Τρικολόρ γαλάζια πατρίδα με ελληνική χρηματοδότηση

Του Διογένη Λόππα

Μπορεί ο ελληνικός τύπος σήμερα να πανηγυρίζει για την -επιτέλους- δέσμευση μιας παγκόσμιας δύναμης (και μάλιστα εγγράφως) για τη στρατιωτική συνδρομή της χώρας μας σε περίπτωση επίθεσης, μπορεί στη γιορτή να συμμετέχει (δικαίως) και η σοβαρή αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Κίνημα Αλλαγής), καθώς βέβαια οι βάσεις της στρατιωτικής αυτής συμμαχίας τέθηκαν από τους Τσίπρα – Κοτζιά, αξίζει όμως να δούμε πώς υποδέχθηκαν την είδηση οι Γάλλοι και τι πρακτικά σημαίνει για τα δικά τους εθνικά συμφέροντα ή πώς επίσης αυτή επηρεάζει τις (δύσκολες) ισορροπίες του καυτού γεωπολιτικού τριγώνου Ουάσιγκτον – Βερολίνο – Παρίσι.

Η είδηση έπαιξε τέταρτη στο παγκόσμιας εμβέλειας France 24, το οποίο απηχεί και τις καίριες γεωπολιτικές ανησυχίες του γαλλικού κράτους και είχε τίτλο ”Αμυντικό deal Γαλλίας – Ελλάδας 3 δις, δίνοντας προφανώς έμφαση στο οικονομικό σκέλος , το οποίο αποτελεί πρώτη προτεραιότητα για την εσωτερική κοινή γνώμη. Το θέμα που επέλεξαν να προβάλλουν, τόσο ο Γαλλικός όσο και ο ευρωπαϊκός τύπος, ήταν μια αποστροφή στην ομιλία του Γάλλου προέδρου, όπου προειδοποιούσε πως ”η Ευρώπη πρέπει να σταματήσει να είναι αφελής”, στρεφόμενος πρωτίστως εναντίον των ΗΠΑ κατηγορώντας τους ως αναξιόπιστους συμμάχους που δεν προτίθενται να συνδράμουν τις χώρες της Ευρώπης σε περίπτωση σύρραξης και δευτερευόντως εναντίον της Γερμανίας, η οποία μπλοκάρει συνειδητά οποιαδήποτε ενέργεια προς μια ενιαία αντίληψη περί κοινής ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής.

Game changer

Η αμυντική αυτή συμφωνία αποτελούσε κάτι σαν ιερό γκράαλ για τους Γάλλους εδώ και πολλά χρόνια και έγινε επιτακτική ανάγκη μετά το περιστατικό ανοιχτά της Λιβύης, όταν ένα τουρκικό λαθρεμπορικό αρνήθηκε έλεγχο από γαλλική φρεγάτα, υποστηριζόμενο για το σκοπό αυτό από τουρκική φρεγάτα η οποία ”κλείδωσε” τη γαλλική σε μια άνευ προηγουμένου προκλητική ενέργεια μεταξύ ”συμμάχων”. Στο σημείο εκείνο, η γαλλική στρατιωτική και πολιτική ηγεσία συγκρούστηκε με την οδυνηρή πραγματικότητα επί του πεδίου και κατανόησε το πλήρες μέγεθος του νεοπαγούς τουρκικού δόγματος περί ”γαλάζιας πατρίδας”, ενός αναθεωρητικού δόγματος που περιλαμβάνει μια μεγάλη γκάμα εχθρικών ενεργειών, από την απαίτηση εκχώρησης δικαιωμάτων στα ενεργειακά κοιτάσματα της ανατολικής Μεσογείου, έως την ωμή παρέμβαση στο εσωτερικό μιας σειράς χωρών της μεσογειακής ακτής από το Λίβανο μέχρι το μακρινό Μαρόκο, όπου παραδοσιακά η Γαλλία ασκεί τη δική της επιρροή.

