Τούτο τον Αύγουστο κάηκαν τα πάντα όλα!..

Γράφει ο Νίκος Τσαγκρής
Πάνω απ’ όλα κάηκε η έννοια «Πολιτεία» και η αξία της, καθώς η μέριμνα για την ηθική και πολιτική ελευθερία των πολιτών, που υποτίθεται ότι εγγυάται, έγινε στάχτη.   

Οι φωτιές του Αυγούστου ήταν ό,τι πρέπει για να φωτογραφίσει ο εικονολήπτης εξαίσιες εικόνες, να μεταδώσει ο ρεπόρτερ σπαρακτικά ρεπορτάζ, να πληκτρολογήσει ο δημοσιογράφος διαβαστερά κείμενα, να συγγράψει ο συγγραφέας φλεγόμενα έπεα πτερόεντα. Ή μη…

Έτσι, τα τσουρουφλισμένα από την θλίψη μερόνυχτα αυτής της αβάσταχτης τραγωδίας, είχα την ευκαιρία να διαβάσω ωραία κείμενα για τούτες τις άτιμες, τις ανθρωποφάγες, τις ανίκητες φωτιές που κατέκαψαν την Εύβοια, το Τατόι και τα πέριξ, την Ηλεία, την Αρκαδία, τη Λακωνία, τη Μεσσηνία. 

Όμως, τούτο τον Αύγουστο δεν κάηκαν μόνο  1.214.560 στρέμματα δασικών εκτάσεων, όπως λένε οι στατιστικές. Κάηκαν τα πάντα όλα, όπως τo ‘λεγε ο συγχωρεμένος ο Αλέφαντος: κάηκε η έννοια «Πολιτεία» και η αξία της, καθώς η μέριμνα για την ηθική και πολιτική ελευθερία των πολιτών, που υποτίθεται ότι εγγυάται, έγινε στάχτη∙ μαζί με την κυβέρνηση Μητσοτάκη,που κάηκε στις φλόγες του πολιτικού αμοραλισμού της και της απίστευτης ανικανότητάς της στη διαχείριση μεγάλων κρίσεων, όπως η πανδημία και οι καταστροφικές πυρκαγιές που βιώσαμε αυτό το καλοκαίρι. 

Δίπλα της κάηκε, στην κυριολεξία μιλάμε, και η έννοια «πολιτική προστασία». Μαζί με τον μισοκαμένο ήδη (από τα… αστυνομικά του… κατορθώματα) ομώνυμό της υπουργό Χρυσοχοϊδη, και τον ανεπαρκή βοηθό του Χαρδαλιά

*******

Και βέβαια η αξιωματική αντιπολίτευση. Η οποία, προφανώς ενοχική απ’ τα προπέρσινα δικά της – τα Ματιώτικά της πάθη, έβλεπε την Ελλάδα να καίγεται επιμένοντας… ενωτικά!.. Με μια ήδη “καμένη” και, επομένως, άπραγη κυβέρνηση… Της οποίας η μόνη μέριμνα ήταν η αποστολή SMS… εκκενώσεων.

Όπως έγραφα τότε στο Facebook,οι μόνοι που απέμειναν να παλεύουν με τις φωτιές ήσαν οι ανυπάκουοι στα κυβερνητικά SMS συμπολίτες μας, που προσπαθούσαν να σώσουν τα σπίτια τους βοηθούμενοι από εκατοντάδες αλληλέγγυους εθελοντές!.. Πράγμα που, σ’ αυτή την ακυβέρνητη και άκρως απογνωστική φλεγόμενη πραγματικότητά μας, έκανε να φαντασιωνόμαστε ακόμα και μια κυβέρνηση εθελοντών!…

Όμως δεν είναι μόνο που «η μισή Ελλάδα κάηκε», έτσι γενικώς. Δεν είναι η οικολογική ή η οικονομική ή η πολιτική καταστροφή. Δεν είναι που «χαθήκαν περιουσίες και παρθένα δάση και όμορφα χωριά». Ούτε που «κάηκαν και ξεσπιτώθηκαν εκατοντάδες άνθρωποι του μόχθου και της αγροτιάς». Είναι που η καταραμένη αυτή φωτιά έκανε στάχτη θείες μνήμες, κι άγια μυστικά.

