Του Διογένη Λόππα
Ευτυχώς φέυγει. Και πώς θα μπορούσε να κάνει αλλιώς, όταν σχεδόν βρυκολάκιασε στην καρέκλα του μετα-Κάιζερ. Μια τετραετία ακόμα και θα μπορούσε να συγκριθεί μόνο με τον Xi, τον Erdogan και τον Putin. Ακόμα και στο Ιράν αλλάζουν ηγεσία γρηγορότερα.
Πριν την καταπιεί η λήθη της ιστορίας, που σιχαίνεται τους νωθρούς ηγέτες (η ιστορία, όχι η λήθη), θεώρησε συμβολικά χρήσιμο να νομιμοποιήσει την ατζέντα του πιο στενού της συμμάχου επισκεπτόμενη επίσημα την Άγκυρα. Υποθέτω, για λόγους πολιτικής ορθότητας ή επειδή κάποιος πιο έξυπνος σύμβουλος της ψιθύρισε το προφανές, αποφάσισε να περάσει μια βόλτα και από την Αθήνα. Η ημερομηνία που επέλεξε να το κάνει, αποτελεί σίγουρα μια σαρδόνια υπενθύμιση, πράγμα ταιριαστό με το χαρακτήρα της, αλλά και με τη φύση του έθνους που εκπροσωπεί.
Έψαχνα δεξιά αριστερά για μια φράση που να μπορεί να συμπυκνώσει την πολιτική Merkel (αν μπορεί κάποιος να αποκαλέσει πολιτική τη μετάθεση των προβλημάτων στο μέλλον), αλλά και την μετά το 1991 αναγέννηση του γερμανικού exceptionalism, που εκφράσθηκε ιδιαίτερα βίαια μέσω ενός οικονομικού-πολιτικού μετα-ιμπεριαλισμού, ο οποίος μάλιστα έφθασε να θεωρείται αυτονόητος από συμμάχους και μη. Τη βρήκα τελικά στον Όργουελ και στο πάντα επίκαιρο ”1984”: Είμαστε όλοι ίσοι, πλην όμως κάποιοι περισσότερο ίσοι από τους άλλους. Παρακαλώ το γεγονός ότι ο μεγάλος διανοητής αναφέρεται στα γουρούνια, να μη ληφθεί ως εκ μέρους μου πρόθεση μείωσης ή ρατσιστικής προκατάληψης.
Η καγκελάριος της καρδιάς μας είναι ιδιαίτερα δημοφιλής στη χώρα της. Αναμενόμενο. Έπραξε ότι ήταν απαραίτητο για να καταστήσει σε όλους σαφές ποιος είναι το αφεντικό στην Ευρώπη και έδωσε επιτέλους απάντηση στο ερώτημα ”ποιον πρέπει να πάρεις τηλέφωνο αν είσαι στην άλλη όχθη του Ατλαντικού και αντιμετωπίζεις μια κρίση”. Με λίγα λόγια πέτυχε εκεί που απέτυχαν ο Trump, ο Borris και ο Macron μαζί: Να κάνει ξανά τη Γερμανία μεγάλη. Δεν το λες και λίγο, σε μόλις δεκαέξι χρόνια ”κατόρθωσε” να ξεφορτωθεί τους προβληματικούς (για τα Γερμανικά σχέδια) Βρετανούς από την Ένωση, να ταπεινώσει τους φιλόδοξους Γάλλους ουκ ολίγες φορές, να κατσικωθεί ως άτυπος obergruppenführer σε μια σειρά χωρών του ευρωπαϊκού νότου και το κυριότερο να εδραιώσει έναν lebensraum (ζωτικό χώρο) με σύγχρονους όρους που περιλαμβάνει μια οικονομική ζώνη απόλυτης γερμανικής κυριαρχίας από την Σλοβακία έως πρόσφατα την Ουκρανία, βαθιά μέσα στον αντίστοιχο πάλαι ποτέ ζωτικό χώρο της Ρωσίας.
