Το τελευταίο χαρτί της Τουρκίας, πριν συνταχθεί και επίσημα με το αντιδυτικό μπλοκ

Του Διογένη Λόππα

Την προηγούμενη εβδομάδα, η στήλη είχε αναφερθεί σε ένα αναμενόμενο τουρκικό βέτο ως προς την ένταξη της Φινλανδίας στο ΝΑΤΟ.  Η επιβεβαίωση της εκτίμησης δεν ήταν μόνον η αξία της αξιόπιστης πηγής της πληροφορίας, ούτε μόνον η συνεκτίμηση πολλών διαφορετικών παραγόντων, ιστορικών, πολιτισμικών, αλλά και συγκυριακά πολιτικών (ιδιομορφία καθεστώτος Ερντογάν).  Πρωτίστως βασίστηκε σε μία διαφορετική πληροφορία από την ίδια πηγή, η οποία πιο συγκεκριμένα αναφέρεται σε μια διπλωματική τιτανομαχία που διεξάγεται (και) μέσα στο ΝΑΤΟ, με έπαθλο την ουδετερότητα (έστω) της Τουρκίας, η οποία όχι μόνο δε θεωρείται δεδομένη, αλλά μάλλον προεξοφλείται ως χαμένη υπόθεση, για αυτό και διεξάγεται ένας κανονικός μαραθώνιος των ΗΠΑ για την αποτροπή αυτής της ιδιαίτερα δυσάρεστης εξέλιξης.

Δυστυχώς, το κυρίως μενού του τουρκικού αναθεωρητισμού είναι η Ελλάδα και δυστυχέστερα το τιμόνι της ελληνικής διπλωματίας έχει αναλάβει ο ίδιος ο πρωθυπουργός, ο οποίος κινείται με πρωτόγνωρο ερασιτεχνισμό, χωρίς μάλιστα να συμβουλεύεται ούτε τους πολύ έμπειρους διπλωμάτες, που χρόνια τώρα χειρίζονται τη διένεξη με τους γείτονες.  Έτσι φθάσαμε στον πάτο του βαρελιού, στο χειρότερο δυνατό σημείο διαπραγμάτευσης, ωσάν να έχουμε χάσει πόλεμο, αφού από τη μία πλευρά οι στενότεροι σύμμαχοί μας, μας πιέζουν να εφαρμόζουμε αυτοκτονικές για τα εθνικά μας συμφέροντα πολιτικές, δίχως να μας αναγνωρίζουν, ούτε τη γεωγραφική εγγύτητα με τον αντίπαλό τους, ούτε τους παραδοσιακούς ιστορικούς, εμπορικούς, πολιτιστικούς και θρησκευτικούς δεσμούς που οι εκάστοτε ελληνικές κυβερνήσεις προσπαθούσαν να διαφυλάξουν από την πρώτη μέρα ύπαρξης του σύγχρονου ελληνικού κράτους, ενώ από την άλλη πλευρά αυτής της ιδιότυπης μέγγενης, οι Τούρκοι απαιτούν την εκπλήρωση της γνωστής αναθεωρητικής τους ατζέντας, προκειμένου να συζητήσουν καυτά θέματα όπως οι κυρώσεις ή η ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας στο ΝΑΤΟ.

Εν ολίγοις βρισκόμαστε μπροστά σε έναν ωμό εκβιασμό, για τον οποίο μάλιστα ούτε καν ερωτόμαστε, αφού εκπροσωπούμαστε από τους Αμερικανούς.  Ψηφίζοντας την επ’ αόριστον παραμονή (και διέλευση) νατοϊκών δυνάμεων, η Ελλάδα και προσωπικά ο κ. Πρωθυπουργός, όχι μόνο θέτει σε άμεσο κίνδυνο ένα ευαίσθητο και καθοριστικό για την ελληνική άμυνα χώρο (Αλεξανδρούπολη), αφού με την πρώτη επιδείνωση της κατάστασης θα αποτελέσει νόμιμο πυραυλικό στόχο (ελπίζουμε συμβατικών κεφαλών), αλλά επιπλέον απεμπολεί εκουσίως το μοναδικό διαπραγματευτικό χαρτί που διέθετε η χώρα μας απέναντι στις ΗΠΑ.  Αν λοιπόν κάποτε λέγαμε για παράδειγμα ένα ηχηρό ”όχι” στο διαμοιρασμό του Αιγαίου κραδαίνοντας ως απειλή τη μη ανανέωση της αμυντικής συμφωνίας, σήμερα δεν έχουμε κανένα αντίβαρο, παρά μόνο τη δική μας ”προβλεψιμότητα” και την ”καλή θέληση” των ΗΠΑ.  Αλλά πότε οι διεθνείς σχέσεις διαμορφώθηκαν με βάση τις καλές προθέσεις;

Έτσι, μαθαίνω με πικρία, ότι η τουρκική διπλωματία σε ένα κρεσέντο καιροσκοπισμού, έχει θέσει έναν κατάλογο αιτημάτων προς τις ΗΠΑ, που εκτός των γνωστών από στοχευμένες διαρροές F16 (τα F35 δεν τα επιθυμούν πλέον λόγω κόστους και λόγω αλλαγής δόγματος που έχει να κάνει με τη φονικότητα των εγχώριων όπλων και δη των ΤΒ2), περιλαμβάνει τη γεωπολιτική διευθέτηση μιας σειράς καυτών προβλημάτων που ξεκινάνε από το μελλοντικό καθεστώς της Λιβύης, διαπερνούν το Συριακό Κουρδιστάν και καταλήγουν στην ανατολική Μεσόγειο και το Αιγαίο. 