Η πικρή αλήθεια είναι ότι οι Γάλλοι προσπάθησαν άμεσα να κόψουν τον τουρκικό βήχα, όχι μόνο με εχθρικές πολιτικές ενέργειες, αλλά ακόμα και με προβολή σημαίας βαθιά μέσα σε αυτό που οι Τούρκοι θεωρούν ζωτικό χώρο τους. Όμως προσέκρουσαν σε αμερικανικό τείχος, σε μια ανιαρή άρνηση της αμερικανικής διπλωματίας να αποδεχθεί ότι τα τουρκικά τετελεσμένα αποτελούν απειλή και μια προφανώς λανθασμένη διπλωματικά εκτίμηση ότι ένας συνδυασμός κατευνασμού των Τούρκων και ταυτόχρονα διαπραγματεύσεων για ”δίκαιο” διαμοιρασμό των ΑΟΖ της περιοχής, θα κρατούσαν ζωντανό το ΝΑΤΟ, με υψηλά επιβλέποντες τους Αμερικανούς. Για το σκοπό αυτό οι ΗΠΑ ασκούσαν επιθετική διπλωματία στο θέμα της νέας ελληνικής φρεγάτας, εμποδίζοντας σθεναρά, τόσο την αποφασιστικότητα της ηγεσίας του ελληνικού πολεμικού ναυτικού να προμηθευτεί τις κατάλληλες μονάδες επιφανείας (ήδη από την εποχή του ναυάρχου Αποστολάκη), όσο και τα γαλλικά σχέδια για μια ενιαία ευρωπαϊκή απάντηση στο τουρκικό bullying.

Στο σημείο αυτό και ενώ όλα ήταν στάσιμα λόγω της αδράνειας των ΗΠΑ και της εμμονής τους στο μπαγιάτικο δόγμα ”να μην χαθεί η Τουρκία”, κυριολεκτικά ευθυγραμμίστηκαν οι πλανήτες και έτρεξαν εξελίξεις που κανένας δεν είχε διανοηθεί να προβλέψει: Οι ίδιες οι ΗΠΑ έριξαν λευκή πετσέτα πρώτα στο Αφγανιστάν και αμέσως μετά στη Μεσόγειο, όπου σε μια προσπάθεια αφενός να κατευνάσουν τους Γάλλους για το κάζο της AUKUS και αφετέρου για να τηρήσουν τα προσχήματα ως προς τις ευρωπαϊκές τους υποχρεώσεις, έχρισαν ουσιαστικά τους Γάλλους ως τοποτηρητές της περιοχής και με μισή καρδιά έδωσαν το πράσινο φως για την υλοποίηση της γαλλοελληνικής στρατιωτικής συμμαχίας, μια κίνηση που ενδέχεται να εκληφθεί ως aggressive action από την Τουρκία και ενοχλητική σε βαθμό δυσφορίας σε μια σειρά στενών συμμάχων των ΗΠΑ, όπως η Γερμανία, η Ισπανία και η Ιταλία, ενώ οι καμπάνες χτυπάνε δυνατά και για μελλοντικά επίδοξες ναυτικές δυνάμεις της περιοχής, όπως η Αίγυπτος και το Ισραήλ.

Η κίνηση των Γάλλων αποτελεί το πρώτο στάδιο ενός υπό διαμόρφωση μεγάλου συνασπισμού ναυτικών δυνάμεων με κοινές καταβολές, είτε στις ευρωπαϊκές αξίες (Ισπανία, Ιταλία), είτε στις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου με σαφή δυσανεξία στον τουρκικό αναθεωρητισμό (Αίγυπτος, Ισραήλ, ΗΑΕ). Στον διπλωματικό αυτό αγώνα των Γάλλων υπήρξαν απανωτά σαμποτάζ από διστακτικές χώρες που βλέπουν με ιδιαίτερη καχυποψία την επανατοποθέτηση των Γάλλων στην περιοχή της Μεσογείου, η οποία επανατοποθέτηση, δεν έχει μόνο στρατιωτικό σκέλος, αλλά (κυριότερα), οικονομικό. Γιατί πίσω από τις φρεγάτες, τα αεροσκάφη και τα υποβρύχια που επιβάλλουν de facto έλεγχο των θαλάσσιων ζωνών και προστατεύουν assets και αγωγούς, έρχονται οι κολοσσοί της ενέργειας και των κατασκευών.