Όπως τα δικά μου, ας πούμε, τα προσωπικά μου άγια μυστικά που κάηκαν για δεύτερη φορά στον κατακαημένο Νομό Ηλείας: Λαμπέτι και Κολύρι, Βαρβάσαινα, Αμπελώνας, Άγιος Γεώργιος, Βασιλάκι, Υψηλό, ‘Ασπρα Σπίτια, Ξηρόκαμπο, Αμπάρι, Κρυονέρι, Λάλα, Δούκα, Λάσδικα, Νεμούτα, Ολυμπία, Φρίξα, Δήλιζα, Πεύκες, Άνω – Κάτω Λούβρο, Μουριά, Λινάρια, Καμμένα, Βίλλια, Χελιδόνι, Μιράκα, Πελόπιο, Πλάτανος, Καυκανιά, Ηράκλεια, Κοσκινά, Μάγειρα και Κλαδέο, Βούναργο, Κουτσοχέρα.

*******

Γεννήθηκα και μεγάλωσα στον Πύργο Ηλείας. Το πατρικό μου κτήμα, στα όρια της πόλης, μια ανάσα από Λαμπέτι και Κολύρι, το ‘γλυψε η φωτιά. Το ίδιο και την Κουτσοχέρα, το χωριό του πατέρα μου, που το ‘ζωσαν οι φλόγες της φονικής πυρκαγιάς (84 νεκροί) του 2007: κάηκαν οι φτέρες, τα πουρνάρια, οι γκορτσιές, τα πεύκα και τα κυπαρίσσια, που έντυναν το ηλιοδαρμένο σώμα της φτωχής πατρίδας. Και κάηκαν οι κερασιές, οι αχλαδιές, οι καρυδιές των παιδικών μου χρόνων και οι λαχταριστές μαύρες σταφίδες που, κρυφά, τρυγούσαμε απ’ τ’ αμπέλια, τα αυγουστιάτικα ακοίμητα μεσημέρια μας, τις ώρες που οι μεγάλοι έπαιρναν αμέριμνοι τον δίκαιο ύπνο τους, κάτω απ’ τον ίσκιο της μεγάλης πλατανιάς.

Κάηκε και το πανηγύρι του Αι-Λιά. Με εκείνον τον λυτρωτικά απελπισμένο ήχο του ζουρνά. Που μ’ έμαθε να αισθάνομαι, μέχρι δακρύων, τα τραγούδια και τις μουσικές. Και κάηκε το αγαπημένο μου κουτσοχεραίικο γλυκό: φύλλο ανοιγμένο με τον πλάστη, σπιτικό. Μέλι, καρύδια, κανελογαρύφαλλα και πάλι απ’ την αρχή…

Καμένο και το λατρευτό τοπίο των πρώτων σχολικών μας εκδρομών, το δάσος του Καϊάφα: αρχαία πεύκα με πανύψηλους καμαρωτούς κορμούς, να ξεφυτρώνουν μέσα από τεράστιους αμμόλοφους, χρυσούς. Και να μας υποδέχονται με γελαστές σκιές-χάδια δροσιάς, λίγο πριν πέσουμε με την ανείπωτη λαχτάρα των παιδιών στη χρυσοπράσινη αγκαλιά  της θάλασσας.

Λέω, πως τούτες οι καταραμένες οι φωτιές, πάνω απ’ όλα, καίνε μνήμες-ψυχές που σύχναζαν εκεί που, τώρα, μαύρα και άραχλα αποκαΐδια των ελληνικών χωριών και των δασών. Μνήμες του χρόνου, πού είχανε χτιστεί ξερολιθιά πάνω στα σπίτια που καιγόντουσαν…  Και κάηκαν μαζί τους…

Από την ΑΥΓΗ της Κυριακής