Τι σημαίνει μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ, πού αφορά και πώς μπορεί να γίνει. Κάντε το τεστ των τριών σημείων

Του Γ. Λακόπουλου

Η συζήτηση για το μέλλον του ΣΥΡΙΖΑ  -μετά τις δυο εκλογικές νίκες του 2015, τη διακυβέρνηση και την ήττα του 2009-, άρχισε να γίνεται, κουραστική, άχαρη και αδιάφορη. Ως εκ τούτου κινδυνεύει να αποβεί ατελέσφορη.

Ήτοι -δεδομένης και της μηντιακής απαξίωσής της- να μην ενδιαφέρει κανέναν στο τέλος- παρά την «παρέα της  Κουμουνδούρου», όπως είχε διαμορφωθεί τις εποχές  με τις «συνιστώσες» και το 4%.

Η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών που αυτοτοποθετούνται στη Δημοκρατική Παράταξη προσβλέπει πρωτίστως τον Αλέξη Τσίπρα για να μην χαθεί η ευκαιρία συγκρότησης ενός μαχητικού κόμματος εξουσίας. Που δεν θα επιδιώξει την αναπαραγωγή του, αλλά θα επικρατήσει ως κυβερνώσα δύναμη, επειδή θα καταστεί εναλλακτική λύση με τις προτάσεις που θα καταθέσει ως τις επόμενες εκλογές  στην ελληνική κοινωνία.

Μόνο κάποιοι ανόητοι γραφειοκράτες του κομματικού μηχανισμού προτάσσουν την επιδίωξη «να ξανακυβερνήσουμε». Συνήθως είναι  οι πιο αποτυχημένοι της περιόδου που κυβερνούσαν.  Ένα πραγματικό προοδευτικό κόμμα με οργανωτική διάχυση στην κοινωνία, με δομές και πολιτική παρουσία πρέπει να αναδεικνύει με πειθώ «πώς θα ξανακυβερνήσει».

Αν δώσει την εντύπωση ότι θα επαναλάβει τον προγενέστερο κυβερνητικό εαυτό του -σε πρόσωπα, αντιλήψεις, ικανότητες  και…συμμαχίες- δεν έχει τύχη. Μια εκλογική νίκη έχει ως προϋπόθεση ένα νέο κόμμα: σε ιδέες , πολιτικό προσωπικό και δημόσιο λόγο.

Για να φτάσει σ’ αυτό το σημείο ο ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να μετεξελιχθεί και αυτό αποτελεί ιστορική ευθύνη του Αλέξη Τσίπρα.

Για να το καταφέρει όμως χρειάζονται καθαρές κουβέντες, καθαρές σχέσεις και καθαροί στόχοι. Έτσι όπως θα αναδειχθούν ως το συνέδριο και κατά τη διεξαγωγή του. Αρχής γενομένης από την συνεδρίαση της 27ης Σεπτεμβρίου.

Αν θα το πετύχει θα εξαρτηθεί από τις απαντήσεις που θα δώσει -και θα επιβάλλει- στα ακόλουθα τρία σημεία. Αποτελούν κατά κάποιο τρόπο και ένα είδος τεστ για όσους παρακολουθούν τις εξελίξεις στο δημοκρατικό χώρο. Τον οποίο κάποιο θέλουν να περιορίζουν -σεχταριστικά που θα λέγαμε παλιότερα- στα όρια της  οπισθοβαρούς  «Αριστεράς», όπως την εννοούν οι ίδιοι.

Πρώτο σημείο: πώς θα συγκροτηθεί το συνέδριο. Ποιοι θα είναι υποψήφιοι σύνεδροι και ποιοι θα ψηφίσουν για να τους εκλέξουν;  Αν αυτό αφορά μόνο τα σημερινά μέλη του ΣΥΡΙΖΑ θα πρόκειται για ένα συνέδριο μηχανισμών που θα επαναλάβει αυτό που είναι ο ΣΥΡΙΖΑ. Ήτοι πίσω ολοταχώς.

Η προσυνεδριακή διαδικασία πρέπει να είναι ανοιχτή. Οποιοσδήποτε δημοκρατικός πολίτης να μπορεί να πάρει μέρος ως ψηφοφόρος ή ως υποψήφιος. Αυτό αυτομάτως του δίνει το δικαίωμα να πάρει μέρος στον προσυνεδριακό διάλογο- στα πλαίσια  του οποίου άλλωστε θα αναδειχθούν οι σύνεδροι και η θεματολογία του συνεδρίου.

Αυτή είναι πλέον η έννοια του μέλους και ασφαλώς μπορεί να προκύψει είτε με αυτοπρόσωπη παρουσία, είτε με ψηφιακή συμμετοχή. Αρκεί για το δεύτερο η Κουμουνδούρου να παράσχει τις τεχνικές εγγυήσεις που απαιτεί αυτού του είδους η συμμετοχή.

