Το νομοσχέδιο για την τοπική αυτοδιοίκηση

Του Θανάση Ζούτσου *

ΘΕΣΕΙΣ  ΚΑΙ ΚΡΙΤΙΚΗ   στο  σχέδιο του Υπουργού Εσωτερικών,  με το ψευδεπίγραφο  τίτλο: «Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Τ.Α- εμβάθυνση Δημοκρατίας-ενίσχυση συμμετοχής ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ  Ι»ως συμβολή για την   έναρξη ουσιαστικού διαλόγου προκειμένου  να  διαμορφωθεί ένα άλλο, προοδευτικό σχέδιο  για τις αρμοδιότητες και την λειτουργία των ΟΤΑ.

Μετά από δύο και πλέον χρόνια κυοφορίας στο Υπουργείο Εσωτερικών του «πολυπόθητου» νομοσχεδίου για την μεταρρύθμιση στην λειτουργία του Κράτους και την τοπική αυτοδιοίκηση και μετά από εκτενή διαβούλευση του Υπουργείου με τον «εαυτό του», διά της επιτροπής των υπηρεσιακών του παραγόντων και ύστερα από αλλεπάλληλες αναβολές που αποσκοπούσαν, κάθε φορά, κατά το Υπουργείο, στην  περαιτέρω ωρίμανση και τελειοποίηση του εν λόγω νομοσχεδίου, επιτέλους κατατέθηκε ο«ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ Ι».

Δύο χρόνια αναμονής για την σαρωτική μεταρρύθμιση, που θα άλλαζε την λειτουργία του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους και θα καθιστούσε γενικά την δημόσια διοίκηση αλλά και ειδικά την Τοπική Αυτοδιοίκηση έναν αποτελεσματικότερο  μηχανισμό ανταπόκρισης και επίλυσης των προβλημάτων των τοπικών κοινωνιών με βάση τις αρχές της αμεσότητας, της επικουρικότηταςκαι της εγγύτηταςέναν ουσιαστικό μοχλό ανάπτυξης για την επανεκκίνηση της Εθνικής Οικονομίας, έναν ουσιαστικό και άμεσο αρωγό στις ανάγκες μιας κοινωνίας μαστιζόμενης από σχεδόν δέκα χρόνια παρατεταμένης οικονομικής ύφεσης, σκληρής λιτότητας, κοινωνικής αδικίας και αποδόμησης του κοινωνικού κράτους και των κατακτήσεων των πολιτών.

Μετά από προσεκτική εξέταση των προβλημάτων και την διαπίστωση, το έτος 2018, ότι δυστυχώς υπάρχουν συνταγματικά εμπόδια και μνημονιακές δεσμεύσεις που μας εμποδίζουν επί του παρόντος να προχωρήσουμε σε τομές!

 Προκρίθηκε, ότι η συνταγή για την αντιμετώπιση των νοσηρών συνθηκών λειτουργίας του νεοελληνικού κράτους είναι η αλλαγή του εκλογικού συστήματος στην Αυτοδιοίκηση και η σύσταση μιας επιτροπής που θα εξετάσει όλα τα θεσμικά αιτήματα τηςτοπικής αυτοδιοίκησης, το τελευταίο, μάλλον στη λογική του γνωστού ανεκδότου που αναφέρει ότι «αν δεν θέλεις να ασχοληθείς ή να λύσεις ένα πρόβλημα, τότε  φτιάξε μια επιτροπή».

Και εδώ, ευλόγως γεννάται η απορία. Αφού το ΥΠΕΣ δεν είναι έτοιμο να  αντιμετωπίσει τα μεγάλα και σοβαρά θεσμικά αιτήματα της αυτοδιοίκησης αλλά και της μεταρρύθμισης της λειτουργίας του Κράτους, και δεν έχει άποψη ούτε  έχει μελετήσει τις λύσεις τους, τις οποίες παραπέμπει σε υπό σύσταση επιτροπές, τότε γιατί έφερε προς νομοθέτηση το παρόν σχέδιο Νόμου. Μόνο και μόνο για να αλλάξει το εκλογικό σύστημα με το ψευδεπίγραφο τίτλο «Μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Τ.Α- εμβάνθυνση Δημοκρατίας-ενίσχυση συμμετοχής………………….ΚΛΕΙΣΘΕΝΗΣ  Ι»

Από μία πρώτη απλή ματιά  γίνεται φανερό, ότι το υπό διαβούλευση νομοσχέδιο δεν προωθεί καμία ουσιαστική μεταρρύθμισηστη λειτουργία του Κράτους και της τοπικής Αυτοδιοίκησης, που είναι κοινώς αποδεκτό ότι έχει ανάγκη η χώρα και οι πολίτες.

Δεν αντιμετωπίζει και δεν επιλύει κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης.

Τα προβλήματα των Δήμων δεν θα επιλυθούν με την αλλαγή του εκλογικού συστήματος αλλά με αλλαγές στο μοντέλο λειτουργίας του Κράτους, με ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας και διοικητικής αυτοτέλειας τους, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Την ώρα που η χώρα έχει ανάγκη από μια δημιουργική ανατροπή στο παρωχημένο μοντέλο λειτουργίας του Κράτους, προκειμένου να αντιμετωπιστούν στη ρίζα τους τα προβλήματα που οδήγησαν τη χώρα στην κρίση και την  χρεοκοπία, η Κυβέρνηση προωθεί ένα Νόμο που, αντί της αποκέντρωσης, καθιστά ακόμη πιο σφικτό τον εναγκαλισμό της Αυτοδιοίκησης από την Κεντρική Εξουσία.

