Το SPD είναι πλέον μια «χρήσιμη» πολιτική δύναμη

Η ισχυρότερη κινητήρια δύναμη του σύγχρονου καπιταλισμού είναι ο φόβος. Το χαρακτηριστικό του είναι η εξάρτηση. Όταν ο εργάτης πάει το βράδυ για ύπνο, ανησυχεί για τις αποφάσεις του εργοδότη του. Ο εργοδότης όμως δεν σκέφτεται τον εργάτη του, αλλά τους επενδυτές. Εξ ου και η στρατηγική της διάσπασης του ομίλου. Το σύνολο των μερών έχει μεγαλύτερη αξία από το σύνολο καθ΄ εαυτό. Και εάν οι τουρμπίνες που κατασκευάζονται στο Γκέρλιτς είναι τεχνολογίας του χτες, τότε κλείνει.

Του Ρομαρίκ Γκοντέν(*)

Ποιος θα το σκεπτόταν; Ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου Μάρτιν Σουλτς έδωσε νέα ώθηση στο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, για πρώτη φορά από το 2005, και έφερε ξανά στην επιφάνεια την αντιπαράθεση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς.

Από τότε που ανακοινώθηκε η υποψηφιότητα του Σουλτς για την καγκελαρία, το SPD εκτινάχθηκε από το 20% στο 28% με 33%. Σε μια δημοσκόπηση μάλιστα, πέρασε τη συμμαχία Χριστιανοδημοκρατών/ Χριστιανοκοινωνιστών με 33% έναντι 32%.

Η εξέλιξη αυτή αλλάζει τα δεδομένα ενόψει των εκλογών του Σεπτεμβρίου, καθώς η Άγγελλα Μέρκελ είναι αντιμέτωπη με έναν σοβαρό αντίπαλο για πρώτη φορά από το 2005.

Η πρώτη νίκη του Σουλτς ήταν η αντικατάσταση του συναινετικού «κεντρισμού», τον οποίο προωθούσαν τα μεγάλα κόμματα από τότε που ο καγκελάριος Σρέντερ τοποθέτησε το 2002 την κυβέρνησή του στο «νέο κέντρο», από την ιστορική αντιπαράθεση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς. Το SPD είναι πλέον μια «χρήσιμη» πολιτική δύναμη, κάτι που έχει ως αποτέλεσμα να κινητοποιούνται τόσο οι δυσαρεστημένοι πρώην ψηφοφόροι του όσο και οι αμφιταλαντευόμενοι ψηφοφόροι.

Δύο πράγματα βοήθησαν τον Σουλτς. Το ένα ήταν ότι αποτελεί ένα νέο πρόσωπο στη Γερμανία. Στη χώρα αυτή, όπως και σε άλλες χώρες της ΕΕ, η εμπιστοσύνη προς τους πολιτικούς έχει κλονιστεί. Οι μόνοι πολιτικοί που έχουν γλυτώσει σχετικά αλώβητοι από αυτή την τάση είναι η καγκελάριος Μέρκελ και ο υπουργός Οικονομικών Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Η ηγεσία του SPD, πάλι, έχει χάσει εντελώς την αξιοπιστία της. Σε αυτό το τοπίο, ένας άνθρωπος που έχει περάσει το μεγαλύτερο μέρος της πολιτικής του σταδιοδρομίας στις Βρυξέλλες εμφανίζει ένα συγκριτικό πλεονέκτημα και κάνει τη Μέρκελ να μοιάζει κουρασμένη.

Μια δημοσκόπηση που δημοσιεύτηκε στο Der Spiegel στις 11 Φεβρουαρίου έδειξε ότι η ικανοποίηση των ψηφοφόρων από τη Μέρκελ και τον Σουλτς είναι ίδια (55%), αλλά η δυσαρέσκεια για τη Μέρκελ είναι σχεδόν τρεις φορές μεγαλύτερη από εκείνη για τον Σουλτς (43% έναντι 17%). Και, φυσικά, οι ψηφοφόροι που σκέπτονται να εγκαταλείψουν τη Μέρκελ θεωρούν τον Σουλτς μια ρεαλιστική εναλλακτική λύση, κάτι που δεν συνέβαινε με τον Ζίγκμαρ Γκάμπριελ.

Ένα άλλο στοιχείο που βοηθά τη δημοτικότητα του Σουλτς είναι η αποστασιοποίησή του από την πολιτική της εποχής Σρέντερ και Μέρκελ. Ο πρώην πρόεδρος του Ευρωκοινοβουλίου δήλωσε ότι θα ακυρώσει ορισμένες από τις μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ, όπως τη μικρή διάρκεια της περιόδου κατά την οποία χορηγείται επίδομα ανεργίας.