Η Γερμανία έχει κάθε λόγο να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, καθώς με το στενό ορίζοντα που πάντα χαρακτήριζε την πολιτική ελίτ και πρωτίστως την ολιγαρχία των βιομηχάνων της, η οποία παραδοσιακά χαράζει και τον στρατηγικό σχεδιασμό της χώρας, βλέπει τη Γαλλία ως τον μεγαλύτερο ανταγωνιστή της. Για αυτό το λόγο η Τουρκία έπαιζε πάντοτε έναν εξισορροπητικό ρόλο στα γερμανικά συμφέροντα, με διττό στόχο την αποτροπή μιας Ρωσικής εξόδου στη Μεσόγειο και τον περιορισμό των ναυτικών δυνάμεων της περιοχής από ένα δυνητικό imperium που θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να απειλήσει την οικονομική πρωτοκαθεδρία των Γερμανών στην Ευρωπαϊκή ήπειρο. Αντίστοιχα η Ισπανία δυσανασχετεί με μια πολιτική που αντιλαμβάνεται ως νέο – αποικιοκρατία και σε κάθε περίπτωση στόχος της Μαδρίτης είναι η προστασία των συμβολαίων της βιομηχανίας της με την ιδιαίτερα σημαντική αγορά της Τουρκίας, που σε καμία περίπτωση δε θα θυσίαζε υπέρ των γαλλικών (ή κοινών ευρωπαϊκών) επιδιώξεων. Η Ιταλία έχει επίσης ιστορικές αντιστάσεις, ως άλλοτε δεσπόζουσα ναυτική δύναμη από το Αιγαίο έως τη Λιβύη και βλέπει με ανησυχία ότι, μετά την αποχώρηση των ΗΠΑ, οι όποιες επιδιώξεις θα μπορούσε να έχει, συνθλίβονται ανάμεσα σε δύο μεγάλες δυνάμεις όπως η Τουρκία και η Γαλλία. Καθώς όμως, σε αντίθεση με τη Γερμανία, διαθέτει μια πραγματιστική πολιτική εκπροσώπηση, θεωρείται βέβαιο ότι θα προτιμήσει το δόγμα μιας ευρωπαϊκής Ιταλίας από τη χίμαιρα μιας Ιταλικής Μεσογείου και πιθανότατα θα γίνει το τρίτο μέλος της συμμαχίας.

Υπερ – πολλαπλασιαστής ισχύος

Βλέποντας σε βάθος την περίτεχνη γαλλική στρατηγική (που βέβαια δεν θα μπορούσε να επιβιώσει χωρίς την ευλογία των ΗΠΑ), αντιλαμβάνομαι ότι ο αντικειμενικός στόχος της δεν είναι η παγίωση τους ως βασικού προμηθευτή της Ελλάδας, όσο και αν αυτό έχει τη σημασία του. Ο στόχος της γαλλικής διπλωματίας είναι να κυριαρχήσει στη Μεσόγειο και δη στην ανατολική όπου βρίσκεται και το οικονομικό αντίδωρο, δημιουργώντας ένα πλέγμα στρατιωτικής αποτροπής που θα βασίζεται στην ομοιομορφία των συστημάτων που θα το αποτελούν. Είναι αυτονόητο ότι τόσο τα Rafale όσο και οι Belharra, θα έχουν settlers στην Κρήτη (και ίσως στην Κύπρο). Ενώ δηλαδή η κύρια βάση τους θα είναι σε Τανάγρα και Σαλαμίνα αντίστοιχα, μακριά από αδιάκριτα βλέμματα, θα δημιουργηθούν κατάλληλες υποδομές εκεί όπου πρέπει να βρίσκονται με βάση το νέο δόγμα. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο επίδοξος καταπατητής της ανατολικής Μεσογείου, δεν θα βρει απέναντί του μόνο τα 24 ελληνικά Rafale και τις 4 (3 + 1) hi tech φρεγάτες: Την ίδια ώρα οι εγκαταστάσεις της Κρήτης (και της Κύπρου) θα μπορούν να υποστηρίξουν και να ανεφοδιάσουν γαλλικά, αιγυπτιακά και αραβικά Rafale και φρεγάτες, το οποίο πρακτικά σημαίνει ότι ένας ικανός αριθμός συμμαχικών αεροσκαφών θα παρέχουν εξασφαλισμένη αεροπορική υπεροχή, εναλλασσόμενα στις αποστολές τους, δίνοντας την ευχέρεια στις ναυτικές μονάδες επιφανείας να επιχειρήσουν με ασφάλεια. Αυτό εκμηδενίζει το τουρκικό πλεονέκτημα της εγγύτητας και σίγουρα προκαλεί εφιάλτες στα τουρκικά επιτελεία, που αν θέλουν να τηρήσουν στοιχειώδεις ισορροπίες, θα πρέπει άμεσα να απευθυνθούν στη Ρωσία ή αλλού για επείγουσες προμήθειες.