 Είναι κοινή πλέον συνείδηση ότι τα προβλήματα των Δήμων μπορούν να επιλυθούν μόνο με αλλαγές στο μοντέλο λειτουργίας του Κράτους, με αποκέντρωση

Το προτεινόμενο  νομοσχέδιο,  επί των ουσιαστικών θεμάτων είναι κενό περιεχομένου. Ένα νομοσχέδιο το οποίο δεν είναι απλά κατώτερο των περιστάσεων, αλλά, ακόμα και στην  περίπτωση που καλοπροαίρετα θα θέλαμε να το συζητήσουμε και να το  βελτιώσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι βρίσκεται παντελώς έξω από τις περιστάσεις, ότι είναι εντελώς ξένο προς την πραγματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά ακόμα και της ίδιας της ζωής, αλλά και πλήρως  αδιάφορο ως προς τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινωνίας και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.

αρμοδιοτήτων και ταυτόχρονη ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας και διοικητικής αυτοτέλειας τους, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

Παρά ταύτα, το κατετεθέν νομοσχέδιο:

α) Δεν προωθεί την αποκέντρωση και τη πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, με την ταυτόχρονη   μεταφορά πόρων καιαρμοδιοτήτων από το Κεντρικό Κράτος προς την Αυτοδιοίκηση. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο του ιδιότυπου «δήθεν»διαλόγου που επικαλείται το ΥΠΕΣ μέσω  διαρροών που το ίδιο έκανε  και αφορούσαν κυρίως το εκλογικό σύστημα, δεν υπήρξε καμία συνάντηση μεταξύ των συναρμόδιων υπουργείων και των εκπροσώπων της ΚΕΔΕ για να συζητηθεί το θέμα της μεταφοράς των αρμοδιοτήτων και πόρων με αποκέντρωση εξουσιών της Κεντρικής διοίκησης.

Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και περίπου δύο χρόνια αυτός ο ιδιότυπος διάλογος που επέλεξε το  Υπουργείο Εσωτερικών με τους  θεσμικούς  εκπροσώπους  της Αυτοδιοίκησης, στο νομοσχέδιο αυτό δεν συμπεριλήφθηκε καμία από τις προτάσεις που έχει καταθέσει η Κ.Ε.Δ.Ε. και οι οποίες διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο τριών συνεδρίων, σε Βόλο, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα.

β) Επιχειρεί να επαναφέρει από το «παράθυρο» τις Κοινότητες, με το εκλογικό σύστημα, την κατανομή αρμοδιοτήτων, τηνκατάρτιση του προϋπολογισμού και την κατανομή της ΣΑΤΑ, γεγονός που αποτελεί ουσιαστικά μια αντιμεταρρύθμιση στον «Καλλικράτη». Με τον τρόπο αυτό τα Δημοτικά έργα δεν θα μπορούν να υλοποιηθούν. Ο κατακερματισμός της χρηματοδότησης των δημοτικών έργων στις Τοπικές Κοινότητες καθιστά αδύνατη την υλοποίηση τους , λόγω έλλειψης ειδικευμένου προσωπικού και αδυναμίας έγκυρου συντονισμού.

γ) Θέτει σε κίνδυνο τις κοινωνικές υπηρεσίες που σήμερα προσφέρουν οι Δήμοι σε όλη τη χώρα. Η χρηματοδότησή τους θα εξαρτάται πλέον μόνο από μικροκομματικές στοχεύσεις. Δεν αναφέρει απολύτως τίποτα για το μέλλον των κοινωνικών υπηρεσιών όταν λήξει η χρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους και στην κατανομή των Εθνικών πόρων εισάγονται (μη μετρήσιμα υποκειμενικά) κριτήρια.

δ) Αυξάνει το φορολογικό βάρος των δημοτών. Η ένταξη της χρηματοδότησης της Υπηρεσίας Πρασίνου στα ανταποδοτικά τέλη αποτελεί ουσιαστικά ένα νέο φόρο και καλεί τους δημότες να χρηματοδοτήσουν το κόστος λειτουργίας της υπηρεσίας.

ε) Παραπέμπει αόριστα στο μέλλον και χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος και την Αυτοδιοίκηση, συνδέοντάς τες, γενικώς και αορίστως, είτε με το εγχείρημα της Συνταγματικής Αναθεώρησης είτε με τη δημοσιονομική ανάκαμψη της χώρας.

στ) Προτείνει μία κενή περιεχομένου κατηγοριοποίηση των Δήμων. Με την προτεινόμενη κατηγοριοποίηση, ενώ αναγνωρίζει νομικά το γεγονός ότι οι δήμοι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, βάσει των οποίων θα πρέπει να αντιμετωπίζονται, δεν διατυπώνει ρυθμίσεις υλοποίησης αυτής της διάταξης που θα διασφαλίζουν την ισότιμη παροχή υπηρεσιών στους πολίτες σε όποιον Δήμο και αν κατοικούν.

ζ) Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις δημιουργούνται πρόσθετοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, οι οποίοι περιορίζουν την διοικητική αυτοτέλεια των Δήμων και τους θέτουν σε καθεστώς οικονομικής κηδεμονίας από τον εκάστοτε Υπουργό Εσωτερικών.

 Το προτεινόμενο  νομοσχέδιο,  επί των ουσιαστικών θεμάτων είναι κενό περιεχομένου. Ένα νομοσχέδιο το οποίο δεν είναι απλά κατώτερο των περιστάσεων, αλλά, ακόμα και στην  περίπτωση που καλοπροαίρετα θα θέλαμε να το συζητήσουμε και να το  βελτιώσουμε, θα διαπιστώσουμε ότι βρίσκεται παντελώς έξω από τις περιστάσεις, ότι είναι εντελώς ξένο προς την πραγματικότητα της τοπικής αυτοδιοίκησης, αλλά ακόμα και της ίδιας της ζωής, αλλά και πλήρως  αδιάφορο ως προς τα ουσιαστικά προβλήματα της κοινωνίας και τον τρόπο αντιμετώπισής τους.

  Εν κατακλείδι η μόνη μεταρρύθμιση του θεσμικού πλαισίου της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που ευαγγελίζεται βρίσκεται στον εμφανώς παραπλανητικό τίτλο του.

