Τι δεν καταλαβαίνει η Αριστερά για τον εθνικισμό

Του John Judis (*)

Δύο δεκαετίες μετά την ανακήρυξη της «κοσμοπολίτικης δημοκρατίας» από πολιτικούς επιστήμονες στις ΗΠΑ και την Ευρώπη, η πολιτική διαμορφώνεται και πάλι από μια εθνικιστική ατζέντα. Η προσωποποίηση αυτού του νέου εθνικισμού είναι ο Ντόναλντ Τραμπ, που τον περασμένο μήνα κάλεσε από τα Ηνωμένα Εθνη τον πλανήτη να απορρίψει την ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης και να υιοθετήσει την ιδεολογία του πατριωτισμού.

Στην εκδοχή του Τραμπ περί εθνικισμού, οι Μουσουλμάνοι και οι Αμερικανομεξικανοί στιγματίζονται, ενώ οι αφροαμερικανοί ποδοσφαιριστές που διαμαρτύρονται για τη φυλετική αδικία γονατίζοντας στη διάρκεια του εθνικού ύμνου καταγγέλλονται. Μερικές από τις εφαρμογές του δόγματος «Πρώτα η Αμερική» – η εγκατάλειψη της συμφωνίας του Παρισιού για το κλίμα ή της πυρηνικής συμφωνίας με το Ιράν – μπορεί να αποδειχθεί ότι βλάπτουν το εθνικό συμφέρον.

ΟΙ αποτυχίες αυτές δεν πρέπει όμως να σας οδηγήσουν να απορρίψετε την αξία του εθνικισμού, που από μόνος του δεν είναι ούτε καλός ούτε κακός, ούτε φιλελεύθερος ούτε συντηρητικός. Η αντίληψη μιας κοινής εθνικής ταυτότητας είναι ουσιαστική για τις δημοκρατίες και το σύγχρονο κοινωνικό κράτος, που στηρίζεται στη βούληση των πολιτών να πληρώνουν φόρους για να ενισχύονται άνθρωποι τους οποίους μπορεί να μη δουν ποτέ στη ζωή τους.

Η σημερινή αναβίωση του εθνικισμού αποτελεί αντίδραση στην αποτυχία των παγκοσμίων και μη βασιζόμενων στο έθνος πρωτοβουλιών που πέρασαν πάνω από τα κεφάλια των απλών πολιτών. Η αντίδραση ήταν ισχυρότερη στην πολιτική Δεξιά, αλλά υπάρχει ασφαλώς βάση και για έναν φιλελεύθερο ή σοσιαλδημοκρατικό εθνικισμό. Η παρακμή άλλωστε των φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων οφείλεται εν μέρει στην αδυναμία τους να κάνουν διάκριση ανάμεσα στα νόμιμα και θεμιτά στοιχεία του εθνικισμού και σ’εκείνα που είναι μικρόψυχα και αντίκεινται στο εθνικό συμφέρον που ισχυρίζεται ότι υπερασπίζεται.

Οι γενναίες υπερεθνικές πρωτοβουλίες της παγκοσμιοποίησης – η απεριόριστη ροή κεφαλαίου, το ελεύθερο εμπόριο, η επέκταση του ΝΑΤΟ και της ΕΕ ώστε να εξασφαλιστεί η μετατροπή των πρώην κομμουνιστικών κρατών σε φιλελεύθερες καπιταλιστικές δημοκρατίες – έκαναν αναμφισβήτητα καλό. Συνέβαλαν στην εξάπλωση του εμπορίου και βοήθησαν τους μετανάστες που μετακινήθηκαν από λιγότερο σε περισσότερο ανεπτυγμένες χώρες.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες και τη δυτική Ευρώπη, όμως, καμιά από τις πρωτοβουλίες αυτές δεν απέδωσε τα αναμενόμενα. Η παγκόσμια οικονομία υπέστη διαδοχικές χρηματοπιστωτικές κρίσεις, που οδήγησαν στη Μεγάλη Υφεση και συνεχίζονται σήμερα στην Τουρκία και την Αργεντινή. Η ελεύθερη κίνηση εταιρειών οδήγησε σε έναν ανταγωνισμό μισθών προς τα κάτω και στην αύξηση των ανισοτήτων μεταξύ των χωρών. Αντί να προκαλέσει σύγκλιση ανάμεσα στις πλουσιότερες και στραμμένες προς τις εξαγωγές οικονομίες της βόρειας Ευρώπης, από τη μια πλευρά, και τις λιγότερο ανεπτυγμένες χώρες της νότιας Ευρώπης, από την άλλη, το ευρώ διεύρυνε το χάσμα ανάμεσά τους.

