Όταν η πολιτική ετεροκαθορίζεται από το στοιχείο του θεάματος

Του Σωκράτη Αργύρη 

«Τώρα, το εικονικό είναι αυτό που επέχει θέση πραγματικού, είναι η τελική του λύση στο μέτρο που, συγχρόνως, περατώνει τον κόσμο στην οριστική του πραγματικότητα και υπογράφει τη διάλυσή του»- Jean Baudrillard

Σήμερα δεν χρειάζεται μονάχα η διαφθορά, αλλά είναι απαραίτητη κι η φιλανθρωπία, προκειμένου να προληφθούν οι εκρήξεις και να λειτουργεί το σύστημα. Αυτό είναι λυπηρό, αλλά μας προσφέρει και κάποια ελπίδα. Όταν ένα σύστημα προσπαθεί ευθέως να ηθικοποιήσει τον εαυτό του, τότε έχουμε μια βαθιά κρίση.

Ο  Γερμανός φιλόσοφος Peter Sloterdijk μιλάει χρόνια τώρα για την κάμψη της ανοικτής κοινωνίας.Γιατί σε μια ανοιχτή κοινωνία αναγνωρίζονται ελευθερίες και δικαιώματα. Δεν είναι απλώς και μόνο η δυνατότητα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι που χαρακτηρίζει την ανοιχτή κοινωνία. Είναι η ύπαρξη μιας σφαίρας αυτονομίας και ελευθερίας έξω από το κράτος που μπορεί να αντιταχθεί σε αυτό ενδεχομένως, χωρίς να δημιουργήσει πολιτικές δυσλειτουργίες ή αδιέξοδα.

 Εχει αναφερθεί στις «δεξαμενές οργής» που υπάρχουν σε κάθε κοινωνία και γεμίζουν από κάθε λογής δυσαρέσκεια. Η οργή, λέει, εκτονώνεται μέσα από την πίστη σε ένα όραμα ή την απόφαση για μια σύγκρουση.

Στο βιβλίο του Kritik der zynischen Vernunft [Κριτική του κυνικού Λόγου, 1983], ο  Peter Sloterdijk αναπτύσσει τη θέση ότι ο κυρίαρχος τρόπος λειτουργίας της πολιτικής ιδεολογίας είναι κυνικός, κάτι που καθιστά αδύνατο -ή ακριβέστερα, μάταιο- το κλασικό ιδεολογικοκριτικό διάβημα. Το κυνικό υποκείμενο έχει σαφώς επίγνωση της απόστασης ανάμεσα στο ιδεολογικό προσωπείο και την κοινωνική πραγματικότητα, εξακολουθεί μολαταύτα να επιμένει στο προσωπείο. Συνεπώς, η φόρμουλα την οποία προτείνει ο  Peter Sloterdijk είναι:« ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν, κι όμως, το κάνουν», καθότι  έχει παραφράσει την γνωστή φράση από το «Κεφάλαιο» του Μαρξ: “Sie wissen das nicht, aber sie tune s” – «Δεν το ξέρουν αυτό, μα το κάνουν».

Ο κυνικός Λόγος δεν είναι αφελής, αλλά ένα παράδοξο πεφωτισμένης ψευδούς συνείδησης.  Ξέρει κανείς πολύ καλά ότι το ψεύδος, έχει πλήρη επίγνωση του επιμέρους συμφέροντος που κρύβεται πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, και εντούτοις δεν την αποποιείται.Αν ο  Κυνισμός αντιπροσωπεύει τη λαϊκή, πληβειακή απόρριψη της επίσημης κουλτούρας μέσω της ειρωνείας και του σαρκασμού: η κλασική Κυνική στάση συνίσταται στο να αντιμετωπίζουμε τις φράσεις της κυρίαρχης επίσημης ιδεολογίας με την καθημερινή κοινοτοπία και να τις γελοιοποιούμε, εκθέτοντας έτσι τα εγωιστικά συμφέροντα, τις βάρβαρες αξιώσεις για εξουσία που βρίσκονται πίσω από την υψηλή “αριστοκρατία” της ιδεολογίας.

Η διαδικασία αυτή, ως εκ τούτου, είναι μάλλον πραγματολογική παρά επιχειρηματολογική γιατί ανατρέπει την επίσημη πρόταση φέρνοντας την αντιμέτωπη με την κατάσταση εκφοράς της προχωρώντας ad Hominem [Η κριτική Ad Hominem συμβαίνει όταν αντί να κριτικάρεις τα επιχειρήματα ή τις απόψεις του ατόμου με το οποίο συζητάς, κάνεις κριτική στο άτομο καθαυτό, ισχυριζόμενος ότι, με αυτόν τον τρόπο έκρινες και το επιχείρημά τους,  ενώ όταν ένας πολιτικός κηρύττει το καθήκον της πατριωτικής θυσίας, ο Κυνισμός εκθέτει το προσωπικό κέρδος που αποκομίζει από τη θυσία των άλλων].

