Τι γλώσσα μιλούν σήμερα οι γείτονες μας και τι γλώσσα μιλούσε ο Μέγας Αλέξανδρος;

Του Δημήτρη Μοσχόπουλου

Είναι δυνατό από ένα εγχείρημα που σχεδιάζεται με σκοπό που μπορεί να χαρακτηρισθεί ως κακόβουλος και τίθεται σε εφαρμογή με διαδικασίες που έχουν καταγγελθεί ως αδιαφανείς να προκύψει κάτι καλό;
Η Συμφωνία των Πρεσπών αποτελεί μια περίπτωση, ίσως την μοναδική που εγώ τουλάχιστον μπορώ να σκεφτώ, που η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απερίφραστα θετική: ναι, είναι δυνατό!

Λέγεται, και το δέχομαι ως ακριβές, ότι, όταν η κυβέρνηση της χώρας μας βρέθηκε αντιμέτωπη με την σπάνια ευκαιρία επίλυσης του χρονίζοντος και επιβλαβούς για την χώρα μας προβλήματος που έχουμε με την ΠΓΔΜ, σκοπός της ήταν εξ αρχής, συν τοις άλλοις, να χρησιμοποιήσει την ευκαιρία ως εργαλείο για να διασπάσει την αντιπολίτευση.

Γεγονός όμως παραμένει ότι το υποπροϊόν του εγχειρήματος αυτού που έχουμε σήμερα στα χέρια μας είναι μια συμφωνία που ακόμη και η πιο αυστηρή κριτική εξέτασή της οδηγεί στο συμπέρασμα ότι ικανοποιεί κατά τον καλλίτερο και δικαιότερο δυνατό τρόπο όλα τα desiderata της πλευράς μας.

Στο όνομα της χώρας, Βόρεια Μακεδονία, στα ζητήματα της γλώσσας της, στο ζήτημα της ονομασίας των πολιτών της, στον ανόητο σφετερισμό της ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομιάς της αρχαίας Μακεδονίας, και στο επίσης ανόητο θέμα των αλυτρωτικών βλέψεων της γειτονικής χώρας, οι λύσεις που προβλέπει η Συμφωνία ικανοποιούν τις επιθυμίες της πλευράς μας και ανταποκρίνονται αποτελεσματικά στις ανησυχίες και στους ενδοιασμούς μας.

Στον σύντομο χρόνο που έχω στην διάθεσή μου θα παρουσιάσω το θέμα της γλώσσας. Επιτρέψτε μου να μη αφιερώσω χρόνο στο θέμα τί γλώσσα μιλούσε ο Μέγας Αλέξανδρος. Μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι πάντως μιλούσε Ελληνικά, ασφαλώς κάποια διάλεκτο, αλλά και τα Ελληνικά του δασκάλου του Αριστοτέλη. Ας εστιαστούμε στην γλώσσα της Βόρειας Μακεδονίας.

Δεχόμαστε ότι οι κάτοικοί της μιλούν μεταξύ τους, άρα ο ισχυρισμός που ακούγεται συχνά ότι μιλούν μιαν ανύπαρκτη γλώσσα, ή ότι η γλώσσα που μιλούν είναι ανύπαρκτη, καταρρίπτεται ως άκρον άωτον του παραλογισμού και του σουρρεαλισμού (βλακείας).

Το ερώτημα είναι αν αυτό που μιλούν είναι γλώσσα ή διάλεκτος/ιδίωμα μιας γλώσσας. Οι υποστηρικτές της δεύτερης επιλογής λένε ότι η Βουλγαρική είναι η γλώσσα της οποίας διάλεκτος είναι η ομιλούμενη στην ΠΓΔΜ γλώσσα.

Ας δούμε κατά πρώτον ποιά είναι η διαφορά μεταξύ γλώσσας και διαλέκτου, ή τί είναι αυτό που μετατρέπει μια διάλεκτο σε γλώσσα; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι απλή: αυτό που μετατρέπει μια διάλεκτο σε γλώσσα είναι απλώς μια πολιτική απόφαση, δηλ., απόφαση από μια πολιτική εξουσία, από ένα κράτος. Η κλασσική (και «πιασάρικη») διατύπωση εν προκειμένω είναι: γλώσσα = διάλεκτος + ένοπλες δυνάμεις (κρατική οντότητα).

Οι γλώσσες συγγενεύουν μεταξύ τους ανά ομάδες, οικογένειες. Ιστορικά, κάθε γλώσσα ξεκινάει την ζωή της ως διάλεκτος μιας μητέρας-γλώσσας, από την οποία κάποτε «απογαλακτίζεται» και αποσπάται σταδιακά, έτσι ώστε κάποια στιγμή μεταλλάσσεται σε διακριτή, αυθύπαρκτη γλώσσα.