Όμως, ακόμη και αν θεωρήσουμε ότι πανάκεια για τα προβλήματα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης  αλλά και το πλέον κατάλληλο μέσο για την βελτίωση της λειτουργίας της, είναι το εκλογικό σύστημα, εξετάζοντας σχετικά το κατατεθέν νομοσχέδιο εύκολα θα οδηγηθούμε στην διαπίστωση ότι το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα έχει  τόσες αντιφάσεις και ανακολουθίες που δεν μπορεί παρά να είναι, ή αποτέλεσμα προχειρότητας ή, το  πολύ χειρότερο, αποτέλεσμα έκφρασης μικροκομματικών συμφερόντων.

Την άποψη μου αυτή θα την αιτιολογήσω αναλύοντας  παρακάτω, ενδεικτικά και μόνο, κάποιες από τις ανακολουθίες τύπου και ουσίας αλλά, το κυριότερο, ανακολουθίες ιδεολογικές και πολιτικές. Πριν από αυτό όμως, αξίζει να σταθούμε στο αίτιο αυτού του αποτελέσματος.  Σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις του Υπουργού Εσωτερικών, το Υπουργείο επεξεργάζεται το νομοσχέδιο και διαβουλεύεται επ’ αυτού για δύο συνεχή έτη και γι’ αυτό άλλωστε  έκρινε ότι αρκούν οι 15 ημέρες της τυπικά προβλεπόμενης διαβούλευσης.  Άρα ο ίδιος ο Υπουργός μας οδηγεί στον αποκλεισμό της προχειρότητας ως αιτίου αφήνοντας ως μόνο τέτοιο τη μικροκομματική σκοπιμότητα.

Είναι ξεκάθαρο ότι η πολιτική θεώρηση του προτεινόμενου εκλογικού συστήματος δεν κατατείνει ούτε σε «απλή» ούτε, πολλώ δε μάλλον, σε «άδολη» αναλογική αλλά σε μια συρραφή και υιοθέτηση αντίθετων ή διαφορετικών και, εν πολλοίς, αλληλλοαναιρούμενων προσεγγίσεων στον ίδιο νόμο 

Ενδεικτικά και μόνο, να επισημάνω κάποιες από τις προαναφερθείσες ανακολουθίες:

Για πρώτη φορά προβλέπεται συγκρότηση συλλογικών οργάνων,  όπως η Οικονομική Επιτροπή και η Επιτροπή Ποιότητας Ζωής,με ζυγό αριθμό μελών.(άρθρο 76 παρ. 1)

Για πρώτη φορά προβλέπεται να παραμένουν κενές έδρες όταν αυτές δεν κατανεμηθούν  και να  συγκροτούνται Δημοτικά Συμβούλια με μικρότερο αριθμό συμβούλων από τον νόμιμα προβλεπόμενο (άρθρο 29 παρ. 8).

Για πρώτη φορά καθιερώνονται τρία διαφορετικά συστήματα εκλογής Δημάρχου, ήτοι:

1)  Απ΄ευθείας εκλογή Δημάρχου από το εκλογικό σώμα με ΑΠΟΛΥΤΗ  πλειοψηφία ( άρθρο 28 παρ.

 2) Απ΄ευθείας εκλογή Δημάρχου με ΣΧΕΤΙΚΗ  πλειοψηφία, ( άρθρο 28 παρ. 2,3,4 )   και

3)  ΕΜΜΕΣΗ  εκλογή  νέου Δημάρχου από το  Δημοτικό Συμβούλιο, όπου όλοι οι δημοτικοί σύμβουλοι μπορούν  να είναι υποψήφιοι και να εκλεγούν Δήμαρχοι. ( άρθρο 69 παρ. 1)

Σε σχέση τώρα με την εκλογή προεδρείου Δημοτικού Συμβουλίου.

Ο Πρόεδρος  προβλέπεται ότι θα προέρχεται  από την παράταξη που εξέλεξε τον Δήμαρχο(α1), ο Αντιπρόεδρος  θα προέρχεται  από  την  1η  ή  2η  παράταξη που  δεν  έβγαλε Δήμαρχο(α2), και ο Γραμματέας  θα προέρχεται  από την  Τρίτη  σε  δύναμη  παράταξη(α3).( άρθρο 71 παρ. 2)

Οι  άνω  α1, α2, α3, δημοτικές παρατάξεις με  μυστική  ψηφοφορία μεταξύ  των μελών τους εκλέγουν ένα μέλος τους   ως  ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΟ για το σχετικό αξίωμα. ( άρθρο 71 παρ.3 περ. α, β, γ).

 Στην  επικύρωση  του αποτελέσματος από το Δ.Σ. εκλέγεται  ο  υποδειχθείς  με  ψήφους  2/3 των μελών του Δ.Σ. του  συνόλου ( ενισχυμένη πλειοψηφία)  εφόσον  δεν  υπάρξει  και  άλλη  υποψηφιότητα  που  μπορεί  όμως  να  ανατρέψει  τον  υποδειχθέντα από  τις  α1  α2,  α3  παρατάξεις.( άρθρο 71 παρ. 3 περ. δ)

Άρα πως θα  προέρχεται  το προεδρείο από  αυτές  τις παρατάξεις (κατά  α1, α2, α3,)  αφού  μπορεί  αυτό  να  ανατραπεί  για  κάποια  από  τις  τρεις (3) ή  και  για  τις  τρεις (3)  το αποτέλεσμα της εσωτερικής διαδικασίας  και  να  εκλεγεί  άλλος; Θα πρέπει επιτέλους να καταλάβουν και να συνειδητοποιήσουν αυτοί που νομοθετούν κατ΄αυτόν τον ανοίκειο τρόπο έναντι της τοπικής αυτοδιοίκησης ότι το  ΔΗΜΟΤΙΚΟ  ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ  δεν  είναι  και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αντιμετωπίζεται σαν Συνδικαλιστικό  Σωματείο!!!