Ο κυνισμός αποτελεί την απάντηση της κυρίαρχης κουλτούρας σ’ αυτή την Κυνική ανατροπή: αναγνωρίζει και λαμβάνει υπόψη του το επιμέρους συμφέρον πίσω από την ιδεολογική καθολικότητα, την απόσταση ανάμεσα στην ιδεολογική μάσκα και την πραγματικότητα, εξακολουθεί όμως να βρίσκει λόγους για να κρατήσει τη μάσκα. Ο κυνισμός αυτός δεν είναι μια άμεσα ανήθικη θέση, είναι μάλλον η ηθικότητα στην υπηρεσία της ανηθικότητας -το μοντέλο της κυνικής σοφίας είναι να συλλαμβάνει την εντιμότητα, την ακεραιότητα, ως την υψηλότερη μορφή ατιμίας και την ηθική ως την υψηλότερη μορφή ακολασίας ή την αλήθεια ως την αποτελεσματικότερη μορφή ψεύδους. Πρόκειται ως εκ τούτου για ένα είδος διεστραμμένης «άρνησης της άρνησης» της επίσημης ιδεολογίας: αντιμέτωπη με τον παράνομο πλουτισμό ή με τη ληστεία, η κυνική αντίδραση συνίσταται στον ισχυρισμό ότι ο νόμιμος πλουτισμός είναι μακράν αποτελεσματικότερος ενώ, επιπλέον, προστατεύεται από τον νόμο

Είναι συνεπώς προφανές ότι, αντιμέτωπη με έναν τέτοιο κυνικό Λόγο, η παραδοσιακή κριτική της ιδεολογίας έχει χάσει την αποτελεσματικότητα της. Δεν μπορούμε πλέον να υποβάλουμε το ιδεολογικό κείμενο στη «συμπτωματολογική ανάγνωση», αντιπαραθέτοντας το με τα τυφλά σημεία του, με ό, τι οφείλει να απωθήσει προκειμένου να οργανωθεί, να διατηρήσει τη συνοχή του γιατί ο κυνικός Λόγος λαμβάνει εκ των προτέρων υπόψη του την απόσταση αυτή. Μήπως τότε δεν μας απομένει άλλη διέξοδος εκτός από το να βεβαιώσουμε ότι με την επικράτηση του κυνικού Λόγου, βρισκόμαστε στον αποκαλούμενο μεταϊδεολογικό κόσμο; 

Εδώ, ακριβώς στο σημείο αυτό, θα πρέπει να εισαχθεί η διάκριση μεταξύ συμπτώματος και φαντασίωσης, προκειμένου να δειχθεί πόσο εσπευσμένο είναι το συμπέρασμα ότι ζούμε σε μια μεταϊδεολογική κοινωνία: ο κυνικός Λόγος, με όλη την ειρωνική αποστασιοποίηση του, αφήνει ανέγγιχτο το θεμελιώδες επίπεδο της ιδεολογικής φαντασίωσης, το επίπεδο όπου η ιδεολογία δομεί την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα.

Ο Jean Baudrillard έγραφε στο βιβλίο του “Ομοιώματα και προσομοίωση”:
Αποκρύπτω [dissimuler] σημαίνει προσποιούμαι ότι δεν έχω αυτό που έχω. Προσομοιώνω [simuler] σημαίνει προσποιούμαι ότι έχω αυτό που δεν έχω. Το ένα παραπέμπει σε μια παρουσία, το άλλο σε μια απουσία. Όμως τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, εφόσον η προσομοίωση δε συνιστά προσποίηση.

Ακόμα και ο Αντόρνο κατέληξε σε παρόμοιο συμπέρασμα, εκκινώντας από το προκείμενο ότι η ιδεολογία, αποτελεί μόνον ένα σύστημα το οποίο έχει αξιώσεις αληθείας –δηλαδή το οποίο δεν είναι απλώς ψέμα αλλά ένα ψέμα που βιώνεται ως αλήθεια, ένα ψέμα που αξιώνει να το πάρουν στα σοβαρά. Δεν αποβλέπει, ακόμα και για τους δημιουργούς της, στο να την πάρουμε στα σοβαρά  καθότι έχει απλώς το καθεστώς ενός μέσου χειραγώγησης, καθαρά εξωτερικού και εργαλειακού, επειδή την κυριαρχία της δεν τη διασφαλίζει η αξία αληθείας της, αλλά η απλή εξωιδεολογική βία και η υπόσχεση οφέλους.

Ο γνωστός αλλά τόσο αγνοημένος Λούντβιχ Φόιερμπαχ  στο βιβλίο του “Η ουσία τού Χριστιανισμού” [1841] είχε γράψει:

Αλλά φυσικά, για την εποχή μας, η οποία προτιμάει το σύμβολο αντί του σημαινόμενου πράγματος, το αντίγραφο αντί του πρωτοτύπου, την αναπαράσταση αντί της πραγματικότητας, τη φαινομενικότητα αντί της ουσίας… μόνο η ψευδαίσθηση είναι ιερή,̇ η αλήθεια είναι χυδαία.