Του Γ. Λακόπουλου
“Ο κορωνοϊός δεν σκοτώνει αδιάκριτα τον γενικό πληθυσμό. Αυτό θα γίνει με την τρέχουσα καταστροφική διαχείριση του ΕΣΥ από την κυβέρνηση”.
Το λέει διακεκριμένος πανεπιστημιακός ιατρός της περιφέρειας. Ένας από τους πολλούς που αποφεύγουν να μιλήσουν πάνω στην κρίση, αλλά συγκλίνουν στο εξής: το μεγαλύτερο θύμα του ιού είναι το ΕΣΥ.
Το σωστό, γι’ αυτούς, στην επιχείρηση αναχαίτισης της επιδημίας θα ήταν να οργανωθούν Ειδικά Κέντρα Υποδοχής αποκλειστικά αυτής της νόσου . Και να προστατευθεί το υφιστάμενο δημόσιο σύστημα Υγείας.
Αν αυτό δεν είναι εφικτό, τότε έπρεπε να υπάρχει κατανομή της υποδοχής πάλι με κριτήριο την προστασία των μεγάλων μονάδων του ΕΣΥ. Έγινε το αντίθετο: έκθεσή τους στη μόλυνση.
Οι ίδιοι δεν θεωρούν ότι υπάρχει αναγκαστικά κάποιο ύποπτο πολιτικό σχέδιο. Αξιολογούν τα πραγματικά περιστατικά και το αποτέλεσμα και μιλούν για «τραγικό λάθος».
Διακρίνουν ότι, εκ των πραγμάτων, η κυβερνητική μεταχείριση του ΕΣΥ είναι μονομερής, υπέρ του ιδιωτικού τομέα της υγείας.
Αν συμβαίνει από ασχετοσύνη ή σκοπιμότητα πρέπει να αναζητηθεί μετά την κρίση.
Σύμφωνα με όσα αναδεικνύει η επικαιρότητα, η κυβέρνηση προβάλλοντας ότι δείχνει την εμπιστοσύνη της στο ΕΣΥ- κάτι που εμφανώς δεν ήταν πριν στις προθέσεις του κυβερνώντος κόμματος- οδηγεί το ΕΣΥ σε διάλυση.
Όταν τελειώσει η κινητοποίηση για τον ιό, θα βρίσκεται σε δραματική θέση έναντι των ιδιωτών. Η εξήγηση βρίσκεται στον ορισμό των λεγόμενων «νοσοκομείων αναφοράς».
Υπάρχει ένα ερώτημα που πρέπει να απαντήσει ο ορθοπεδικός που προΐσταται του υπουργείου Υγείας: ποιος είχε την ιδέα να ορισθούν ως νοσοκομεία αναφοράς οι μεγάλες νοσηλευτικές μονάδες του δημοσίου και όχι ΚΑΙ του ιδιωτικού τομέα;
Τι νόημα έχει η διαθεσιμότητα εκατοντάδων κλινών σ’ αυτά τα νοσοκομεία; Για παράδειγμα, πότε και γιατί θα νοσηλευθούν στις 850 κλίνες του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ιωαννίνων-, ή της Πάτρας -τόσοι πολλοί για έναν ιό που δεν έχει φάρμακο;
Όλοι αντιλαμβάνονται ότι, τουλάχιστον για όσο διαρκεί η κρίση, τα μεγάλα νοσοκομεία της χώρας- όλα τα πανεπιστήμια μεταξύ τους- θα θεωρούνται από το ευρύ κοινό ως μολυσμένα.
Το αποτέλεσμα είναι αυτονόητο: οι ασθενείς -από κάθε είδους ασθένεια- θα σπεύδουν στα ιδιωτικά -που θα προβάλλονται ως «καθαρά».
Αυτό είναι καίριο χτύπημα για το ΕΣΥ.
Ειδικά για τα νοσοκομεία του τα οποία, παρά τα δεσμά του δημοσίου, κατάφεραν – με τον εξοπλισμό και την βούληση του προσωπικού τους- να ασκούν προχωρημένη ιατρική.
Παρέχουν σύγχρονη και αποτελεσματική θεραπεία που δεν μπορούν να παρέχουν στις εγκαταστάσεις τους οι ιδιώτες, με τις μεγάλες χρεώσεις.
Ανοίγει, λοιπόν, μέσα στην κρίση, ένα ερώτημα για την χρησιμοποίηση αυτών ειδικά των νοσοκομείων κατά τρόπο που τα εξουδετερώνει κατά την διάρκεια της.
–Γιατί τα κρούσματα κατευθύνονται σε 14 μεγάλα κρατικά νοσοκομεία υψηλού επιπέδου και μόλις σε ένα, “νεόδμητο”, ιδιωτικό;
Ένα παρεμφερές ερώτημα είναι γιατί δεν επιλέχθηκαν μικρότερα νοσοκομεία αναφοράς σε πρώτη φάση; Και αν έφταναν σε κορεσμό να γίνει επέκταση σε μεγαλύτερα.
Καθόλα γνώστες των πραγμάτων κρίνουν ότι η επιλογή νοσηλευτικών ιδρυμάτων με δυναμικότητα μπορούσε να απορροφήσει τα περιστατικά του κορονοϊού. Χωρίς να θιγεί η λειτουργία του ΕΣΥ.
Οι ίδιοι πιστεύουν ότι σε πρώτη φάση τουλάχιστον έπρεπε να προστατευθούν τα προηγμένα δημόσια νοσοκομεία. Αντί να ακυρωθούν , τουλάχιστον δια ένα διάστημα, με τρόπο που στρέφει τους ασθενείς στον ιδιωτικό τομέα.
Ο πληθυσμός χρειάζεται τις υπηρεσίες του κρατικού συστήματος υγείας και κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού. Για ασθένειες ακόμη πιο σοβαρές – που δεν σταματούν φυσικά.
Ποιος θα σπεύσει σε ένα από τα κρατικά «νοσοκομεία» αναφοράς που θα φιλοξενεί- ή ενδέχεται να φιλοξενήσει- περιστατικά του κορονοϊού και δεν θα προτιμήσει τις ανέγγιχτες μονάδες του ιδιωτικού τομέα;
Στην πραγματικότητα η «εξουδετέρωση» των μεγάλων κρατικών μονάδων, – ενώ υπήρχε τρόπος να μην συμβεί -συνιστά πριμοδότηση στους ιδιώτες.
Δεν ξέρουμε κάτω από ποιες συνθήκες ο Βασίλης Κικίλιας κατέληξε θριαμβευτικά – από νωρίς- στην διαμόρφωση του χάρτη των «νοσοκομείων αναφοράς».
Η εξαίρεση των μονάδων του ιδιωτικού τομέα είναι πράξη προστασίας τους, όχι δείγμα περιορισμένης εμπιστοσύνης από την κυβέρνηση.
Μένουν «αμόλυντες» και έτοιμες να υποδεχθούν- δίκην πελατείας- τους ασθενείς που θα φεύγουν από το ΕΣΥ.
Όταν περάσει ο κίνδυνος ο υπουργός Υγείας είναι ο πρώτος που θα αναγκαστεί δώσει εξηγήσεις. Η κατάσταση, στην οποία θα έχει περιέλθει εν τω μεταξύ το ΕΣΥ, θα το απαιτεί.
Μπορεί να το απαιτήσει και ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν βγει από τον ύπνο της «υπεύθυνης· – μη-αντιπολίτευσης».