Το δυστοπικό περιβάλλον της πραγματικής οικονομίας με ευθύνη της κυβέρνησης Μητσοτάκη

Της Τάνιας Καραγιάννη

Ο ΣΥΡΙΖΑ- Προοδευτική Συμμαχία από τους πρώτους μήνες της πανδημίας κατέθεσε ως Αξιωματική Αντιπολίτευση την πρότασή του για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην πραγματική οικονομία.

Ευθύς εξαρχής προειδοποίησε -και σήμερα επιβεβαιώνεται – ότι εάν η Κυβέρνηση ήθελε να επιτύχει την άμβλυνση των επιπτώσεων από την υγειονομική κρίση στην αγορά, αν ήθελε να αποφύγει τα «λουκέτα», αν ήθελε να πετύχει την διατήρηση των θέσεων εργασίας, της απασχόλησης και της κοινωνικής συνοχής, άλλο δρόμο από την παροχή άμεσης (εμπροσθοβαρούς) και γενναίας στήριξης των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων δεν είχε, δεδομένου μάλιστα του γεγονότος ότι αυτές αποτελούν διαχρονικά το 99,9% των επιχειρήσεων στην Ελλάδα και προσφέρουν περισσότερο από το 85% των θέσεων εργασίας στην ιδιωτική οικονομία.

Ωστόσο, η κυβέρνηση Μητσοτάκη αποφάσισε να ακολουθήσει έναν εντελώς διαφορετικό δρόμο. Η πρώτη της δήλωση ήταν «βλέποντας και κάνοντας». Η πρώτη της αντίδρασή ήρθε πολύ αργά. Ενώ τα μέτρα που τελικά έλαβε για την στήριξη της πραγματικής οικονομίας έχουν ήδη αποδειχθεί ανεπαρκή και ανίκανα να κρατήσουν όρθιες τις επιχειρήσεις, τις θέσεις εργασίας και τα εισοδήματα. Η απόφασή της αυτή, σε συνδυασμό με τις εντελώς λανθασμένες εκτιμήσεις της για την εξέλιξη της Πανδημίας και την υλοποίηση του εμβολιαστικού προγράμματος, που οδήγησαν αναγκαστικά στην επί μακρόν παράταση των περιοριστικών μέτρων και τα lockdown «ακορντεόν», καταμαρτυρούν ότι το μέγεθος της κρίσης που βιώνουν σήμερα εκατοντάδες χιλιάδες μικρομεσαίοι επιχειρηματίες, εργαζόμενοι και νοικοκυριά οφείλονται κατά κύριο λόγο -όχι στην ίδια την πανδημία αυτή καθ’ αυτή- αλλά στον τρόπο που τελικά επέλεξε η Κυβέρνηση να την διαχειριστεί.

Ενδεικτικά αυτής είναι τα στοιχεία των ερευνών που διενεργούνται από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ, βάσει των οποίων 8 στις 10 επιχειρήσεις κατέγραψαν μείωση του τζίρου τους το 2020, με το μέσο όρο μείωσης του τζίρου να αγγίζει το 48,8%.

Το 50% των πολύ μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές σε εφορία, ασφαλιστικά ταμεία, προμηθευτές ή τράπεζες και εκφράζουν τον φόβο ότι δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν, ενώ δηλώνουν ότι διαθέτουν από ελάχιστα ως μηδενικά ταμειακά διαθέσιμα. Ειδικά, στην Εστίαση η κατάσταση είναι εφιαλτική. Το 95% των επιχειρήσεων του κλάδου καταγράφει μεσοσταθμική μείωση του τζίρου της τάξεως του 56,3% το 2020. Το 75% των επιχειρήσεων του κλάδου έχουν αναστείλει συμβάσεις εργασίας, με αποτέλεσμα περίπου 200 χιλιάδες εργαζόμενοι να βρίσκονται σε αναστολή και αβέβαιοι για το μέλλον τους, αφού οι επιχειρήσεις στις οποίες εργάζονται αντιμετωπίζουν το φάσμα του λουκέτου. Την ίδια στιγμή, το ιδιωτικό χρέος διαρκώς διογκώνεται, ναρκοθετώντας τις αναπτυξιακές δυνατότητες της χώρας, τη βιωσιμότητα των επιχειρήσεων και την οικονομική κατάσταση των νοικοκυριών, ενώ σύμφωνα με τα όσα καταγράφονται στις ίδιες έρευνες η συντριπτική πλειονότητα διατηρεί ιδιαίτερα χαμηλές προσδοκίες για θετική εξέλιξη στο ορατό μέλλον, ειδικά τώρα μετά την εφαρμογή του τρίτου lockdown.

Ο κίνδυνος επιβεβαίωσης του πιο εφιαλτικού σεναρίου είναι πια ορατός.

Η ούτως ή άλλως ασθενική -έπειτα από δέκα χρόνια κρίσης- ελληνική οικονομία κινδυνεύει σήμερα να τιναχθεί στον αέρα. Τα περιθώρια για να αποφύγουμε μια νέα κρίση χρέους είναι πλέον ασφυκτικά.

Η Κυβέρνηση οφείλει έστω και τώρα να αναθεωρήσει την στάση της. Οφείλει να θέσει έστω και τώρα σε εφαρμογή ένα ολοκληρωμένο σχέδιο αντιμετώπισης της δεινής κατάστασης στην πραγματική οικονομία. Ένα σχέδιο που θα αξιοποιεί πλήρως τις σημαντικές δημοσιονομικές και χρηματοδοτικές δυνατότητες της χώρας, για ουσιαστική στήριξη των ΜμΕ με προγράμματα μη επιστρεπτέας ενίσχυσης και ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους που δημιουργήθηκε μέσα στην πανδημία που θα περιλαμβάνει απαραιτήτως “κούρεμα” μέρους της βασικής οφειλής. Αλλά πρωτίστως οφείλει να εφαρμόσει ένα γενναίο πρόγραμμα δημοσίων επενδύσεων για την επανεκκίνηση της ιδιωτικής οικονομίας. Και πρέπει να το κάνει άμεσα. Πριν οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης αποκτήσουν μόνιμα χαρακτηριστικά. Πριν το Σύμφωνο Σταθερότητας επανέλθει. Πριν η κάνουλα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας κλείσει. Διότι τότε θα είναι αργά. Και μαζί με τις δυνατότητες, θα έχουν στερέψει και οι δικαιολογίες.

*Αναπληρώτρια Εκπρόσωπος Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία

Aπό το bigpost.gr