Όπως με τρόμο ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί σήμερα, η μεγάλη προς ανατολάς διεύρυνση της Ε.Ε. δεν ήταν ένας ρομαντικός ανέμελος περίπατος στην ανατολή, αλλά μια βίαιη κίνηση προσάρτησης ενός τεράστιου οικονομικού χώρου, όπου παλαιότερα πωλούνταν Lada και σήμερα Volkswagen, Siemens και Miele. Με απλά λόγια η Zenit παραχώρησε τη θέση της στην Krups, ενώ κατά τα άλλα η πραγματική θέση των άτυχων Ανατολικο Ευρωπαίων υποχώρησε αισθητά και οι περισσότεροι από αυτούς κατέφυγαν ως μετανάστες στη δύση, την ίδια ώρα που η Ε.Ε. ουσιαστικά έπαψε να υπάρχει, τουλάχιστον υπό τους όρους με τους οποίους σχεδιάστηκε, καθώς ήταν και παραμένει ουτοπία η σύγκλιση των δύο αυτών κόσμων.
Σήμερα στην Πολωνία ένα συνονθύλευμα εθνικιστών που βρίσκονται αναπόφευκτα στην κυβέρνηση, προσπαθεί να ορθώσει ανάστημα απέναντι στη γερμανική κυριαρχία. Πράγματι οι θέσεις της Πολωνικής κυβέρνησης, από την πρόθεσή της να διορίζει με κομματικά κριτήρια τους δικαστές, έως τον περιορισμό των δικαιωμάτων των LGBT, ακούγονται και είναι ανατριχιαστικές. Στην ουσία όμως του προβλήματος παραμονεύει η διάθεση μιας κυβέρνησης με πατριωτικά χαρακτηριστικά να περιορίσει το φαινόμενο του γερμανικού exceptionalism. Εκ πρώτης όψεως οι Πολωνοί κυβερνώντες εμφανίζονται ως ευρωσκεπτικιστές. Αν όμως απευθυνθείς στους ίδιους, επιμένουν ότι είναι υπέρ της ενωμένης Ευρώπης.
Και εκεί ξεκινά ο τραγέλαφος: Παρόλο που τα επιχειρήματα της Κομισιόν είναι συντριπτικά και βέβαια αποδομούν με ευκολία τις όποιες αιτιάσεις μπορεί να έχει μια ομάδα εθνικιστών που φλερτάρει με την απολυταρχία, οι ίδιοι οι Πολωνοί απαντούν με κάτι ισοβαρές. Λένε λοιπόν ότι οι κανόνες της Ε.Ε. δεν γίνεται να εφαρμόζονται αλά καρτ, δηλαδή κάποια ζώα να είναι περισσότερο ίσα από τα υπόλοιπα και φέρνουν σαν παράδειγμα τις άπειρες φορές που μια απόφαση του ομοσπονδιακού δικαστηρίου της Γερμανίας ήταν αρκετή για να σταματήσει κάθε συζήτηση στην Ε.Ε. για κρίσιμα ζητήματα τα οποία απλά υπερέβαιναν το πνέυμα του γερμανικού συντάγματος. Άρα, λένε, η Ε.Ε. οφείλει εξίσου να σεβαστεί και το Πολωνικό σύνταγμα.
Αυτή η απλή και συνάμα βαρύνουσα παραδοχή, μου έφερε στο μυαλό την εποχή που ξεκινούσε η μεγάλη οικονομική κρίση. Θυμάμαι λοιπόν ότι, ενώ η προφανής λύση ήταν να χαλαρώσει το σύμφωνο σταθερότητας ώστε να μπορέσει να ανακάμψει η ρευστότητα της ελληνικής οικονομίας και να σωθούν οι εγχώριες και ευρωπαϊκές τράπεζες, οι Γερμανοί χάλασαν τον κόσμο και κατάφεραν να οδηγήσουν το Ευρώ σε ξαφνικό θάνατο, λίγο πριν ο κεντρικός τραπεζίτης πάρει την πρωτοβουλία να διαμηνύσει το ”whatever it takes”, αλλά ενώ στο μεταξύ είχαν ήδη καταρρεύσει οι ελληνικές τράπεζες, τα ελληνικά ασφαλιστικά ταμεία και είχε εξαφανιστεί η ελληνική μεσαία τάξη. Όμως όταν η ίδια περίπου κρίση χτύπησε την πόρτα της γερμανικής οικονομίας αμέσως μετά το λοκντάουν της πανδημίας, το σύμφωνο σταθερότητας ξεχάστηκε, καθώς πια δεν εξυπηρετούσε τα συμφέροντα της Γερμανίας.
