Του Γιώργου Λακόπουλου
Επιδίωξη νέας κυβερνητικής πλειοψηφίας χωρίς τους ακροδεξιούς , τους αντι-ευρωπαϊστές και τους αρχηγούς των «ατάκτων και των φευγάτων».
» Για πρώτη φορά τα βάρη δεν πέφτουν σε μισθωτούς και συνταξιούχους… καλούνται να τα επωμιστούν όσοι έχουν τη δυνατότητα να το κάνουν», είπε ο Πρωθυπουργός μετά τη Σύνοδο Κορυφής.
Αυτό είναι αλήθεια- εν μέρει. Λόγω αύξησης του ΦΠΑ- και πάντως αν είχε ισχύσει από το πρώτο Μνημόνιο ίσως δεν χρειαζόταν το δεύτερο και σήμερα η κατάσταση της χώρας θα ήταν καλύτερη.
Αλλά αν δούμε τη συνολική εικόνα υπάρχουν και δύο ακόμη αλήθειες.
-Η πρώτη είναι ότι μπορεί να μην επιβαρύνονται πρωτίστως τα νοικοκυριά, αλλά επιβαρύνεται συνολικά η οικονομία. Με τα κριτήρια που χρησιμοποιούσε ο ΣΥΡΙΖΑ για να συμπεράνει, ορθώς, ότι τα δύο προηγούμενα Μνημόνια παρήγαγαν ύφεση, ανεργία και φτώχεια, προκύπτει ότι και το τρίτο – γιατί περί αυτού πρόκειται- κάνει ακριβώς το ίδιο.
-Η δεύτερη αλήθεια είναι ότι αν η κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο είχε επιδιώξει αμέσως μια συμφωνία– όπως της υποδείχθηκε από σημαντικούς συνομιλητές του πρωθυπουργού, όπως ο Γιώργος Προβόπουλος, αντί να ακούει τις Βαρουφάκειες παλαβομάρες- τα μέτρα θα ήταν πολύ ηπιότερα. Και στο διάστημα που επακολούθησε θα είχαν επέλθει θετικά αποτελέσματα τα οποία και θα πιστωνόταν.
Δεν το έκανε επειδή δεν το επέτρεψαν οι εσωκομματικές αγκυλώσεις. Οι ανοησίες για «κόκκινες γραμμές» και οι ιδεοληπτικές ακρότητες για «ρήξη» με τους » δυνάστες και τους τοκογλύφους» και για «εναλλακτικές λύσεις» ρωσικού τύπου.
Αυτή τη στιγμή έχουμε τρία δεδομένα: το τρίτο μνημόνιο επί θύραις , την πικρή πείρα από την καθυστέρηση της συνομολόγησης του και τις ίδιες εσωκομματικές-και ενδοκυβερνητικές- δυνάμεις που αντιτίθενται σε κάθε ιδέα συμφωνίας με την Ευρώπη.
Αν αυτά προβληθούν με φόντο τον κίνδυνο χρεοκοπίας της χώρας -που υφίσταται πάντα -και την οικονομική κρίση -που υφίσταται επίσης το συμπέρασμα είναι πολύ απλό: για να έχει πρακτικό αποτέλεσμα η συμφωνία πρέπει να αλλάξουν τα συμφραζόμενα της υλοποίησής της.
Με άλλα λόγια η κυβέρνηση να αναθεωρήσει τις παραδοχές και την πολιτική της. Να καταρτίσει αμέσως ένα μεσοπρόθεσμο σχέδιο αποσυγκόλλησης από το τέλμα με βάση όσα θα συμφωνήσει με τους εταίρους και με τρόπο που να υποχρεώνει και την αντιπολίτευση να το στηρίξει- αλλιώς ας αναλάβει τις ευθύνες της.
Με την ίδια πολιτική αντίληψη και την ιδία εσωκομματική κατάσταση η συμφωνία δεν θα έχει αξία και αποτελέσματα.
Αυτό όμως ακούγεται ουτοπικό με τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων στο Κοινοβούλιο.
Στην πλευρά της πλειοψηφίας υπάρχουν δυνάμεις που έχουν αντιευρωπαϊκό προσανατολισμό και θα υπονομεύουν πάντα την κοινοτική υπόσταση της χώρας.
