H αβάσταχτη ελαφρότητα των Ελλήνων ευρωβουλευτών

Του Μανώλη Σπινθουράκη

Η Ελλάδα είναι ένα από τα δέκα μεγαλύτερα πληθυσμιακώς κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ενωσης, καθώς επίσης και ένα από τα δέκα κράτη που έχει εκπροσωπηθεί σε όλα τα Ευρωπαϊκά Κοινοβούλια από τότε που τα μέλη του εκλέγονται. Από την άποψη αυτή θα έπρεπε να είναι μία από τις χώρες με σχετικώς αυξημένη επιρροή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, τόσο στο επίπεδο των ιδεών, όσο και στο επίπεδο του ευρωπαϊκού πολιτικού προσωπικού. Θα έπρεπε… Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι άλλη.

Και είναι άλλη διότι ατυχώς οι περίπου 200 ευρωβουλευτές, που από το 1981 και μετά τα ελληνικά κόμματα έστειλαν στο Στρασβούργο, λίγο-πολύ πέρασαν απαρατήρητοι και σπανίως ανέλαβαν σημαντικές πολιτικές θέσεις.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα με τη σειρά.

Η σημαντικότερη πολιτική θέση της Ευρωβουλής είναι φυσικά ο πρόεδρός της. Στη συνέχεια είναι οι πρόεδροι των πολιτικών ομάδων και οι πρόεδροι των 20 επιτροπών της Ευρωβουλής. Πολιτικό ρόλο διαδραματίζουν επίσης οι ευρωβουλευτές που αναλαμβάνουν τη σημαντικότερη ετήσια έκθεση της Ευρωβουλής, αυτή που αφορά τον κοινοτικό προϋπολογισμό. Ολες οι υπόλοιπες θέσεις έπονται και είναι συνήθως δευτερεύουσας σημασίας.

Οπως είναι γνωστό, εδώ και σχεδόν σαράντα χρόνια κανένας Ελληνας ευρωβουλευτής δεν εξελέγη πρόεδρος της Ευρωβουλής. Ουδείς επίσης έγινε πρόεδρος πολιτικής ομάδας, με εξαίρεση τον Αλέκο Αλαβάνο που για κάποιο χρονικό διάστημα ήταν πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ενωτικής Αριστεράς.

Ως προς τις επιτροπές της Ευρωβουλής οι ελληνικές προεδρίες δεν είναι πολλές: τρεις τον προηγούμενο αιώνα (Παπαευστρατίου, Αναστασόπουλος, Χατζηδάκης) και τρεις κατά τον τρέχοντα αιώνα (Σηφουνάκης, Καραμάνου, Μπατζελή). Τέλος, ο μόνος Ελληνας ευρωβουλευτής που ορίστηκε εισηγητής για τον κοινοτικό προϋπολογισμό ήταν ο Τίμος Χριστοδούλου πριν από τριάντα χρόνια. Η εικόνα της ασθενικής παρουσίας της Ελλάδας στην Ευρώπη ολοκληρώνεται βεβαίως και από το γεγονός ότι ουδείς Ελληνας πολιτικός εκλέχτηκε ποτέ πρόεδρος της Επιτροπής ή του Συμβουλίου ή του Eurogroup.

Για να υπάρξει ένα μέτρο σύγκρισης, σκόπιμο είναι να δούμε τα δεδομένα χωρών, το μέγεθος των οποίων δεν απέχει πολύ από αυτό της Ελλάδας. Η Ολλανδία είχε, για παράδειγμα, μία φορά πρόεδρο Ευρωβουλής, δεκαεπτά φορές πρόεδρο κοινοβουλευτικής επιτροπής, ουκ ολίγους προέδρους πολιτικών ομάδων και εισηγητές προ­υπολογισμού, ενώ Ολλανδός ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και ο δεύτερος, μετά τον Γιούνκερ, πρόεδρος του Eurogroup.

Περισσότερες από την Ελλάδα πολιτικές θέσεις στην Ευρωβουλή είχαν και έχουν, εξάλλου, τόσο το Βέλγιο, όσο και η Πορτογαλία που συν τοις άλλοις είχαν και την προεδρία του Συμβουλίου και της Επιτροπής, αντιστοίχως. Στα ίδια επίπεδα με την Ελλάδα βρίσκονται, τέλος, η Ιρλανδία και το σαφώς μικρότερο πληθυσμιακά Λουξεμβούργο, που όμως έχουν κατά καιρούς εκλέξει προέδρους στην Επιτροπή και στην Ευρωβουλή.

Τούτων λοιπόν δοθέντων, είναι σαφές ότι η παρουσία της Ελλάδας στην Ευρώπη, πρωτίστως στην Ευρωβουλή, είναι εξόχως προβληματική.

Το παράδοξο είναι ότι στο τεχνοκρατικό επίπεδο οι ελληνικές επιδόσεις είναι μάλλον ικανοποιητικές. Τόσο ο Νικηφόρος Διαμαντούρος ως Ευρωπαίος Διαμεσολαβητής, όσο και ο Βασίλης Σκουρής ως πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ε.Ε. άφησαν άριστες εντυπώσεις, ενώ στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπάρχουν σήμερα τέσσερις γενικοί διευθυντές, περισσότεροι παρά ποτέ.

Το πρόβλημα λοιπόν είναι πρωτίστως πολιτικό και αφορά τόσο τα πρόσωπα που γίνονται ευρωβουλευτές όσο και τα κόμματα που τους ορίζουν.

Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στο αναμφισβήτητο πια γεγονός ότι οι Ελληνες ευρωβουλευτές προσέρχονται στο Στρασβούργο με καθαρά ελληνική ατζέντα. Κυρίως με αυτήν που θα τους χαρίσει κάποια, έστω πρόσκαιρη, δημοσιότητα στο εσωτερικό της χώρας. Ετσι, τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα οι περισσότεροι Ελληνες ευρωβουλευτές ήταν (ή το έπαιζαν) «τουρκοφάγοι», στη δεκαετία του 1990 πολλοί έγιναν «μακεδονομάχοι», ενώ εσχάτως περίσσεψαν οι «αντιμνημονιακοί».

Η εμμονική αυτή εθνοκεντρική συμπεριφορά σε συνδυασμό με την εξόφθαλμη αδυναμία πολλών εξ αυτών να αντιληφθούν πώς λειτουργεί ένα ιδιότυπο ομολογουμένως Κοινοβούλιο, όπως το ευρωπαϊκό, όπου δεν υπάρχει κυβερνητική πλειοψηφία ούτε αξιωματική αντιπολίτευση, είναι ίσως οι δύο βασικοί λόγοι για τους οποίους επί σαράντα χρόνια οι Ελληνες ευρωβουλευτές είναι γενικώς «στην απ’ έξω».

Πηγή: Η Εφημερίδα των Συντακτών