Προσπερνώντας όμως τις προηγούμενες ανακολουθίες τύπου και ουσίας όσο σημαντικές ή λιγότερο σημαντικές και αν τις θεωρεί κανείς, οφείλουμε να σταθούμε με ιδιαίτερα σοβαρότητα και βαθύ αίσθημα ευθύνης απέναντι στις πολιτικές και ιδεολογικέςανακολουθίες που παρουσιάζει το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα.

Στο προτεινόμενο εκλογικό σύστημα διατηρείται, ως κατάλοιπο του ισχύοντος και συλλήβδην απορριπτόμενου από την Κυβέρνηση «Δημαρχοκεντρικού» εκλογικού συστήματος, η επαναληπτική εκλογή σε περίπτωση κατά την οποία κανένας συνδυασμός δεν εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία κατά την α΄ Κυριακή προκειμένου ο Δήμαρχος που θα εκλεγεί τελικά να τυγχάνει της πλήρους αποδοχής από την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος.

Καθώς το κατατεθέν νομοσχέδιο προέρχεται από μία αυτοαποκαλούμενη αριστερή και βαθειά δημοκρατική κυβέρνηση θεωρούμε ότι η επαναληπτική εκλογή δεν χωράει και δεν έχει καμία θέση σε ένα σύστημα απλής αναλογικής, αλλά, στο βαθμό που επιλέγεται να διατηρηθεί, δεν μπορεί να έχει το χαρακτήρα διαγωνισμού δημοφιλίας ως προς τα πρόσωπα των υποψηφίων  Δημάρχων, αλλά το χαρακτήρα έγκρισης από την μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, του πολιτικού προγράμματος, του σχεδιασμού και των πολιτικών θέσεων βάσει των οποίων οφείλει να διοικηθεί ο Δήμος στην διάρκεια της επερχόμενης δημοτικής  περιόδου και  φυσικά, την επιλογή του εγγυητή αυτού του προγράμματος στο πρόσωπο του Δημάρχου.

Το εκλογικό σώμα επιλέγει πολιτικές, προγράμματα και τα πρόσωπα που εγγυώνται την εφαρμογή τους  και όχι απλώς πρόσωπα.  Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι το προτεινόμενο εκλογικό σύστημα αποκλείει τις μεμονωμένες υποψηφιότητες,θέλοντας να διασφαλίσει ότι οι δημοτικές εκλογές δεν αφορούν σε προσωπικές επιλογές, επιδιώξεις και φιλοδοξίες αλλά σε ολοκληρωμένες πολιτικές προτάσεις. Φυσικά, δεν θα περιμέναμε τίποτε διαφορετικό όταν ακρογωνιαίος λίθος για την στήριξη του προτεινόμενου εκλογικού συστήματος από την Κυβέρνηση είναι η παραδοχή ότι σε μια πολιτικά ώριμη κοινωνία δεν απαιτούνται συμπαγείς πλειοψηφίες από μια και μόνο παράταξη γιατί αυτές μπορούν και πρέπει να επιτευχθούν μέσα από συναινέσεις,συγκλίσεις και συνεννοήσεις.

Αυτές όμως οι συμφωνίες, μπορούν να απολαμβάνουν δημοκρατικής νομιμοποίησης και αποδοχής, μόνο εφ’ όσον αφορούν σεσύγκλιση ή ακόμη και ταύτιση πολιτικών και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αφορούν προσωπικές συμφωνίες, ακόμη και αν αυτές καλύπτονται από το νομικό πλαίσιο όπως για παράδειγμα η απόδοση ενός αξιώματος διοίκησης.

Στη βάση των παραπάνω ξεκινάμε λοιπόν από το οξύμωρο  ότι,  ενώ το πολιτικό πρόγραμμα του εκλεγέντος Δημάρχου έχει εγκριθεί από την απόλυτη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, είτε από την πρώτη εκλογή είτε από την επαναληπτική, για να εφαρμοστεί αυτό το πρόγραμμα, ο Δήμαρχος θα πρέπει να έρθει σε συνεννόηση με κάποια τουλάχιστον μέλη της μειοψηφίας προκειμένου να επιτευχθεί συμφωνία η οποία, με δεδομένο ότι τα μέρη προέρχονται από διαφορετικές πολιτικές αφετηρίες, εν τοις πράγματι θα αποκλίνει από αυτά που το εκλογικό σώμα έχει εγκρίνει. Αυτό θα ήταν λογικό αλλά και έντιμο να ισχύσει μόνο στην περίπτωση όπου οι συνδυασμοί καλούνταν να συνεργαστούν αμέσως μετά την αρχική εκλογή (χωρίς επαναληπτική εκλογή)και να καταθέσουν τις προγραμματικές τους δεσμεύσεις προς έγκριση, με ψήφο εμπιστοσύνης, στο Δημοτικό Συμβούλιο, κάτι το οποίο όμως δεν προκρίνεται από το κατατεθέν νομοσχέδιο.

Με άλλα λόγια, στο υπό διαβούλευση νομοσχέδιο, από  τη  μια  αναγνωρίζεται  και παραμένει ο  ιδιαίτερος  και ισχυρός συμβολισμός  του  πολιτικού  χαρακτήρα της  θέσης  του  Δημάρχου  ως  εγγυητή  της  εφαρμογής  του  προγράμματος  του συνδυασμού  του, το οποίο έτυχε της αποδοχής της απόλυτης πλειοψηφίας του εκλογικού σώματος,  και  από  την  άλλη, μέσω της εφαρμογής της απλής αναλογικής για την εκλογή των μελών του Δ.Σ. και της αυτόνομης εκλογής των μελών των Κοινοτικών Συμβουλίων,  του  αφαιρείται  αυτή  η  δυνατότητα  και του επιβάλλεται η  υποχρέωση  να  εφαρμόσει  όποια  πολιτική  τυχόν προκύψει  από  την  εναρμόνισή  της   με  προγράμματα  άλλου  ή  άλλων  συνδυασμών.

