Τι έγινε τελικά στην πενταετία 2015-2019 του ΣΥΡΙΖΑ;

Toυ Τάσου Τσακίρογλου

Μπορεί ένα βιβλιαράκι μόλις 74 σελίδων να δείξει τον «Δρόμο προς την ανασυγκρότηση» της οικονομίας και ταυτόχρονα να αποτελέσει μια έντιμη κριτική των πεπραγμένων της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ την πενταετία 2015-19;

Εάν πρόκειται για το νέο βιβλίο του Πέτρου Λινάρδου Ρυλμόν «Η Αριστερά τώρα! Ή ο δρόμος προς την ανασυγκρότηση» (εκδόσεις Νήσος), η απάντηση είναι «ναι».

Ο συγγραφέας-δημοσιογράφος, επιστημονικός σύμβουλος του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ και υπεύθυνος για την προετοιμασία του υλικού για τα 15 Περιφερειακά Αναπτυξιακά Συνέδρια που οργάνωσε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, εστιάζει τον φακό του στις δομικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας την περίοδο της μεταπολίτευσης, στο αναπτυξιακό μοντέλο της ίδιας περιόδου, στις πελατειακές δομές του κράτους και της δημόσιας διοίκησης, αλλά και στον ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης ως τροχοπέδης σε οποιαδήποτε προσπάθεια παραγωγικής και αναπτυξιακής ανασυγκρότησης η οποία θα υπερβαίνει το σχέδιο μιας κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας.

Εάν λοιπόν ο ΣΥΡΙΖΑ θέλει να διεκδικήσει ξανά τη διακυβέρνηση και να προετοιμάσει ένα πρόγραμμα ανασυγκρότησης της οικονομίας και καθιέρωσης ριζοσπαστικών θεσμικών μεταρρυθμίσεων, «πρέπει να έχει το θάρρος και την προνοητικότητα να εξετάσει κριτικά τις ελλείψεις της προηγούμενης κυβερνητικής του θητείας».

Αφετηριακή διαπίστωση του Ρυλμόν είναι ότι το 2015 οι εκλογικές νίκες της Αριστεράς «οδήγησαν στην εξουσία ένα κόμμα το οποίο εμπιστεύτηκε ο κόσμος, δεν ήταν όμως προετοιμασμένο να αναλάβει τη διακυβέρνηση σε μια τόσο κρίσιμη ιστορική στιγμή».

Την αδυναμία αυτή του ΣΥΡΙΖΑ την αποδίδει σε τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικούς, αλλά συνδυαζόμενους παράγοντες τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο:

Πρώτον, στην υιοθέτηση του οράματος ενός καπιταλισμού που ανακάμπτει, εξαιτίας του ότι, όπως λέει, δεν μπόρεσε να αποδεσμευτεί από τις μεθόδους άσκησης αναπτυξιακών πολιτικών που είχε κληρονομήσει από το προηγούμενο πελατειακό καθεστώς. «Δεν έγινε κατανοητό ότι η ενίσχυση του κόσμου της εργασίας δεν θα προκύψει από την αναζωογόνηση του ελληνικού καπιταλισμού, αλλά από την ανάπτυξη νέων συλλογικών μορφών παραγωγής, παράλληλα με την ενίσχυση των συνδικαλιστικών οργανώσεων στις καπιταλιστικές επιχειρήσεις και στο δημόσιο τομέα».

Στηλιτεύει δε την αφελή, όπως τη λέει, άποψη ότι ξένες επενδύσεις, ο τουρισμός και η αύξηση των δημοσίων δαπανών μπορούν να γίνουν η ατμομηχανή για ανάκαμψη της οικονομίας και από μόνα τους να οδηγήσουν στην παραγωγική ανασυγκρότηση.

Εδώ προσθέτει και την επιλογή από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ του «καπιταλισμού των εξορύξεων», ενώ υπογραμμίζει την ευκαιρία που χάθηκε για αλλαγές και ενίσχυση στους τομείς της Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας, των συνεταιριστικών οργανώσεων στον αγροτικό τομέα και των Ενεργειακών Κοινοτήτων.

Δεύτερον, στην ταξική σύνθεση του στελεχικού δυναμικού του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς, όπως τονίζει ο Ρυλμόν, «μεγάλο μέρος τους έχει ένα περιορισμένο κοινωνικό ορίζοντα, αφού ανήκουν σε κοινωνικές κατηγορίες που βρίσκονται μακριά από τη μεγάλη μάζα του κόσμου της εργασίας».

Τρίτον, στο γεγονός ότι η σημερινή οργάνωση του ΣΥΡΙΖΑ «είναι προϊόν μιας μακράς περιόδου θεωρητικής ένδειας, που εμπόδισε τον προβληματισμό για νέες ανατρεπτικές προγραμματικές επιλογές». Και επίσης στο ότι το στελεχικό δυναμικό του κόμματος «δυσκολεύεται να κατανοήσει τη σημασία και την αναγκαιότητα του σχεδιασμού, του ορισμού στόχων, χρονοδιαγραμμάτων και συνδυασμού έργων, δράσεων και χρηματοδοτήσεων, ως μεθόδων άσκησης πολιτικής» και κατέφυγε, έτσι, στην αποσπασματικότητα των έργων «που απορρέουν από την παράδοση των πελατειακών πρακτικών, παρά τις καταστροφικές τους επιπτώσεις».