Συγκεκριμένα απαιτούν από τη δύση να αναγνωριστούν τουρκικά ζωτικά συμφέροντα στη Λιβύη (ναι, και εμένα μου θυμίζει κάτι), ώστε με τον τρόπο αυτό να θεσμοποιηθούν, τόσο η πρόσκληση τουρκικών στρατευμάτων από την (όποια) Λιβυκή κυβέρνηση, όσο και το επισφαλές τουρκολιβυκό σύμφωνο για την ΑΟΖ, ενώ στη Συρία δε συμβιβάζονται με τίποτα λιγότερο, από την ένταξη στους καταλόγους τρομοκρατών οργανώσεων, του YPG, ουσιαστικά δηλαδή των επίσημων κρατικών δομών του Συριακού Κουρδιστάν, που ως πρώτη συνέπεια θα έχει τη διακοπή από τη δύση κάθε χρηματοδότησης και βέβαια την εκεί παραμονή επ’ αόριστον των τουρκικών δυνάμεων κατοχής, ενεργειών που ουσιαστικά θα μετατρέψουν τη Βόρεια Συρία σε επαρχία της Τουρκίας.

Στην ανατολική Μεσόγειο ζητούν συνεκμετάλλευση με θεσμοθετημένη συμμετοχή σε μελλοντικά projects και παγίωση του status quo της Κύπρου, είτε μέσω συνομοσπονδίας, είτε μέσω προσάρτησης (αλά Κριμαία, με δημοψήφισμα, με την ανοχή της δύσης).  Καθώς όμως τα υπόλοιπα μέτωπα είναι σαφώς πιο πιεστικά, λένε ότι ήδη έχει συμφωνηθεί ένα μορατόριουμ, με βάση το οποίο θα παγώσουν όλα τα σχετικά projects, τριμερείς, κλπ, έως ότου συμφωνηθεί μια συνολική διευθέτηση με τα εμπλεκόμενα κράτη, έπειτα από μια επιτυχή λύση του Κυπριακού,  με μοναδική κόκκινη γραμμή από την πλευρά της ‘Άγκυρας, την παραμονή των τουρκικών δυνάμεων κατοχής στο νησί.

Στο Αιγαίο η κατάσταση είναι εξαιρετικά ζοφερή, καθώς το ζήτημα αυτό αποτελεί τη νούμερο ένα διεκδίκηση στην τουρκική λίστα και περιλαμβάνει ζητήματα καθαρής ελληνικής κυριαρχίας και πιο συγκεκριμένα την αποστρατικοποίηση των νησιών (οι πληροφορίες μου λένε ότι έχει ήδη συμφωνηθεί), το διαμοιρασμό FIR και θαλάσσιων ζωνών με σύνορο τον 25ο μεσημβρινό (στη βάση δηλαδή της χάραξης μιας μέσης γραμμής ανάμεσα στις ηπειρωτικές περιοχές των δύο χωρών, στερώντας καθολικά τις ΑΟΖ των νησιών, μικρών ή μεγάλων) και τη συνεκμετάλλευση των όποιων ενεργειακών projects (ίσως και της αλιείας) σε ολόκληρο το Αιγαίο (50 – 50). 

Η αξιοθαύμαστη ευελιξία της τουρκικής διπλωματίας επί της Ουκρανικής κρίσης, κατάφερε το ακατόρθωτο, καθώς, ενώ αυτά τα ζητήματα αποτελούσαν έως χθες διμερή θέματα διαπραγμάτευσης χωρίς πολλές πιθανότητες λύσης, σήμερα έχουν αναβαθμιστεί σε διμερή ζητήματα ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ, χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας, με αυξημένες πιθανότητες επιτυχίας.  Οι Τούρκοι δηλαδή κατάφεραν να θέσουν τις διεκδικήσεις τους απευθείας στις ΗΠΑ και οι ΗΠΑ με τη σειρά τους ανέλαβαν να πιέσουν την Ελλάδα να αποδεχθεί τα τετελεσμένα, ”για το καλό της συμμαχίας”.  