Η  Κυβέρνηση πρέπει να αποφασίσει τι θέλει τελικά, τι δέχεται και  τι απορρίπτει.

Δεν  γίνεται  να  πατάει σε δύο βάρκες, ευαγγελιζόμενη από τη μια την εφαρμογή της απλής αναλογικής ως του γνησιότερου και δικαιότερου εκλογικού συστήματος και από την άλλη να αυτοαναιρείται με την εφαρμογή και διατήρηση του ρόλου του Δημάρχου με τον ιδιαίτερο πολιτικό συμβολισμό και ρόλο ως εγγυητή του εκλογικού του προγράμματος, κατάλοιπου του συλλήβδην απορριπτόμενου ισχύοντος εκλογικού συστήματος ως «δημαρχοκεντρικού». Εκτός και αν τελικός σκοπός της κυβέρνησης είναι να αποδομήσει πλήρως τον θεσμό του Δημάρχου, καθιστώντας τους Δημάρχους αναποτελεσματικούς και άρα αφερέγγυους μέσω της δημιουργίας συνθηκών ακυβερνησίας και διάλυσης που θα τους εμποδίζει από το να επιτύχουν αυτά για τα οποία έχουν δεσμευτεί έναντι των πολιτών.

Με  τη  διάχυση  της  ευθύνης  διοίκησης  μεταξύ των παρατάξεων του  Δημοτικού  Συμβουλίου  γενικά  αλλά  και  των Κοινοτικών  Συμβουλίων  τα  οποία  εκλέγονται  και λειτουργούν αυτοτελώς,  ο  Δήμαρχος  ο οποίος  εκλέγεται  με  ποσοστό  απόλυτης  πλειοψηφίας ( 50%+1)  ως  εγγυητής  τήρησης  και  εφαρμογής  του  προγράμματός του,  ποιο  πρόγραμμα  θα  εφαρμόζει  και  για  ποιο  πρόγραμμα θα  ελέγχεται  τελικά  από  το  λαό;

Για  το δικό  του,  ή  για  αυτό  που  θα  διαμορφώνεται  ίσως  και  χωρίς την συμβολή  του  με  αποφάσεις  που  θα  παίρνονται  σε  άλλα  κέντρα  λήψης  αποφάσεων  ή  και  κόντρα  στο  δικό  του  πρόγραμμα από  τις  ανά  περίπτωση  συγκροτούμενες  πλειοψηφίες;

Συνεχίζοντας, στο άρθρο 73 του νομοσχεδίου, διαπιστώνουμε ότι πλέον θεσμοθετείται «πρόγραμμα κινητικότητας δημοτικών συμβούλων».  Δημοτικοί Σύμβουλοι που έχουν εκλεγεί με ένα συγκεκριμένο εκλογικό συνδυασμό για την εφαρμογή του πολιτικού τους προγράμματος  μπορούν να μετακινούνται ελεύθερα μεταξύ παρατάξεων, που εκφράζουν ίσως και εντελώς αντίθετες θέσεις, να δημιουργούν νέες παρατάξεις, με νέα δικά τους προγράμματα τα οποία όμως δεν έχουν λάβει καμία δημοκρατική νομιμοποίηση από το εκλογικό σώμα ή ακόμη και χωρίς πρόγραμμαμε ότι αυτό μπορεί να υποδηλώνει.

Στη συγκεκριμένη περίπτωση, πέραν των επιπτώσεων που μπορεί να έχει αυτό το φαινόμενο της κινούμενης άμμου, στη λειτουργία του Δημοτικού Συμβουλίου και στη διοίκηση του Δήμου, πραγματικά αναρωτιόμαστε εάν, κατά την άποψη του προτείνοντος Υπουργού, στις εκλογικές διαδικασίες κρίνονται άραγε πολιτικές ή πρόσωπα;  Προφανώς, αν το Υπουργείο είχε μια σταθερή πολιτική άποψη, αυτό το θέμα δεν θα ανέκυπτε.

Εάν όμως η άποψη του Υπουργείου και της Κυβέρνησης είναι ότι στις εκλογές κρίνονται πρόσωπα και όχι πολιτικές, τότε,  θα ήταν πολύ πιο έντιμο πολιτικά,  να προτείνει την κατάρτιση ενός ενιαίου <<απολίτικου>> ψηφοδελτίου, όπου ο κάθε δημότης θα επέλεγε τους γνωστούς, τους φίλους και τους αρεστούς του για να τον αντιπροσωπεύσουν.

Είναι γνωστό τοις πάσι ότι το  άρθρο  94  του ΚΔΚ και το άρθρο 66   Ν. 3852/10,  ήρθαν  να  θεραπεύσουν  ένα  σοβαρό  πρόβλημα  που  είχε  ανακύψει  στην  πραγματικότητα,  από  τις  μετακινήσεις  αιρετών  κατά  τη  διάρκεια  της  δημοτικής  περιόδου,  κυρίως  για  προσωπικούς  λόγους,  και  προσωπικές  φιλοδοξίες  ή σκοπιμότητες οι  οποίες  κατέληγαν  σε εκβιασμούς  και  σε  διάλυση  των  παρατάξεων,  όπως  αυτές  είχαν  προκύψει  και  είχαν δημοκρατικά νομιμοποιηθεί  από  τη  ψήφο  του  λαού  στις  εκλογές.

Με το κατατεθέν νομοσχέδιο επαναφέρεται, κυνικά και απροσχημάτιστα, η   νομιμοποίηση  της  συναλλαγής,  των  εκβιασμών  και  της  πλήρους  αλλοίωσης  του  εκλογικού  αποτελέσματος, καθ΄όσον:

α)  Στη  διάρκεια  της  δημοτικής  περιόδου  μπορεί  να  δημιουργηθούν και να υπάρξουν  χωρίς καμία λαϊκή νομιμοποίηση, περισσότεροι  συνδυασμοί  από  όσους  έχουν  εκλεγεί από τον ίδιο το λαό.