Τέλος, στην ιστορική ανεπάρκεια του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος, το οποίο είχε «πολύ περιορισμένη κοινωνική γείωση και ένα πολιτικό προσανατολισμό που συνδύαζε την κριτική της Σοβιετικής Ενωσης με την προοπτική συμμαχιών με τον αστικό πολιτικό κόσμο, μακριά από το κυρίαρχο αντιδεξιό και αντιιμπεριαλιστικό πολιτικό κλίμα της μεταπολίτευσης».

Αποτέλεσμα ήταν για το συγκεκριμένο ρεύμα η αποδοχή του θεσμικού πλαισίου των καπιταλιστικών κοινωνιών και το να βγαίνει τελείως έξω από το πεδίο των θεωρητικών και προγραμματικών αναζητήσεων η ανάγκη αντικατάστασης των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής».

Ολα αυτά, κατά τον συγγραφέα, καθήλωσαν την «πρώτη φορά Αριστερά» σε έναν «έντιμο συντηρητισμό» που ενσωμάτωνε ξεπερασμένες «προοδευτικές ιδεολογίες» και κυρίως ένα πασοκικό όραμα που ούτε το ίδιο το ΠΑΣΟΚ δεν μπόρεσε -και δεν θέλησε- στην εποχή του να υλοποιήσει.

Ετσι αποδείχτηκε ανίκανη να ενσωματώσει νέους προβληματισμούς και συζητήσεις για τα χαρακτηριστικά της Αριστεράς στην τρέχουσα περίοδο. «Δεν ήταν ένα κόμμα που είχε αναγνωρίσει το βάθος της κρίσης του καπιταλιστικού συστήματος και του ελληνικού ειδικότερα και που δεν είχε επεξεργαστεί θεωρητικά και προγραμματικά το ξεπέρασμα αυτής της κρίσης… Ετσι, η επιδίωξη πολιτικών συμμαχιών με υπολείμματα της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας, μπορεί να θεωρηθεί μια φυσιολογική επιλογή και όχι μόνο στην Ελλάδα, για κόμματα που έχουν τα χαρακτηριστικά του “αριστερού λαϊκισμού”».

Ο Ρυλμόν επιχειρεί να κοιτάξει προς το (δύσκολο) μέλλον, λαμβάνοντας υπόψη του και το μείζον πρόβλημα των ημερών μας, την κλιματική αλλαγή. Θεωρεί ότι οι οικονομικές και κοινωνικές λύσεις και τα πολιτικά προγράμματα πρέπει να είναι προσαρμοσμένα σ’ αυτά τα δεδομένα και άρα είναι ατελέσφορη και καταστροφική η στροφή προς ένα ξεπερασμένο μοντέλο σοσιαλδημοκρατικής και κεϊνσιανής διαχείρισης που βλέπει προς το «χρυσό» μεν, αλλά χαμένο παρελθόν.

Προς συζήτηση είναι η άποψη του συγγραφέα ότι ικανή και αναγκαία συνθήκη για τις προτεινόμενες αλλαγές –υπό προϋποθέσεις– είναι πλέον η γνωσιακή επάρκεια μεγάλων κοινωνικών στρωμάτων, τα οποία έχουν κατακτήσει υψηλό βαθμό εξειδικευμένων γνώσεων. Εδώ έχει ενδιαφέρον και η συζήτηση που ανοίγει για το θέμα της εισαγωγής της «συνείδησης απ’ έξω» – κομματική πρωτοπορία κ.λπ.

Ο ίδιος υιοθετεί βέβαια την έννοια του «πλήθους» των Νέγκρι και Χαρντ, που σημαίνει ότι αποδέχεται την εξατομίκευση, αλλά θα πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα φαινόμενα εκτεταμένης αλλοτρίωσης και κοινωνικού κατακερματισμού που σήμερα αποτελούν ένα βασικό εμπόδιο στη συγκρότηση συλλογικοτήτων κάθε είδους.

Ο Ρυλμόν δεν παραλείπει και τα θετικά της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, όπως για παράδειγμα η αντιμετώπιση έως έναν βαθμό της διαφθοράς, και δεν επιχειρεί σε κανένα σημείο να κάνει δίκη προθέσεων. Πρόκειται για ένα χρήσιμο εγχειρίδιο που έχει να προσφέρει πολλά –για τους καλόπιστους αριστερούς– και στον προσυνεδριακό διάλογο του ΣΥΡΙΖΑ, σαν μια σύντομη μεν, αλλά έντιμη αποτίμηση των πεπραγμένων της κυβέρνησης, με πολλές αφορμές για συζήτηση και προβληματισμό.

ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