Tι δεν πήγε καλά, σύντροφοι;

Του Γιάννη Παντελάκη

Ποιοι τελικά χρεώνονται τα λάθη και η αριστερά δυσφημίστηκε στη μοναδική ευκαιρία που είχε ως τώρα στη διακυβέρνηση της χώρας;

ΤΟΝ ΜΑΡΤΙΟ ΤΟΥ 2023 πραγματοποιήθηκε μια έρευνα από τις πιο σημαντικές από πλευράς συμμετοχής ερωτώμενων (4.182 άτομα) και δεν ασχολήθηκε με τα συνήθως ζητούμενα τα οποία βλέπουμε σε πολλές δημοσκοπήσεις που δημοσιεύονται: πρόθεση ψήφου, αναγωγές, πιθανά αποτελέσματα σε περίπτωση εκλογών, καταλληλότερος πρωθυπουργός. Αυτή η έρευνα (*) έμπαινε μέσα στην κοινωνία και αναζητούσε το πολιτικό και κοινωνικό της προφίλ, πώς σκέφτονται οι Έλληνες για όλα όσα συμβαίνουν, πώς βλέπουν τον εαυτό τους, πόσο αισιόδοξοι είναι για το μέλλον.

Μετά από δύο μήνες η χώρα θα γνώριζε τις εκλογές του Μαΐου, όλες οι προβλέψεις έδειχναν ότι η Νέα Δημοκρατία θα έκοβε πρώτη το νήμα, αλλά δεν ήταν εντελώς απογοητευτικές για τον ΣΥΡΙΖΑ – οι περισσότεροι στο εσωτερικό του πίστευαν ότι το 31,53% που είχαν πάρει στις εκλογές του 2019 ήταν μια σίγουρη βάση για ένα πιο θετικό αποτέλεσμα, το θεωρούσαν σχεδόν δεδομένο.

Όταν ο Μάιος έδειξε την εκλογική συντριβή με ποσοστό 20,07%, σχεδόν 11 μονάδες λιγότερες από το 2019, η Κουμουνδούρου πάγωσε, δεν περίμεναν ποτέ ότι θα έσπαγαν ένα μεταπολιτευτικό ρεκόρ. Για πρώτη φορά στην ιστορία η αξιωματική αντιπολίτευση έχανε τόσο μεγάλο ποσοστό από την επιρροή της στην κοινωνία. Το 17,83% των επαναληπτικών εκλογών του Ιούνιου απλώς επισφράγισε την μεγάλη ήττα.

Τι έφταιξε και μια κοινωνία με σαφή πλειοψηφικό προσδιορισμό προς την κεντροαριστερά και την αριστερά θεώρησε σε μεγάλο βαθμό καλύτερες επιλογές τον Μητσοτάκη με την αδιαφανή και ελλειμματική διακυβέρνηση, την απογοήτευση και ιδιώτευση, την αποχή ή άλλες μοναχικές πορείες;

Φαινομενικά, ανάμεσα στα δύο γεγονότα, την έρευνα και τα εκλογικά αποτελέσματα, υπάρχει μια αντίφαση. Στην έρευνα υπήρχε ένα ερώτημα που αφορούσε τους ιδεολογικούς χαρακτηρισμούς και τις ταυτότητες που έβαζαν οι ερωτώμενοι στον εαυτό τους. Κυρίαρχοι ήταν τρεις: φιλελευθερισμός-δημοκρατικό κέντρο, σοσιαλδημοκρατία και δημοκρατικός σοσιαλισμός. Ήταν ο προνομιακός χώρος από τον οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ είχε τη δυνατότητα να αλιεύσει τον μεγαλύτερο αριθμό ψήφων, ο ίδιος θεωρούσε τον εαυτό του ως τον βασικό εκπρόσωπο αυτών των χώρων.

Όμως απέτυχε σε όλους, η επιρροή του σε αυτούς μειώθηκε δραματικά, σε αντίθεση με τη Νέα Δημοκρατία που, παρά την αντικειμενική φθορά από τα χρόνια της διακυβέρνησης και με συγκλονιστικά αρνητικά γι’ αυτή γεγονότα (τραγωδία στα Τέμπη, ναυάγιο στην Πύλο, καταστροφικές πυρκαγιές, πλημμύρες, ακρίβεια κ.ο.κ.), πέτυχε τη μεγαλύτερη διείσδυση σε αυτούς τους πολιτικούς και ιδεολογικούς χώρους.