β) Αυτό  μπορεί  να  αλλάξει  διαδοχικά  πολλές  φορές  ανάλογα  με  τις  εκάστοτε συγκυρίες και

γ)  Ανατρέπεται  πλήρως  η  λογική  του  άρθρου 13 παρ. 1  όπου  υιοθετείται  απολύτως η  αρχή  της  εκλογής  Δημάρχου  και  Δημοτικών  Συμβούλων  μόνο  με  εκλογικούς συνδυασμούς, αποκλειομένης  της  υποψηφιότητας  εκτός  συνδυασμού.

Τέλος και για να γίνει ακόμα πιο κατανοητός ο βαθμός της πολιτικής ανακολουθίας, αναφέρουμε ότι στο άρθρο 69 του νομοσχεδίου προβλέπεται ότι σε οποιαδήποτε περίπτωση εκλογής νέου δημάρχου κατά την διάρκεια της θητείας, αυτός εκλέγεται από το σύνολο των μελών του Δημοτικού Συμβουλίου, με δυνατότητα υποψηφιότητας όλων των δημοτικών συμβούλων συμπεριλαμβανομένων κατά συνέπεια και αυτών που κατέλαβαν έδρα από τη δεύτερη ή και την Τρίτη κατανομή χωρίς καν να συμπληρώνουν το εκλογικό μέτρο.

 Και ευλόγως διερωτάται κανείς.

Ποιο πολιτικό πρόγραμμα θα εφαρμόσει αυτός ο Δήμαρχος, της απειροελάχιστης  νομιμοποίησης από το εκλογικό σώμα;

Αναρωτιόμαστε επίσης,  με τι παρασκηνιακές διαδικασίες θα προκύπτει η επιλογή του;

Πρέπει να παραδεχθούμε ότι, οι ιδεολογίες και οι πολιτικές δεν συρράπτονται κατά το δοκούν και όπως μας συμφέρει κάθε φορά. Οφείλουν να έχουν συνέπεια, σταθερότητα και προσήλωση σε στόχους που εξυπηρετούν τις ανάγκες τις κοινωνίας. Η γενικόλογη  επίκληση αρχών, ηθικών αξιών και ιδεολογιών χωρίς αντίκρισμα στις πράξεις και στα έργα είναι κενή περιεχομένουκαι για να το πω απλά κατά τη λαϊκή έκφραση, <<τα ράσα δεν κάνουν τον παπά!>>

Είναι ξεκάθαρο ότι η πολιτική θεώρηση του προτεινόμενου εκλογικού συστήματος δεν κατατείνει ούτε σε «απλή» ούτε, πολλώ δε μάλλον, σε «άδολη» αναλογική αλλά σε μια συρραφή και υιοθέτηση αντίθετων ή διαφορετικών και, εν πολλοίς, αλληλλοαναιρούμενων προσεγγίσεων στον ίδιο νόμο ανάλογα με το πώς κρίθηκε αποσπασματικά και κατά περίπτωση ότι εξυπηρετούνται τα μικροκομματικά συμφέροντα και οι σκοπιμότητες της Κυβέρνησης.

 Οφείλω  τέλος ,να αναφερθώ στο πιο σημαντικό ζήτημα που θέτει αυτό το νομοσχέδιο.  Το Υπουργείο Εσωτερικών ανάγοντας σεαυτοσκοπό την αλλαγή του εκλογικού συστήματος και αδιαφορώντας πλήρως για τα πραγματικά προβλήματα της κοινωνίας, κατέθεσε ένα νομοσχέδιο για μια αποκαλούμενη δήθεν  μεταρρύθμιση, η οποία τελικά θα οδηγήσει στην αδυναμία παραγωγής έργου για τους δημότες, και στην αδυναμία λειτουργίας ακόμη και των πιο βασικών κοινωνικών προγραμμάτων των Δήμων σε μια εποχή όπου είναι ξεκάθαρο σε όλους, ότι η Ελληνική κοινωνία προφυλάχθηκε από την πλήρη κατάρρευση, κυρίως χάριν των προσπαθειών και αγώνων της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, σε μια εποχή, όπου είναι προφανές σε όλους, ότι καταλύτης για την αναθέρμανση της εθνικής οικονομίας και την επίτευξη της επιδιωκόμενης ανάπτυξης που θα μας οδηγήσει έξω από την κρίση δεν μπορεί να είναι κανείς άλλος εκτός από την Τοπική Αυτοδιοίκηση.

 Είναι ολοφάνερο ότι τον λογαριασμό για την εξυπηρέτηση των κομματικών σκοπιμοτήτων της Κυβέρνησης στην πλάτη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης θα τον πληρώσουμε όλοι μας ως απλοί πολίτες. Αν θέλετε, ως αιρετοί, θα πράττουμε ο καθένας κατά πως επιβάλλει η συνείδηση του, οι αρχές του και οι επιδιώξεις του, πολιτικές ή προσωπικές, αλλά γι’ αυτά θα κριθούμε στις μεθεπόμενες εκλογές.

 Οι επιπτώσεις όμως στη ζωή των κατοίκων θα είναι εμφανείς από την πρώτη ημέρα.    Εφαρμόζοντας μάλιστα  και  την  άποψη που δημοσίως έχει εκφράσει ο ΥΠΕΣ του  << καταγγέλεσθαι αλλήλοις>> στη λογική κατά την οποία << όταν κάποιος δεν θα ψηφίζει κάτι θα τον καταγγέλεις για να αναλαμβάνει τις ευθύνες του και να μην κρύβεται χωρίς συνέπειες, πίσω από τη δυνατότητα της πλειοψηφίας να παίρνει μόνη της τις απόφάσεις, όπως γίνεται σήμερα >> όλοι οι αιρετοί θα μπορούν να έχουν τις δικαιολογίες τους, πραγματικές ή μη.