Έτσι κανείς αναρωτιέται ποιος πραγματικά είναι ο ευρωσκεπτικιστής στην περίπτωση αυτή. Γιατί μπορεί να στιγματίστηκε ο κ. Βαρουφάκης (τον οποίο παρεμπιπτόντως θυμάμαι να υπερασπίζεται με πάθος την Ε.Ε. και το κοινό νόμισμα στην αλληλογραφία μας), αργότερα ο κ. Τσίπρας (πριν, μετά το δημοψήφισμα, γίνουν αχώριστοι με την καγκελάριο της καρδιάς μας) και τώρα οι Πολωνοί εθνικιστές, αλλά αν ανατρέξουμε στα στοιχεία και στα πραγματικά γεγονότα (και κινδύνους) οι πρωταθλητές του ευρωσκεπτικισμού είναι οι Γερμανοί και άξιος εκπρόσωπός τους η κ. Merkel. Και αυτό γιατί η Γερμανία ποτέ (μετά το 1991 και την ατυχή επανένωσή της) δεν στάθηκε αρωγός σε μια Ευρώπη που θα βάδιζε προς την συνομοσπονδοποίηση, αλλά έκανε ότι ήταν δυνατόν για να κτίσει μια Ευρώπη δύο ταχυτήτων που θα λειτουργεί ως καταναλωτής της γερμανικής βιομηχανικής παραγωγής.
Η κ. Merkel, όσα πορτραίτα και αν φιλοτεχνούν σήμερα οι υποστηρικτές της, δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Ενώ είχε τη δύναμη και το κυριότερο την πλήρη ανοχή (μπορείς να το πεις και υποταγή) του συνόλου των υπολοίπων Ευρωπαίων ηγετών, ποτέ δεν είχε τη βούληση, την προνοητικότητα ή τη διαίσθηση που διαθέτουν οι μεγάλοι ηγέτες, ώστε να λάβει τις σωστές αποφάσεις. Η κυριαρχία της συνέπεσε με την πλήρη απαξίωση της Ευρώπης, αλλά και με την υποβολή της μεσαίας τάξης στα βασανιστήρια του Θατσερισμού. Η εξωτερική πολιτική την οποία επέβαλε στα αρμόδια ευρωπαϊκά όργανα, ουδέποτε αξιοποίησε τη δυναμική της Ένωσης, ουδέποτε άγγιξε έστω την απλή λογική ή τις υποτυπώδεις πρόνοιες του διεθνούς δικαίου, παρά μόνο ταυτίστηκε με τις ονειρώξεις του τέταρτου Ράιχ.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα η κ. Merkel δυστυχώς ταυτίστηκε με το δόγμα ”η ουδετερότητα αποτελεί εύνοια του επιτιθέμενου”. Προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στο διεθνές δίκαιο (που όφειλε να απαιτεί ως ηγέτης δυτικής χώρας) και στα στενά γεωπολιτικά συμφέροντα της πατρίδας της, έκανε ότι περνάει από το χέρι της για να κατευνάσει την Τουρκία και ουσιαστικά να την συνδράμει στις νεο Οθωμανικές της περιπέτειες, πολλές φορές μάλιστα στρεφόμενη απροκάλυπτα εναντίον κράτους μέλους της Ε.Ε. (Κύπρος). Στο δίλημμα για το αν η Ευρώπη θα αποκτήσει αυτόνομη γεωπολιτική υπόσταση και θα διεκδικήσει ζωτικό χώρο στη Μεσόγειο (επίσης και στα Βαλκάνια) ή αν η Γερμανία θα περιορίσει τις φιλοδοξίες των ανταγωνιστών της συντασσόμενη με τους αντιπάλους τους, η κ. Merkel είτε απάντησε δια της θρυλικής της αβουλίας, είτε υποστήριξε ανοιχτά τους αντιπάλους της Ευρώπης.
Και αυτό δεν θα της το συγχωρήσει, ούτε η Ιστορία, ούτε η Ευρώπη, ούτε οι Έλληνες (μέρα που’ ναι).