Τι μένει άραγε μετά την πανδημία;

Του Μελέτη Ρεντούμη

Είναι γεγονός, πως οι οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές μεταβολές που έχει επιφέρει η πανδημία είναι τεράστιες και σίγουρα ακόμη δεν έχει φανεί πλήρως η επίδραση αυτή τόσο παγκόσμια όσο και στην Ελλάδα.

Η χώρα μας, μπορεί να τα έχει πάει καλά μέχρι στιγμής, στην διαχείριση του ιού εδώ και ένα χρόνο, αλλά και στην εμβολιαστική διαδικασία που βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη, όμως τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα για κάθε χώρα και για κάθε κοινωνία, ανάλογα με τα ιδιαίτερα πολιτιστικά χαρακτηριστικά, είναι διαφορετικά και απαιτούν πιθανότατα ένα εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από την κρίση, πάντα με ορίζοντα, τόσο την ανάπτυξη όσο και την κοινωνική συνοχή.

Η οικονομική κρίση στην χώρα μας, που ήρθε απότομα από το πρώτο τρίμηνο του 2020 και μετά, όπως και σε ολόκληρο τον κόσμο, σίγουρα έχει σημαντικότατες συνέπειες στο ΑΕΠ, στην κατά κεφαλή κατανάλωση, στο δημοσιονομικό έλλειμμα αλλά και στο δημόσιο χρέος, καθώς η Ελλάδα βρέθηκε σε μία πολύ ευάλωτη περίοδο μετά την έξοδο από τα Μνημόνια, με μία σκληρή δημοσιονομική προσαρμογή και μόλις είχε αρχίσει να εξέρχεται στις διεθνείς αγορές, χωρίς να έχει πλήρως αποκατασταθεί η πιστοληπτική εμπιστοσύνη.

Είναι βέβαιο, πως παρά τις δύσκολες οικονομικές συνθήκες, τα προγράμματα βοήθειας από την ΕΕ, μέσα από τα διαρθρωτικά ταμεία, αλλά και το Ταμείο Ανάκαμψης που έχει συμφωνηθεί, το ύψος του οποίου θα υπερβεί συνολικά το 1 τρις ευρώ, αποτελούν σημαντικά σημεία αναχαίτισης της κρίσης και μπορούν να δώσουν έναυσμα στην οικονομική ανάπτυξη με την κατάλληλη αξιοποίηση των κονδυλίων.

Παρόλα αυτά, όσοι αναλύουν τα οικονομικά δεδομένα, γνωρίζουν καλά ότι το τοπίο που θα διαμορφωθεί στην Ελλάδα μετά το τέλος της πανδημίας, θα είναι σίγουρα εντελώς απρόσμενο σε σχέση με όσα έχουμε ζήσει, καθώς εντός του 2021, είναι βέβαιο πως θα θα παύσουν οι συνεχείς χορηγήσεις από το κράτος, μέσω των επιστρεπτέων προκαταβολών, καθώς και οι συνεχείς αναστολές των συμβάσεων εργασίας, με συνδρομή του κράτους στις εργοδοτικές και ασφαλιστικές εισφορές και με καταβολή επιδομάτων ανεργίας μηναίως.

Ο προϋπολογισμός ήδη επιβαρύνεται με δισεκατομμύρια ευρώ για την στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, γεγονός που σημαίνει πως μία δύσκολη και σκληρή πραγματικότητα, αρχίζει να πλησιάζει, με την κυβέρνηση να βρίσκεται ενώπιον δύσκολων αποφάσεων και διλημμάτων για την ελληνική οικονομία.

Τόσο ο τουρισμός που στηρίζει σχεδόν το 25% του ΑΕΠ, όσο και η εστίαση που ισοδυναμεί πάνω από το 10% αντίστοιχα, έχουν πληγεί ανεπανόρθωτα και είναι αμφίβολο αν και πότε θα επανέλθουν στα προ κρίσης επίπεδα, με σημαντικές συνέπειες τόσο στην απασχόληση όσο και στα φορολογικά έσοδα.

Μπορεί όλοι να μιλούν για τον μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας, αλλά και για την ανάγκη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, όμως στην οικονομική θεωρία, αυτό που κυριαρχεί είναι η περίοδος υστέρησης μεταξύ των μέτρων και των αποφάσεων που ανακοινώνονται και τελικά αυτών που εφαρμόζονται και φαίνονται τα αποτέλεσματά τους στην πράξη επηρεάζοντας τα μακροοικονομικά δεδομένα.

Με λίγα λόγια, μία οικονομία σαν την ελληνική, που είχε διαχρονικά χαμηλή παραγωγικότητα αλλά και μικρή ανταγωνιστικότητα όσον αφορά την παραγωγική της δυναμικότητα αλλά και τις εξαγωγές της, θα χρειαστεί μία σημαντική μεταβατική περίοδο για να μπορέσει να αφομοιώσει τα νέα δεδομένα, ώστε να αναπτυχθεί με βάση νέες υπηρεσίες και μέσω νέων παραγωγικών διαδικασιών, συνδυάζοντας τις κατάλληλες αγορές πρώτων υλών, που θα δώσουν ώθηση στην λεγόμενη καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων, ταυτόχρονα με την αξιοποίηση σε διάφορους τομείς και σε έργα υποδομής των χρημάτων από το μεγάλο ευρωπαϊκό ταμείο ανάκαμψης.

Πρακτικά η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει το φάσμα της παύσης λειτουργίας χιλιάδων επιχειρήσεων, σε τομείς όπως ο τουρισμός, η εστίαση, η μεταποίηση και η βιοτεχνία, με αντίστοιχη έκρηξη της ανεργίας, αλλά και απότομης αύξησης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα πρέπει να δημιουργήσει ένα κρατικό fund μετάβασης της οικονομίας, με την σύμπραξη και του ιδιωτικού τομέα, με στόχο την διαφύλαξη του κοινωνικού ιστού και ταυτόχρονα την μετατροπή της οικονομίας, σε έντασης έρευνας και γνώσης, με τις απαραίτητες επενδύσεις σε κεφάλαια, μέσω των άμεσων ξένων επενδύσεων.

Εν κατακλείδι, οι προκλήσεις που έρχονται αρχής γενομένης από το τρέχον έτος είναι πολλές και κάθε χώρα θα κληθεί να αποδείξει ότι έχει τις δυνατότητες αξιοποίησης των πόρων αλλά και του ανθρώπινου δυναμικού, ώστε να ανταγωνιστεί από θέση ισχύος στο νέο παγκόσμιο τοπίο που διαμορφώνεται.

Ο Μελέτης Ρεντούμης είναι οικονομολόγος τραπεζικός.