Ο Δήμαρχος ότι δεν τον αφήνει η αντιπολίτευση, η αντιπολίτευση ότι δεν την ακούει η συμπολίτευση, το αποτέλεσμα όμως μετά βεβαιότητας θα είναι ένα:

Δήμοι χωρίς δυνατότητα παραγωγής έργου, Δήμοι χωρίς δυνατότητα άμεσης ανταπόκρισης στα κοινωνικά προβλήματα,

Δήμοι χωρίς την παραμικρή δυνατότητα παρέμβασης στην ανάπτυξη της περιοχής τους.

Δεν αποδίδω αυτή την δυσοίωνη πρόβλεψη απλά σε ένα κακοσυραμμένο, πολιτικά ανερμάτιστο, και διοικητικά ανολοκλήρωτο σχέδιο εκλογικού νόμου, αλλά, στην παντελή έλλειψη βούλησης για  μεταρρυθμίσεις που όφειλαν και οφείλουν να γίνουν,

στην αντιδημοκρατική και αντισυνταγματική αντιμετώπιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης,

στη  συστηματική προσπάθεια ποδηγέτησής της, και το χειρότερο,

στη  μετά δόλου σκοπούμενη διάλυση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και εν τέλει

τη  μετατροπή της σε ελεγχόμενο παράρτημα της κεντρικής εξουσίας με διορισμένους Διοικητικούς Γραμματείς.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω λεπτομερώς εκτεθέντα και επειδή το συγκεκριμένο σχέδιο νόμου:

•          Δεν προωθεί καμία ουσιαστική μεταρρύθμιση στη λειτουργία του Κράτους και της Αυτοδιοίκησης , που είναι κοινώς αποδεκτό ότι έχει ανάγκη η χώρα και οι πολίτες. Δεν αντιμετωπίζει και δεν επιλύει κανένα από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης.

•          Πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που το μόνο που αλλάζει ουσιαστικά, είναι το εκλογικό σύστημα των αυτοδιοικητικών εκλογών. Για πρώτη φορά θεσπίζονται δύο διαφορετικά εκλογικά συστήματα, για κοινότητες ανω των 500 κατοίκων και για κοινότητες κάτω των 500, , όπου εισάγεται ενιαίο ψηφοδέλτιο.

•          Την ώρα που η χώρα έχει ανάγκη από μια δημιουργική ανατροπή στο μοντέλο λειτουργίας του Κράτους, προκειμένου να αντιμετωπιστούν στη ρίζα τους τα προβλήματα που οδήγησαν τη χώρα στη χρεοκοπία και την κρίση, η Κυβέρνηση προωθεί ένα Νόμο που καθιστά ακόμη πιο σφικτό τον εναγκαλισμό της Αυτοδιοίκησης από την Κεντρική Εξουσία.

•          Προβλέπει τη μείωση της θητείας των αιρετών από 5, σε 4 χρόνια, σε αντίθεση με ότι ισχύει στην υπόλοιπη Ευρώπη και σε βάρος του προγραμματικού σχεδιασμού των Δήμων.

•          Τα προβλήματα των Δήμων δεν θα επιλυθούν με την αλλαγή του εκλογικού συστήματος αλλά με αλλαγές στο μοντέλο λειτουργίας του Κράτους, με ενίσχυση της οικονομικής ανεξαρτησίας και διοικητικής αυτοτέλειας τους, όπως συμβαίνει σε όλες τις χώρες της Ευρώπης.

•          Δεν προωθεί την αποκέντρωση και τη πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, με τη  μεταφορά πόρων και αρμοδιοτήτων από το Κεντρικό Κράτος προς την Αυτοδιοίκηση. Δεν είναι τυχαίο ότι στο πλαίσιο του διαλόγου που διεξήχθη, δεν υπήρξε καμία συνάντηση μεταξύ των συναρμόδιων υπουργείων και των εκπροσώπων της ΚΕΔΕ για να συζητηθεί το θέμα της μεταφοράς των αρμοδιοτήτων.

•          Παρά το γεγονός ότι βρίσκεται σε εξέλιξη εδώ και περίπου δύο χρόνια ένας διάλογος μεταξύ του Υπουργείου Εσωτερικών και των θεσμικών εκπροσώπων της Αυτοδιοίκησης, στο νομοσχέδιο αυτό δεν συμπεριλήφθηκε καμία από τις προτάσεις που έχει καταθέσει η Κ.Ε.Δ.Ε. , οι οποίες διαμορφώθηκαν στο πλαίσιο τριών συνεδρίων, σε Βόλο, Θεσσαλονίκη και Ιωάννινα.

•          Θα προκαλέσει ακυβερνησία στους Δήμους. Με την απλή αναλογική στην κατανομή των εδρών του δημοτικού συμβουλίου, οι δήμαρχοι που δεν θα εκλεγούν από τον πρώτο γύρο, αλλά στο δεύτερο, δεν θα έχουν πλειοψηφία στο Δημοτικό Συμβούλιο με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τους συμβιβασμούς και τις ισορροπίες για να ληφθεί μια απόφαση. Είναι φανερό ότι η Κυβέρνηση επιχειρεί να μετατρέψει τα δημοτικά συμβούλια σε διακοσμητικά όργανα των Δήμων, προτιμά «ανίσχυρους» δημάρχους, παραλυτικές ισορροπίες στους Δήμους και ενίσχυση του ρόλου των ακραίων και θνησιγενών πολιτικών σχημάτων, που θα καταστούν πέραν πάσης δημοκρατικής λογικής σε ρυθμιστές που θα εκβιάζουν το σχηματισμό πλειοψηφιών.