Η ουσία πάντως είναι το συνέδριο να μην είναι υπόθεση των 20.000 -αδρανών- μελών του  ΣΥΡΙΖΑ. Να  αφορά ολόκληρη τη Δημοκρατική Παράταξη- χωρίς το φόβο της «επιμόλυνσης».

Ο μόνος αρμόδιος να καλέσει τους δημοκρατικούς πολίτες που τον ψήφισαν είναι ο Αλέξης Τσίπρας.

Όσο δεν το κάνει περιέρχεται ο ίδιος στο έλεος της κομματικής γραφειοκρατίας που δεν του αναγνωρίζει καν όσα του έχει αναγνωρίσει το εκλογικό  σώμα.

Δεύτερο σημείο: η ατζέντα του Συνεδρίου. Αν πρόκειται για συνέδριο στο οποίο θα επαναληφθεί η ιδρυτική Διακήρυξη του ΣΥΡΙΖΑ και θα επανεπικυρωθεί το Καταστατικό του να μένει το βύσσινο.

Στο συνέδριο η σημερινή κομματική δομή του ΣΥΡΙΖΑ -του Τσίπρα συμπεριλαμβανόμενου- απλώς θα κάνει εισηγήσεις, που θα είναι ανοικτές σε αλλαγές από το συνέδριο.

Αυτό σημαίνει ότι θα μπορούν να γίνουν και άλλες εισηγήσεις, για όλα τα  ιδεολογικά, τα πολιτικά και τα οργανωτικά θέματα. Και για τα τελικά κείμενα θα αποφασίσει το συνέδριο, αφού προηγηθεί συζήτηση. Αλλιώς  οι Συριζαίοι κοροϊδεύουν εαυτούς και αλλήλους.

Για να μπορεί το σώμα του συνεδρίου να διεκπεραιώσει αυτόν το ρόλο του,  θα πρέπει να είναι σχετικά περιορισμένο,  να χωριστεί σε ομάδες εργασίας και η εκλογή των συνέδρων να διασφαλίσει την ποιότητα του διαλόγου.  Με άλλα λόγια δεν μπορεί να υπερβαίνει το 2-3.000 άτομα και δεν μπορεί να κρατήσει μια μέρα.

Τρίτο σημείο: η κυριαρχία του Συνεδρίου. Όσοι θα πάρουν μέρος σ’ αυτή τη διαδικασία θα πρέπει να δεσμευτούν ότι μετά το συνέδριο θα είναι ό,τι αποφασίσει το Συνέδριο και τίποτε άλλο.

Θα έχει το ιδεολογικό πλαίσιο που θα επεξεργαστούν οι σύνεδροι, το Καταστατικό που θα εγκρίνουν οι σύνεδροι, την πολιτική που θα απορρέουν από αυτά, τα όργανα που θα εκλέξουν οι σύνεδροι.

Δεν θα υπάρχουν άβατα στη συζήτηση, απαγορευμένες αλλαγές και προκάτ θέσεις.  Όποιος έχει επιχειρήματα για οτιδήποτε να πείσει και τους υπόλοιπους να το δεχθούν.  Έτσι προκύπτουν τα μεγάλα κόμματα.

Συμπέρασμα: Το ζητούμενο σ’ αυτή υπόθεση -είτε ονομαστεί μετεξέλιξη του ΣΥΡΙΖΑ ή οτιδήποτε άλλο- είναι να προκύψει δημοκρατικά και πρωτοποριακά ένας νέος -ή έστω ανανεωμένος- φορέας μεγάλου πολιτικού βεληνεκούς και ευρείας ιδεολογικής  ακτινοβολίας.

Με προοδευτικά ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά και ευρωπαϊκή ταυτότητα που θα συνενώνει σε ένα κόμμα την Αριστερά και την Κεντροαριστερά. Έτσι όπως υπάρχει στη βάση της κοινωνίας και όχι στις ταμπέλες τω ηγεσιών ή κάποιους πεφωτισμένους.

Από αυτή την άποψη δυο θέματα δεν υπάρχει λόγος να απασχολήσουν το συνέδριο, εκτός αν προκύψει ρεύμα για το αντίθετο στην προσυνεδριακή διαδικασία:

Το ένα είναι ο τίτλος, το όνομα στη μαρκίζα. Το ΣΥΡΙΖΑ μια χαρά είναι, εφόσον το περιεχόμενο προκύπτει με την προαναφερόμενη διαδικασία.

Το άλλο είναι η εκλογή προέδρου σ’ αυτό το συνέδριο. Μια χαρά πρόεδρο έχει ο ΣΥΡΙΖΑ και η απόπειρα επανεκλογής του θα κόψει στο χώρο σε τιμάρια και θα αναδείξει δελφίνους. Για τα επόμενα συνέδρια μπορεί να υπάρχει καταστατική πρόβλεψη.

ΥΓ:  Προφανώς ακόμη δεν έχει φτάσει στον Αλέξη Τσίπρα πόσο επιβαρύνει την προοπτική του κόμματός του ότι οι ευρωβουλευτές του παραμένουν παγιδευμένοι στο  GUE.