία των υποδομών.

Ο πρόεδρος των μηχανοδηγών Κώστας Γενηδούνιας στις τηλεοπτικές του εμφανίσεις αλλά και κατά τη συνάντηση που είχε με τον Αλ. Τσίπρα περιέγραψε αναλυτικά το εύρος και την έκταση των προβλημάτων. «Δεν λειτουργεί τίποτα, γίνονται όλα χειροκίνητα, είμαστε στο manual και σε όλο τον άξονα Αθήνα-Θεσσαλονίκη. Ούτε τα φωτοσήματα λειτουργούν» ανέφερε ο πρόεδρος του sωματείου, ξεκαθαρίζοντας ότι οι εργαζόμενοι έχουν προειδοποιήσει εδώ και χρόνια για το ενδεχόμενο δυστυχήματος με τρία μάλιστα εξώδικα, χωρίς να λάβουν ποτέ ουσιαστικές απαντήσεις.

Αποκαλυπτικό δε είναι αυτό που υποστήριξε ο πρώην διευθυντής Ασφαλείας και Κυκλοφορίας Αμαξοστασίων της ΤΡΑΙΝΟΣΕ Χρήστος Ρετσινάς. Εάν εξακολουθούσε να υπάρχει κέντρο δευτεροβάθμιου ελέγχου κυκλοφορίας των τρένων, το οποίο σημειωτέον λειτουργούσε έως το 2020, θα είχαν προλάβει το λάθος του σταθμάρχη. Αυτό ισχυρίστηκε, ενώ την ίδια στιγμή οι εργαζόμενοι του κλάδου επαναλαμβάνουν ότι εάν λειτουργούσε το λεγόμενο ETCS (European Traffic Control System), τότε το ενδεχόμενο του ανθρώπινου λάθους θα είχε αποφευχθεί. Την Πέμπτη οι εργαζόμενοι των σιδηροδρόμων ανέφεραν στον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης ότι είχαν προειδοποιήσει ουκ ολίγες φορές ως σωματείο για τους κινδύνους που υπάρχουν λόγω -μεταξύ άλλων- και της «μη λειτουργίας φωτοσημάτων και τηλεδιοίκησης».

Από τον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. υπενθυμίζουν, πάντως, ότι τα ζητήματα υποδομών, σήμανσης και ασφάλειας είναι πρωτίστως κρατικής αρμοδιότητας. Αναφορικά με την εγκατάσταση του συστήματος ETCS, αυτό είχε ως βασική προϋπόθεση την ολοκλήρωση της διπλής ηλεκτροδοτούμενης γραμμής Αθήνα-Θεσσαλονίκη, η οποία ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 2019. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη παρέλαβε σύμβαση έργου υπό εκτέλεση που αφορούσε, αφενός, τον τηλεχειρισμό της συγκεκριμένης γραμμής, αφετέρου τη σηματοδότηση. Αντί, λοιπόν, το συγκεκριμένο έργο να ολοκληρωθεί και να παραδοθεί, όπως όριζε η σύμβαση το 2020, η Ελλάδα καλείται από την Κομισιόν να επιστρέψει τα χρήματα γιατί το έργο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Εν τω μεταξύ, κατά το παρελθόν, προκειμένου να περιοριστούν οι πιθανότητες ανθρώπινου λάθους, τη στιγμή μάλιστα που δεν είχε ολοκληρωθεί η σύμβαση για το ηλεκτρονικό σύστημα ασφάλειας, προβλέπονταν δύο σταθμάρχες από τον ΟΣΕ σε κάθε κεντρικό σταθμό. Το 2017 οι εργαζόμενοι του ΟΣΕ ανέρχονταν σε 1.147, ενώ πλέον δεν φτάνουν ούτε τους 800.

Τούτων δοθέντων, το ζήτημα του ανθρώπινου λάθους μπορεί να αποτελέσει μάλλον μία εύκολη απάντηση, με τον υπεύθυνο Στρατηγικής Επικοινωνίας του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Νάσο Ηλιόπουλο να τονίζει ότι αποτελεί αντίφαση της κυβέρνησης, από τη μία πλευρά, να μιλά για ανθρώπινο λάθος και, από την άλλη, να προαναγγέλλει τη σύσταση μίας επιτροπής, η οποία θα επωμιστεί το βάρος της εξέτασης των γεγονότων και των αιτιών του τραγικού συμβάντος. Ο τομεάρχης Υποδομών και Μεταφορών του ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. Νίκος Παππάς ξεκαθάρισε, πάντως, ότι η αξιωματική αντιπολίτευση δεν συμφωνεί με τη δημιουργία γενικώς μίας υπερκομματικής επιτροπής από αρεστά πρόσωπα της κυβέρνησης. Χρειάζεται, όπως ανέφερε, μία διακομματική επιτροπή επιστημόνων υπό την ευθύνη της Βουλής, καθώς είναι δεδομένο ότι «ο ελεγχόμενος δεν μπορεί να ορίζει τον ελεγκτή του».

Τα τέσσερα κρίσιμα ερωτήματα

«Η αλήθεια είναι μονόδρομος» λένε στον ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ., με την εκπρόσωπο Τύπου Πόπη Τσαπανίδου να καλεί τον πρωθυπουργό να απαντήσει σε τέσσερα ερωτήματα. Το πρώτο αφορά τα εγκαίνια του κέντρου τηλεδιοίκησης και σηματοδότησης στη Β. Ελλάδα όταν ουσιαστικά δεν υπάρχει τέτοιο σύστημα. Ρωτά, λοιπόν, η Κουμουνδούρου τι ακριβώς θα εγκαινίαζε ο πρωθυπουργός. Δεύτερον: «Ποιος και πώς διόρισε έναν άνθρωπο άπειρο και ακατάλληλο στη θέση του σταθμάρχη Λάρισας;». Αυτό ρωτά η αξιωματική αντιπολίτευση, τη στιγμή που, σύμφωνα με το ρεπορτάζ, ο σταθμάρχης δούλευε μόλις λίγο καιρό στη θέση αυτή.

Ερώτημα προκύπτει και αναφορικά με την παραίτηση του προέδρου της επιτροπής που είναι αρμόδια για τα έργα σηματοδότησης και ασφάλειας στο σιδηροδρομικό δίκτυο το 2022. Τέλος, ο ΣΥΡΙΖΑ-Π.Σ. ρωτά εάν μετά την παραίτησή του ο Κώστας Αχ. Καραμανλής θα είναι υποψήφιος στις εκλογές. Μάλιστα, πηγές του κόμματος σημειώνουν ότι η ενδεχόμενη κάθοδός του στην επικείμενη εκλογική αναμέτρηση «δεν είναι εντέλει ένδειξη ευθιξίας, αλλά υποκρισία».

Υπενθυμίζεται ότι μέσα στον Φεβρουάριο ο Κ. Καραμανλής δήλωνε από τα κυβερνητικά κοινοβουλευτικά έδρανα ότι η Πολιτεία «δεν μπορεί να παίζει με την ασφάλεια των επιβατών στα τρένα».