•          Επιχειρεί να επαναφέρει από το «παράθυρο» τις Κοινότητες, με το εκλογικό σύστημα, την κατανομή αρμοδιοτήτων, την κατάρτιση του προϋπολογισμού και την κατανομή της ΣΑΤΑ, γεγονός που αποτελεί ουσιαστικά μια αντιμεταρρύθμιση στον «Καλλικράτη». Με τον τρόπο αυτό τα Δημοτικά έργα δεν θα μπορούν να υλοποιηθούν. Ο κατακερματισμός της χρηματοδότησης των δημοτικών έργων στις Τοπικές Κοινότητες καθιστά αδύνατη την υλοποίηση τους , λόγω έλλειψης ειδικευμένου προσωπικού και αδυναμίας έγκυρου συντονισμού.

•          Καταργείται η αυτοδίκαιη θέση σε αργία των αιρετών σε περίπτωση αμετάκλητης παραπομπής για κακούργημα, μόνον εάν έχουν επιβληθεί περιοριστικοί όροι ή προσωρινή κράτηση, και πλέον θα αρκεί μόνον η αμετάκλητη παραπομπή για κακούργημα.

•          Τίθενται σε κίνδυνο οι κοινωνικές υπηρεσίες που σήμερα προσφέρουν οι Δήμοι σε όλη τη χώρα. Η χρηματοδότησή τους θα εξαρτάται από μικροκομματικούς στόχους. Δεν αναφέρεται το μέλλον των κοινωνικών υπηρεσιών όταν λήξει η χρηματοδότηση από κοινοτικούς πόρους και στην κατανομή των Εθνικών πόρων εισάγονται (μη μετρήσιμα υποκειμενικά) κριτήρια.

•          Αυξάνεται το φορολογικό βάρος των δημοτών. Η ένταξη της χρηματοδότησης της Υπηρεσίας Πρασίνου στα ανταποδοτικά αποτελεί ουσιαστικά ένα νέο φόρο και καλεί τους δημότες να χρηματοδοτήσουν το κόστος λειτουργίας της υπηρεσίας.

•          Δεν αποτελεί μεταρρύθμιση, δεδομένου ότι δεν προτείνεται Επιχειρησιακό Πρόγραμμα εφαρμογής του Κλεισθένη και δεν υποστηρίζεται από χρηματοδοτικούς πόρους, κίνητρα και επιχορηγήσεις.

•          Παραπέμπει αόριστα στο μέλλον και χωρίς συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, τις αναγκαίες αλλαγές και μεταρρυθμίσεις στο Κράτος και την Αυτοδιοίκηση, συνδέοντάς τις με το εγχείρημα της Συνταγματικής Αναθεώρησης αλλά και την δημοσιονομική ανάκαμψη της χώρας.

•          Δημιουργεί τον μηχανισμό του δημοτικού διαμεσολαβητή στο επίπεδο του Νομού, με πολλές αρμοδιότητες ελεγκτικού χαρακτήρα, που καταστρατηγούν το άρθρο 102 του Συντάγματος.

•          Προτείνει μία κενή περιεχομένου κατηγοριοποίηση Δήμων. Με την προτεινόμενη κατηγοριοποίηση , ενώ αναγνωρίζει νομικά το ζήτημα ότι οι δήμοι έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά, δεν διατυπώνει ρυθμίσεις που διασφαλίζουν την ισότιμη παροχή υπηρεσιών στους πολίτες σε όποιον Δήμο και αν κατοικούν.

•          Η χρήση των τοπικών δημοψηφισμάτων με τον τρόπο που σχεδιάζεται ενέχει σοβαρούς κινδύνους να καταστούν εργαλεία εξυπηρέτησης ξένων προς την Πατρίδα μας συμφερόντων, αλλά και προώθησης λαϊκίστικων και τοπικιστικών αιτημάτων και πολιτικών.

•          Ο εκλογικός νόμος με εντελώς αντιδημοκρατική λογική, μειώνει τον αριθμό των υποψηφίων που μπορούν να συμπεριληφθούν στα ψηφοδέλτια, γεγονός που υπηρετεί τη λογική της πολυδιάσπασης της ψήφου.

•          Κατασκευάζει Δήμους ομήρους του εκάστοτε Υπουργού. Ο εκάστοτε Υπουργός θα ορίζει τον Επόπτη Νομιμότητας. Με τις προτεινόμενες ρυθμίσεις προωθείται η περαιτέρω ομηρία των Δήμων μέσω:

α) πρόσθετων ελεγκτικών μηχανισμών β) περιορισμού της διοικητικής αυτοτέλειας των Δήμων γ) της οικονομικής κηδεμονίας των Δήμων από τον Υπουργό Εσωτερικών.

Η Διοικητική Εποπτεία των ΟΤΑ δεν περιορίζεται σε απλό έλεγχο νομιμότητας των πράξεων και στον πειθαρχικό έλεγχο, όπως το Σύνταγμα ορίζει, αλλά επεκτείνεται με την καθιέρωση έκδοσης εγκυκλίων οδηγιών και γενικών κατευθύνσεων, τόσο από το Υπουργείο Εσωτερικών, όσο και από την Αυτοτελή Υπηρεσία Εποπτείας ΟΤΑ. Με τον τρόπο αυτό επηρεάζεται αποφασιστικά η ελευθερία δράσης και λειτουργίας των ΟΤΑ, στραγγαλίζεται ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, ο οποίος πλέον μετατρέπεται σε μια αποκεντρωμένη διοικητική υπηρεσία του Κράτους.

 Στο σύνολο του  είναι απαράδεκτο , δεν προωθεί καμία αλλαγή στο μοντέλο λειτουργίας του Κράτους  και δεν ανταποκρίνεται στις μεγάλες ανάγκες που έχει σήμερα ο θεσμός της Αυτοδιοίκησης, για να επιτελέσει το έργο του, προς όφελος των τοπικών μας κοινωνιών.

* Δήμαρχος Παλλήνης -δικηγόρος