Έτσι εξηγείται και η ευκολία με την οποία οι Γάλλοι υπέγραψαν μια ρήτρα αμυντικής συνδρομής, η οποία ο καθένας καταλαβαίνει ότι είναι μονομερής, αφού κανένας δεν πρόκειται να επιτεθεί σε γαλλικό έδαφος και ουσιαστικά φωτογραφίζει ως αντίπαλο την Τουρκία, παρακάμπτοντας εύσχημα τις αντίστοιχες πρόνοιες του περιβόητου άρθρου 5 και της αόριστης συνθήκης της Λισαβόνας. Ουσιαστικά οι Γάλλοι με μια, παράτολμη είναι αλήθεια, υπογραφή αγόρασαν βάσεις για τα αεροπλάνα και τα πλοία τους, ζωτικό χώρο στην πιο δύσκολη περιοχή της ζώνης επιρροής τους και έναν πρόθυμο σύμμαχο για να τους συνδράμει με σύγχρονα οπλικά συστήματα και άνδρες, όταν και αν η Τουρκία επιχειρήσει να δοκιμάσει να καταλάβει δια της βίας αυτό που πιστεύει ότι είναι δικό της. Και όλα αυτά με τα χρήματα των Ελλήνων φορολογουμένων. Καθόλου άσχημα.

Οι gigs των στρατιωτικών αναλύσεων επέμεναν μέχρι σήμερα ότι μια ενδεχόμενη και ενδεχομένως αναπόφευκτη ναυτική σύγκρουση ανάμεσα σε Τουρκία και Γαλλία για την επικράτηση στην περιοχή πέριξ των κοιτασμάτων, θα ήταν αμφίρροπη. Έδιναν ένα προβάδισμα στους Γάλλους λόγω των καλύτερων υποβρυχίων και του αεροπλανοφόρου τους, όμως αντίστοιχα έδιναν credits στους Τούρκους λόγω εγγύτητας βάσεων και του γεγονότος ότι ο υπέρτερος γαλλικός στόλος δεν μπορεί να βρίσκεται όλος στη Μεσόγειο, καθώς οφείλει ταυτόχρονα να επιχειρεί παγκόσμια, λόγω των υπερπόντιων γαλλικών κτήσεων (και συμφερόντων).

Το δόγμα αυτό από σήμερα ανατρέπεται οριστικά, καθώς με δεδομένη τη μόνιμη μεταστάθμευση γαλλικών Rafale στην Κρήτη και τον μόνιμο ελλιμενισμό μέρους του γαλλικού στόλου στη Σούδα το τουρκικό πλεονέκτημα εξαλείφεται. Αν τώρα προστεθεί στην εξίσωση ο ελληνικός στόλος και η βεβαιότητα της αεροπορικής υπεροχής, η ανατολική Μεσόγειος αποκτά τελεσίδικα Capo και η μόνη διέξοδος που απομένει στους καλούς μας γείτονες για να μετουσιώσουν το δόγμα της γαλάζιας πατρίδας, είναι να συρθούν ως ικέτες στην αμερικανική αυλή και για χάρη της συνοχής του ΝΑΤΟ, να επιδιώξουν έναν έντιμο συμβιβασμό, που ίσως τους βάλει από την πίσω πόρτα σε κάποιο κοινό ενεργειακό project.