Ποιος αποφασίζει πότε έρχεται αυτή η στιγμή; Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι ομιλητές, μέσω της πολιτικής τους ηγεσίας. Στην νεότερη εποχή, η απόφαση λαμβάνεται συνήθως την στιγμή που μια περιοχή ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος. Η απόφαση αυτή συνήθως προκαλεί διαμαρτυρίες και αντιδράσεις από τους ομιλητές της γλώσσας από την οποία αποσπάται το κράτος που κηρύσσει ανεξαρτησία.

Σήμερα βλέπουμε το φαινόμενο αυτό σε πολλά κράτη που κήρυξαν ανεξαρτησία μετά την κατάρρευση του κομμουνισμού. Βλέπουμε την Ουκρανία, λίκνο του Ρωσικού έθνους, της Ρωσικής θρησκείας και της Ρωσικής γλώσσας, να δηλώνει ότι η γλώσσα της είναι Ουκρανική.

Στην πρώην Γιουγκοσλαβία, βλέπουμε ότι η Σερβοκροατική γλώσσα, η πιο διαδεδομένη από τις γλώσσες που ομιλούνταν όσο υφίστατο η ενιαία Γιουγκοσλαβία, έχει κατακερματισθεί σε τέσσερις γλώσσες: Σερβικά, Κροατικά, Μαυροβουνιακά, Βοσνιακά. Η ίδια γλώσσα, με ελαφρές τοπικές παραλλαγές, εμφανίζεται με τέσσερα διαφορετικά ονόματα. Φυσικά κάθε μια κάνει ό, τι μπορεί για να διαφοροποιηθεί από τις άλλες. Σε μερικές διμερείς συναντήσεις, οι επί κεφαλής κάθε μιας από τις αντίστοιχες χώρες προσέρχονται συχνά με διερμηνείς – άχρηστους φυσικά.

Γεγονός παραμένει ότι κάθε καινούργια χώρα που σέβεται τον εαυτό της θέλει να εμφανίζεται και ως κάτοχος μιας δικής της, ξεχωριστής, γλώσσας. Πές στον Σέρβο ότι η γλώσσα του είναι ίδια με του Κροάτη, ή αντίστροφα, και σε κάνει αυτόματα εχθρό του! Κλπ, κλπ.

Βέβαια, μη ξεχνάμε ότι, εκτός από την γλώσσα, κάθε καινούργια χώρα που περιλαμβάνει μεγάλο αριθμό Ορθόδοξων Χριστιανών μεταξύ των πολιτών της – δηλ. είναι αυτό που συνηθίζεται να αποκαλείται ορθόδοξη χώρα – θέλει οπωσδήποτε να έχει και την δική της Εκκλησία. Εξ ου και έχουμε αυτοκεφαλία της Εκκλησίας στο Μαυροβούνιο, στην ΠΓΔΜ, στην Ουκρανία.

Για να επανέλθουμε στην γλώσσα, ακόμη και στα Βαλκάνια οι, ας τους πούμε, φυσικοί-θεμιτοί ιδιοκτήτες της αρχικής γλώσσας αποδέχονται – με κάποια δόση σαρκασμού, συχνά – τις καινούργιες γλώσσες. Κανένας δεν δημιουργεί θέμα με το να αμφισβητεί κάποια απ’ αυτές, είτε την ύπαρξη της γλώσσας είτε την ονομασία της. Κι αυτό, στα Βαλκάνια, of all places!

Στην περίπτωση της ΠΓΔΜ: το δικαίωμα να έχει την δική της γλώσσα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί. Ναι, η γλώσσα της ήταν μέχρι σχετικά πρόσφατα, διάλεκτος. Οι περισσότεροι γλωσσολόγοι/φιλόλογοι λένε πως ήταν διάλεκτος της Βουλγαρικής. Γεγονός όμως παραμένει ότι τώρα έχει όλα τα πολιτικά διαπιστευτήρια μιας γλώσσας. Είναι γλώσσα.

Η Συμφωνία των Πρεσπών το αναγνωρίζει αυτό. Ορθώς! Και καθιστά σαφές ότι ανήκει στην οικογένεια των νότιων Σλαβικών γλωσσών. Άρα, οποιαδήποτε διασύνδεσή της με την γλώσσα της αρχαίας Μακεδονίας, με την γλώσσα του Μεγάλου Αλεξάνδρου, απορρίπτεται και καταρρίπτεται.

Το όνομα της γλώσσας, Μακεδονική, με την επεξήγηση ότι ανήκει στην οικογένεια των νότιων Σλαβικών γλωσσών, αποτελεί την ιδεώδη λύση! Αυτό καθίσταται σαφές αν εξετάσουμε ποια άλλα ονόματα θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν, και περαιτέρω αν η χρήση κάποιου απ’ αυτά θα συνέφερε την χώρα μας.

Δύο ονόματα χωρούν εδώ:

(α) «Βουλγαρικά»: όσοι εμμένουν στον ισχυρισμό ότι η γλώσσα που ομιλείται στην ΠΓΔΜ δεν είναι παρά διάλεκτος της Βουλγαρικής θα έπρεπε κανονικά, σύμφωνα με την λογική τους, να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι αυτή πρέπει να είναι η ονομασία της γλώσσας, πράγμα που αποτελεί το άκρον άωτον της ανοησίας πριν από ο, τιδήποτε άλλο.