Οι πρωτοβουλίες αυτές απέτυχαν επίσης να μεταμορφώσουν την παγκόσμια τάξη με τρόπο που να ευνοεί τις δυτικές δημοκρατίες. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς ανατολάς, κατά παράβαση της δέσμευσης που είχε αναλάβει η κυβέρνηση του πατέρα Μπους προς τους σοβιετικούς ηγέτες, συνέβαλε στην όξυνση της έντασης με τη νέα ρωσική ομοσπονδία. Και η ένταξη της Κίνας στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου δεν οδήγησε στον εναγκαλισμό της φιλελεύθερης δημοκρατίας από το Πεκίνο. Η Κίνα χρησιμοποίησε το συγκεντρωτικό οικονομικό της μοντέλο για να δημιουργήσει τεράστια εμπορικά πλεονάσματα με τις ΗΠΑ και την Ευρώπη, που με τη σειρά τους δημιούργησαν μια νέα τάξη οργισμένων εγκαταλελειμμένων πολιτών στις νότιες και μεσοδυτικές αμερικανικές πολιτείες και τη βορειοανατολική Αγγλία.

Η άφιξη μεταναστών στις Ηνωμένες Πολιτείες προκάλεσε ανάλογες πολιτισμικές συγκρούσεις με τους προηγούμενους αιώνες. Οι εργοδότες χρησιμοποίησαν τους μετανάστες χαμηλής ειδίκευσης για να πλήξουν τα συνδικάτα και να κατεβάσουν τους μισθούς στην οικοδομή, τη συσκευασία κρέατος και τις υπηρεσίες καθαριότητας. Μετά την 11η Σεπτεμβρίου του 2001, η δυσαρέσκεια απέναντι στους μετανάστες αναμίχθηκε με έναν οξυνόμενο φόβο της ισλαμιστικής τρομοκρατίας. Αυτό προκάλεσε μια πολιτική κατακραυγή κατά των μεταναστών και των προσφύγων.

Όλα αυτά αποτέλεσαν την πολιτική βάση για τη νίκη του Τραμπ, το Brexit και την άνοδο της Λέγκας στην Ιταλία.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εθνικιστική πολιτική του Τραμπ έφερε αποτελέσματα. Προκάλεσε την Κίνα, κάτι που δεν τόλμησαν οι προκάτοχοί του. Και υπερασπίστηκε την αμερικανική βιομηχανία και τους εργαζόμενούς της. Πολλά από αυτά όμως που κάνει με σκοπό να κάνει την Αμερική πάλι μεγάλη θα την κάνουν στην πραγματικότητα φτωχότερη. Η μείωση των φόρων στις επιχειρήσεις θα επιταχύνει την παγκοσμιοποίηση προς τα κάτω, καθώς τα χρήματα που εξοικονομήθηκαν δεν τοποθετήθηκαν σε νέες επενδύσεις και η απώλεια φορολογικών εσόδων απειλεί τις κοινωνικές δαπάνες υπέρ των ανθρώπων που ο Τραμπ ισχυρίζεται ότι εκπροσωπεί.

Ηδη υπάρχουν δείγματα αναταραχής στο χρηματοπιστωτικό σύστημα: η ΕΕ, η Ρωσία και η Κίνα συζητούν τρόπους για να παρακάμψουν τις αμερικανικές κυρώσεις κατά του Ιράν, ενώ η Ρωσία και η Κίνα χρησιμοποιούν τα δικά τους νομίσματα και όχι το δολάριο στις συναλλαγές τους. Αλλά και οι πρωτοβουλίες του αμερικανού προέδρου στο μεταναστευτικό απέτυχαν να ανακόψουν τη ροή ανειδίκευτων εργατών.

Σε όλους αυτούς τους τομείς, ο Τραμπ έβλαψε, δεν ωφέλησε το αμερικανικό έθνος. Η φιλελεύθερη αντιπολίτευση όμως δεν κατάλαβε τι έχει σημασία από τα εθνικιστικά μέτρα του Τραμπ. Καταγγέλλει τους δασμούς του χωρίς να προτείνει κάποιον άλλο τρόπο αντιστάθμισης των τεράστιων πλεονασμάτων της Κίνας και της Γερμανίας. Επιμένει ότι πρέπει να βρεθεί τρόπος να αφομοιωθούν τα 12 εκατομμύρια των μεταναστών χωρίς χαρτιά, αγνοεί όμως τη συνεχιζόμενη ροή παράτυπων μεταναστών.

Η αλήθεια είναι απλή: όσο οι επιχειρήσεις είναι ελεύθερες να κινούνται στον πλανήτη αναζητώντας χαμηλότερους μισθούς και φόρους, και όσο οι ΗΠΑ ανοίγουν τα σύνορά τους σε εκατομμύρια ανειδίκευτους μετανάστες, οι φιλελεύθεροι δεν θα μπορούν να δημιουργήσουν γενναιόδωρες κοινωνίες όπου οι πολίτες δεν θα ανησυχούν για την εκπαίδευση, την περίθαλψη και τη στέγασή τους. Για να επιτύχουν τους ιστορικούς τους στόχους, οι φιλελεύθεροι και οι σοσιαλδημοκράτες πρέπει να απαντήσουν εποικοδομητικά στην εθνικιστική αντίδραση στην παγκοσμιοποίηση.

(*) Ο Τζον Τζούντις είναι συγγραφέας του βιβλίου «Η αναβίωση του εθνικισμού: εμπόριο, μετανάστευση και η εξέγερση κατά της παγκοσμιοποίησης»

(Πηγή: The New York Times- ΑΠΕ ΜΠΕ)