Επίσης υπάρχουν και πρόσωπα-βαρίδια, με εμφανή προσωπική διαταραχή ή με ακραίες και ενίοτε αντικοινοβουλευτικές συμπεριφορές.
Αν τα συνυπολογίσουμε όλα αυτά, χωρίς αλλαγή των πολιτικών παραμέτρων η συμφωνία μόνο δεινά θα επισωρεύσει. Γιατί ακόμη και αν ψηφιστεί δεν θα εφαρμοστεί και δεν θα αποδώσει- αφού δεν θα εντάσσεται σε κανένα σχέδιο.
Αν δηλαδή ο ίδιος ο Πρωθυπουργός δεν αναλάβει αυτή τη στιγμή μια μεγάλη πολιτική πρωτοβουλία. Η υγιής διέξοδος που έχει αυτή τη στιγμή στη διάθεσή του είναι προφανής:
–Πρώτο: να ολοκληρώσει τη συμφωνία με τους εταίρους ώστε να διασφαλίσει την χρηματοδότηση τη χώρας. Δεύτερο ,να προσφύγει αμέσως σε εκλογές με προτείνει νέο κυβερνητικό σχέδιο. Τρίτο να αποκλείσει από τα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ όσους έδειξαν ως τώρα αντιευρωπαϊκές διαθέσεις και όσους παραβιάζουν τους κανόνες λειτουργίας της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Όλοι είναι γνωστοί με ονοματεπώνυμο και διευθύνσεις.
Να επιδιώξει δηλαδή μια νέα πλειοψηφία υπέρ της ευρωπαϊκής πορείας της χώρας . Αυτή η πορεία περνάει από τη στενωπό εφαρμογής αυτής της συμφωνίας, αλλά τελικά οδηγεί σε λύση. Μέσα στην Ευρώπη και με τη στήριξή της- βάσει τω κανόνων της φυσικά.
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα μια τέτοια πρωτοβουλία του Πρωθυπουργού θα βρει πολλούς υποστηρικτές και θα έχει ευεργετικές συνέπειες.
Θα επικυρώσει την κυριαρχική παρουσία του στην πολιτική σκηνή. Θα του δώσει νέα κοινοβουλευτική ομάδα και κοινοβουλευτική στήριξη, χωρίς την ακροδεξιά και τους σαλεμένους της Κουμουνδούρου. Θα αποκαταστήσει τη λειτουργία της Βουλής που κινδυνεύει από την παράνοια. Θα τον διευκολύνει να συγκροτήσει νέο ομοιογενές κυβερνητικό σχήμα.
Έτσι θα μπορέσει ανεμπόδιστα να εφαρμόσει το δύσκολο, ασφαλώς, πρόγραμμα του βάσει τη συμφωνίας. Λέγοντας την αλήθεια κάθε φορά στους πολίτες θα δυναμώσει τη σχέση του με την Ευρώπη και θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη της.
Πρωτίστως θα διευκολυνθεί να προχωρήσει σε βαθιές τομές εξυγίανσης στο εσωτερικό της χώρας και τολμηρές μεταρρυθμίσεις που θα δρομολογήσουν την ανάπτυξη.
Χωρίς αυτή την πρωτοβουλία «εδώ και τώρα» με τη συμφωνία κάνει απλώς ένα άλμα στο κενό. Στην καλύτερη περίπτωση ο ίδιος θα είναι διαρκώς όμηρος των ακραίων και των Καμμένων, επιδεινώνοντας τη θέση του μαζί με τη θέση της χώρας.
Στη χειρότερη, θα υποχρεώνεται κάθε φορά ταυτίζεται μαζί τους, με τραγικά αποτελέσματα και για τον ίδιο και για τη χώρα.
Αλλά και στις δύο αυτές περιπτώσεις, η κυβέρνησή του τελικά, θα καταρρεύσει με πάταγο.
Για έναν πολιτικό στον οποίο η μοίρα να έδωσε όλα τώρα είναι η ώρα της μεγάλης απόφασης: αλλαγή πορείας εν πτήσει και άσκηση διακυβέρνησης με άλλους όρους.
Οι δισταγμοί του θα αποδειχτούν η τελευταία χαμένη ευκαιρία.