(β) «Βορειομακεδονικά»: ακούγεται λογικό, σκεφτείτε όμως το εξής: με την ονομασία αυτή το μυαλό μας θα πήγαινε εύκολα στην σκέψη μήπως υπονοεί ότι υπάρχει και Νοτιομακεδονική γλώσσα. Πολύ φοβούμαι ότι κατά πάσαν πιθανότητα η απάντηση θα ήταν πως ναι. Και ως Νοτιομακεδονική γλώσσα θα εμφανιζόταν η γλώσσα, το ιδίωμα, που ομιλούν μερικοί Έλληνες πολίτες στην βόρεια Ελλάδα, στην Ελληνική Μακεδονία, ιδίωμα που λέγεται ότι διαφέρει, λίγο ή πολύ δεν ξέρω, από την γλώσσα που ομιλείται εκείθεν των συνόρων. Με άλλα λόγια, ενώ η Συμφωνία των Πρεσπών ουσιαστική αποκλείει – στον βαθμό που αυτό είναι δυνατό – Μακεδονική μειονότητα στην Ελλάδα, η ονομασία «Βορειομακεδονική γλώσσα» θα ερχόταν να ανοίξει τον δρόμο για να εφευρεθεί και μια γλώσσα γι αυτήν την μειονότητα!

Δυο λόγια για την φερόμενη ως αναγνώριση της Μακεδονικής γλώσσας από τα Ην. Έθνη, στην Αθήνα το 1977:

Η Τρίτη Διάσκεψη των Ην. Εθνών για την Τυποποίηση Γεωγραφικών Ονομάτων απέβλεπε σε συμφωνία για την ομοιόμορφη μεταγραφή (transliteration) στο Λατινικό αλφάβητο γεωγραφικών ονομάτων χωρών που δεν χρησιμοποιούν το Λατινικό αλφάβητο (διαδικασία γνωστή ως Romanization). Σκοπός της δεν ήταν η αναγνώριση οποιασδήποτε γλώσσας, και οι αποφάσεις που υιοθέτησε δεν αναγνωρίζουν καμμία γλώσσα, Μακεδονική ή άλλη. Οι λέξεις «Μακεδονική γλώσσα» δεν εμφανίζονται πουθενά στην επίσημη Έκθεση της Διάσκεψης, Report of the Conference (ταυτότητα εγγράφου E/CONF.69/4).

Μία από τις αποφάσεις που υιοθέτησε η Διάσκεψη αφορά στην Romanization των δύο αλφαβήτων που χρησιμοποιούνταν στην Γιουγκοσλαβία, τα οποία ήσαν, κατά δήλωση της Γιουγκοσλαβίας, το Σερβοκροατικό Κυριλλικό και το Μακεδονικό Κυριλλικό αλφάβητο. Σε πίνακα που επισυνάπτεται στην απόφαση εμφαίνεται ότι τα δύο αλφάβητα έχουν μερικές μικρές διαφορές. Επαναλαμβάνω, η αναφορά είναι σε αλφάβητα, όχι σε γλώσσες.

Σε ξεχωριστό τόμο, 456 σελίδων, που συνοδεύει την Έκθεση της Διάσκεψης ως Vol. II. Technical Papers, περιλαμβάνονται τα κείμενα τεχνικού χαρακτήρα που υπέβαλαν κατά την διάρκεια της Διάσκεψης οι συμμετέχουσες χώρες, κείμενα για το περιεχόμενο των οποίων τα Ην. Έθνη δηλώνουν ρητά ότι δεν λαμβάνουν θέση. Μεταξύ των πολλών τέτοιων εθνικών παρουσιάσεων υπάρχουν δύο, μία της Γιουγκοσλαβίας και μια της Αυστρίας, στις οποίες γίνεται αναφορά σε Cyrillic script of the Macedonian language.

Όμως το τί συνέβη ή δεν συνέβη το 1977 ανήκει στο παρελθόν και δεν αλλάζει τα δεδομένα της σημερινής πραγματικότητας, το αναφέρω μόνο γιατί μου ζητήθηκε ρητά να το κάνω. Άλλωστε δεν είναι άσχετο προς το θέμα.

Γεγονός παραμένει ότι δεν χωρεί καμμία αμφιβολία ούτε ως προς το δικαίωμα της Βόρειας Μακεδονίας να έχει γλώσσα, και όχι διάλεκτο, και η γλώσσα αυτή να ονομάζεται Μακεδονική, ούτε ως προς το ότι είναι προς το συμφέρον της χώρας μας να αναγνωρίσει την Μακεδονική γλώσσα, στο πλαίσιο της κύρωσης της Συμφωνίας των Πρεσπών.

*Ο Δημήτρης Μοσχόπουλος είναι Πρέσβης ε.τ. 

Ομιλία στην εκδήλωση “Εδώ μιλούν οι τολμηροί – Μακεδονικό: η συζήτηση που δεν έγινε”