Ο Σουλτς επέκρινε επίσης την πολιτική της Μέρκελ απέναντι στην Ελλάδα, την οποία υποστηρίζει το SPD, και ζήτησε μεγαλύτερη αλληλεγγύη.

Η υιοθέτηση αυτής της κοινωνικής και προστατευτικής στάσης, που συνοδεύεται από την εγκατάλειψη της λογικής της οικονομικής ανταγωνιστικότητας, δείχνει ότι το SPD αναγνωρίζει τις αδυναμίες του παρελθόντος.

Θα κρατήσει άραγε αυτή η άνοδος του κόμματος; Τίποτα δεν είναι λιγότερο σίγουρο. Το 2009 και το 2013, το SPD είχε επίσης εμφανίσει αύξηση των ποσοστών του στις δημοσκοπήσεις, για να πέσει λίγο πριν από τις κάλπες. Αυτή τη φορά, όμως, τα πράγματα είναι διαφορετικά: οι προηγούμενες εκστρατείες δεν είχαν καινούργια πράγματα να προσφέρουν και δεν συνοδεύονταν από κάποιο είδος αυτοκριτικής. Η αλλαγή του κλίματος είναι τέτοια, που έκανε τον Σόιμπλε να χαρακτηρίσει τον Σουλτς λαϊκιστή και να τον συγκρίνει με τον Τραμπ.

Το αν ο Σουλτς θα κρατήσει άλλους επτά μήνες μένει να φανεί. Ηδη τα μέσα ενημέρωσης έχουν δημοσιεύσει κάποιες κατηγορίες περί διαφθοράς και ερευνούν τους τρόπους με τους οποίους διέθεσε το δημόσιο χρήμα στη διάρκεια της πενταετούς θητείας του ως προέδρου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

Το κλειδί των εκλογών θα είναι αν αυτές οι κατηγορίες θα τον αγγίξουν. Ο Σουλτς θα πρέπει όμως να απαντήσει και σε άλλες αντιφάσεις του παρελθόντος, όπως η οργάνωση του Μεγάλου Συνασπισμού στο Ευρωκοινοβούλιο και η στήριξη της γερμανικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα το 2015.

Σύμφωνα με τον πολιτικό αναλυτή Μίκαελ Σπρενγκ, ο Μάρτιν Σουλτς συγκεντρώνει σοβαρές πιθανότητες να γίνει ο επόμενος καγκελάριος. Ο τρόπος με τον οποίο θα κυβερνήσει δεν θα αποφασιστεί παρά μετά τις εκλογές. Όπως είναι τα πράγματα σήμερα, μια συμμαχία του SPD με τους Πράσινους και το Αριστερό Κόμμα είναι πιθανή. Μια τέτοια συμμαχία είναι η μόνη που μπορεί να ανατρέψει τη Μέρκελ και να επιφέρει μια πραγματική αλλαγή στην πολιτική της Γερμανίας. Ο Σουλτς δεν έχει πάρει θέση επ? αυτού, καθώς γνωρίζει ότι θα τρομάξει τους δεξιούς ψηφοφόρους του κόμματός του. Είναι όμως ο μόνος τρόπος να εφαρμόσει την πολιτική που έχει υποσχεθεί.

Οι Πράσινοι, που αντιμετωπίζουν τον πειρασμό να συμμαχήσουν με τη Μέρκελ, είναι το μόνο κόμμα που πλήττεται από την άνοδο του SPD: μέσα σε ένα μήνα, έπεσαν από το 17% στο 10%. Μια τέτοια συμμαχία θα πρέπει όμως να περιλαμβάνει και τους Φιλελεύθερους, κάτι που θα τοποθετήσει τους Πράσινους στο δεξιό μέρος του πολιτικού φάσματος και μάλλον δεν θα ικανοποιήσει τους ψηφοφόρους τους.

Ένα είναι βέβαιο: η έφοδος του Μάρτιν Σουλτς στη γερμανική πολιτική ανακάτεψε την τράπουλα. Το ερώτημα είναι αν ο πρώην πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου θα αντέξει μέχρι τις εκλογές.

(Πηγή: La Tribune- ΑΠΕ -ΜΠΕ)

(*) Ο Ρομαρίκ Γκοντέν είναι αναπληρωτής αρχισυντάκτης της La Tribune