Εξ όσων είμαι σε θέση να γνωρίζω, η ελληνική πλευρά βλέπει καταρχήν θετικά μια συνολική διευθέτηση, βασιζόμενη στη λογική ότι θα γλιτώσει μια και καλή από τον Τουρκικό αναθεωρητισμό, ενώ τη σχετική συνθήκη θα εγγυώνται οι ΗΠΑ, οι οποίες πιέζονται επίσης να προσφέρουν περαιτέρω εγγυήσεις ασφαλείας (και στις δύο χώρες, καθώς, το πιστεύετε ή όχι, οι Τούρκοι φοβούνται μια ελληνική επίθεση σε περίπτωση εσωτερικής τους πολιτικής αστάθειας).  Επίσης, η ελληνική κυβέρνηση πιστεύει ότι με τον τρόπο αυτό αφενός θα ανοίξει ο δρόμος για ενεργειακά projects στο Αιγαίο που σήμερα θεωρούνται επισφαλή και αφετέρου θα ανασάνει ο προϋπολογισμός, αφού οι αμυντικές δαπάνες θα περικοπούν δραστικά.

Αυτό που απομένει, ουσιαστικά είναι πρώτον μια δευτερεύουσα διαπραγμάτευση ως προς το ακριβές εύρος των χωρικών υδάτων (8 μίλια δίνουν οι Τούρκοι, 10 ζητάμε εμείς για να ευθυγραμμιστούν με το υπάρχον FIR) και το ακριβές μέγεθος του αφοπλισμού των νησιών και δεύτερον ένας εύσχημος τρόπος ώστε να πειστεί η ελληνική κοινή γνώμη για τις παραχωρήσεις, αλλά και για να καμφθούν οι αντιστάσεις της σκληρής δεξιάς τάσης του κυβερνώντος κόμματος και ιδιαίτερα του κ. Σαμαρά και αρκετών καραμανλικών (βλ. Δένδιας).  

Η επικείμενη επίσκεψη του κ. Μητσοτάκη στις ΗΠΑ αναμένεται να κατοχυρώσει τη συμφωνία και να δοθούν τα ανταλλάγματα τα οποία η ελληνική κυβέρνηση θεωρεί ικανοποιητικά ώστε να εξαπολύσει την επικοινωνιακή καταιγίδα που θα κινητοποιήσει τις γνωστές εκσυγχρονιστικές δυνάμεις για να διαμορφωθεί μια συμπαγής τάση, ώστε να περιθωριοποιηθεί στα όρια του γραφικότητας, η αναμενόμενη σφοδρή κινητοποίηση των διαφωνούντων.  Για να ξεπεραστεί ο εσωτερικός νεοδημοκρατικός σκόπελος, ένας τρόπος είναι να προκηρυχθούν εκλογές (με απόσυρση από τα ψηφοδέλτια των πρώην πρωθυπουργών) και ένας ακόμα ασφαλέστερος είναι να επιστρατευθεί η γαλάζια συνιστώσα του ΠΑΣΟΚΙΝΑΛ.  Για κάθε ενδεχόμενο, υπάρχει και ο μπαμπούλας της Novartis, όπου μια ευθεία απειλή εκ νέου ανοίγματος του φακέλλου και διερεύνησης διάφορων ”αδιευκρίνιστων” ποσών και καταστάσεων, με την αρωγή των αμερικανικών υπηρεσιών, αναμένεται να κατευνάσει και τους πλέον επιφυλακτικούς.

Αυτό που δεν καταλαβαίνουν, ούτε οι Αμερικανοί, ούτε οι αμερικανοτραφείς δικοί μας κυβερνώντες, είναι η ιδιότυπη συγκυρία, που θα κάνει τους Τούρκους να σκεφτούν δύο φορές πριν αποδεχθούν μια γενναιόδωρη αμερικανική προσφορά ουδετερότητας.  Και αυτό γιατί μελετώντας τις σύγχρονες τάσεις της τουρκικής κοινωνίας (πολυετής στροφή στον ακραίο εθνικισμό, τον αντιδυτικισμό και το σκληρό Ισλάμ), την ιστορική πραγματικότητα (συρρίκνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), την ιδιότυπη κουλτούρα του τουρκικού έθνους (σαφώς ανατολίτικη) και την πολιτιστική ταύτιση (όπως την είδαμε να ξεδιπλώνεται μέσα από τα εξαγώγιμα τουρκικά σίριαλ) με αυτό που στη δύση μας αρέσει να αποκαλούμε ”απολυταρχία”, δηλαδή με τις παραδοσιακές αξίες μιας συντηρητικής κοινωνίας που συνίσταται από μικρές κοινότητες και όχι από άτομα, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι η ιστορία προσφέρει στην Τουρκία μια μοναδική ευκαιρία να συνταχθεί (έστω και επιδέξια) με τους εχθρούς της δύσης και να προσπαθήσει να πετύχει γεωστρατηγικά τετελεσμένα πολύ σημαντικότερα από τις ανούσιες ελληνικές υποχωρήσεις, που έτσι και αλλιώς (πιστεύουν ότι) κάποτε θα πετύχαιναν.