Τα κορυφαία στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ και ο τότε πρόεδρός τους ψέλλιζαν αναθέματα για τους «ακροκεντρώους», τα «πετσωμένα ΜΜΕ» και άλλες τέτοιες ιστορίες και άφησαν μια ολόκληρη τετραετία με τον ίδιο αρχηγό ο οποίος είχε υποστεί μια πρώτη εκλογική ήττα (του 2019), είχε αντικειμενικά χρεωθεί όλα όσα συνέβησαν και τρόμαξαν πολλούς την τετραετία 2015-2019, δεν παρουσίασε ένα πειστικό εναλλακτικό πρόγραμμα διακυβέρνησης και, το πιο σημαντικό, δεν μίλησε ποτέ για τα τραγικά λάθη των χρόνων διακυβέρνησης.

Η αυτοκριτική απουσίασε εκκωφαντικά από τον Τσίπρα και την τότε ηγετική ομάδα – τους προκαλούσε πάντα αναφυλαξία, χρειάζεται μεγάλη γενναιότητα αλλά και ικανότητα για κάτι τέτοιο.

Τι ακολούθησε μετά την εκλογική πανωλεθρία είναι γνωστό, χιλιάδες παλιοί και νέοι ψηφοφόροι, εκπαιδευμένοι πολιτικά όσον αφορά τη νοηματοδότηση της αριστεράς από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ (ένα μείγμα μεσσιανισμού, πολακισμού, λαϊκισμού και καταγγελτισμού), αναζήτησαν τον νέο Μεσσία στο πρόσωπο ενός αγνώστου που τους υποσχέθηκε επαναφορά στην εξουσία με το επιχείρημα ότι μιλάει καλύτερα αγγλικά από τον Μητσοτάκη.

Η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ ήταν αναμενόμενη, πολλά στελέχη και μέλη με πολιτική αξιοπρέπεια δεν ήταν δυνατό να ακούνε έναν εντελώς ανερμάτιστο πολιτικό λόγο από έναν άνθρωπο που ήρθε στη χώρα να εκπροσωπήσει τη μεταπολιτική. Η διάσπαση δεν έχει τελειώσει ακόμα, υπάρχουν πολλά στελέχη και μέλη με ανάλογη αξιοπρέπεια που απλώς παραμένουν στο κόμμα, διανύοντας μια περίοδο πολιτικής αμηχανίας και θλίψης. Κάποια στιγμή θα τον εγκαταλείψουν και αυτοί, ή για να πάνε στο σπίτι τους ή σε άλλο πολιτικό φορέα.

«Τι έφταιξε για όλα αυτά, σύντροφοι;», θα αναρωτιούνται πολλοί ανάμεσά τους, τι έφταιξε και μια κοινωνία με σαφή πλειοψηφικό προσδιορισμό προς την κεντροαριστερά και την αριστερά θεώρησε σε μεγάλο βαθμό καλύτερες επιλογές τον Μητσοτάκη με την αδιαφανή και ελλειμματική διακυβέρνηση, την απογοήτευση και ιδιώτευση, την αποχή ή άλλες μοναχικές πορείες;

Τι έφταιξε και 70.000 άνθρωποι που αυτοπροσδιορίζονται ως αριστεροί επέλεξαν για αρχηγό κόμματος έναν άγνωστο τύπο με μοναδικό κριτήριο ότι θα τους φέρει στην εξουσία και στην ολιγόμηνη παρουσία του έχει γκρεμίσει ακόμα περισσότερα τα ποσοστά του κόμματος, οδηγώντας τα σε μονοψήφιο αριθμό; Τι έφταιξε, ποιοι τελικά χρεώνονται τα λάθη και η αριστερά δυσφημίστηκε στη μοναδική ευκαιρία που είχε ως τώρα στη διακυβέρνηση της χώρας; Χρειάζονται μεγάλες δόσεις ειλικρίνειας για να απαντηθούν όλα αυτά και τίποτα δεν δείχνει ότι όσοι την οδήγησαν ως εδώ την έχουν…

*έρευνα Ετερον,6.4.2023

Το άρθρο δημοσιεύθηκε στην έντυπη LiFO.